Η καθηγήτρια Ψυχολογίας και συγγραφέας Φωτεινή Τσαλίκογλου μιλά στο iefimerida για τις μεγάλες αλλαγές στη ζωή και στη σκέψη μας, εν μέσω πανδημίας κορωνοϊού.
Περιγράφει πώς χειροκροτούσε για τους νοσηλευόμενους και τους γιατρούς την περασμένη Κυριακή και ακαριαία ήξερε ότι από την ασφάλεια του μπαλκονιού της αυτό που έκανε ήταν να κατευνάζει την ενοχή της. Μιλάει για ηγέτες τύπου Τραμπ και Τζόνσον που πετάνε τρύπια σωσίβια σε ναυαγούς, για τα σφάλματα που κάναμε στη ζωή πριν από τον κορωνοϊό και τώρα μας κάνουν να νιώθουμε σαν να μας πέταξαν στα «βράχια».
Οταν της τηλεφώνησα για αυτή τη συνέντευξη, ήμουν σχεδόν σοκαρισμένη από τη διαπίστωση ότι το τελευταίο της βιβλίο που κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο, «Οι παράξενες ιστορίες της κυρίας Φι» (εκδόσεις Καστανιώτη), περιέγραφε καταστάσεις και συνθήκες που ζούμε τώρα. Η δυσκολία της βραδύτητας, η μοναξιά, η μελαγχολία, η έννοια του σπιτιού. Και ταυτόχρονα θυμάμαι τη σχέση της με την αξέχαστη Μαργαρίτα Καραπάνου. Της το λέω και ψιθυρίζει: «Πιστεύω ότι όλα τα έργα της η Μαργαρίτα τα έγραψε ζώντας στο μυαλό και με την αστείρευτη φαντασία της όλα αυτά που ζούμε τώρα».
Πατώντας το flight mode στο κινητό μου για την ηχογράφηση της συνέντευξης, με έπιασε μια θλίψη: Πότε θα ξαναπετάξω; Πότε θα ξαναταξιδέψω;
Πότε θα ξαναπετάξω; Ένα κοινό ερώτημα που μας ενώνει αυτή τη στιγμή. Ερωτήματα ανοιχτά, και όχι έτοιμες απαντήσεις –που δεν υπάρχουν- μας ενώνουν αυτό τον καιρό. Πότε θα πετάξω; όπως είπατε. Πότε θα απελευθερωθώ, όχι πότε θα μπω σε ένα αεροπλάνο σώνει και καλά. Σήμερα διακυβεύεται η αίσθηση της ελευθερίας, του ελέγχου των κινήσεών μας. Χάνεται η αίσθηση ότι είμαστε ο κύριος του εαυτού μας.
Καταρρέει ο μύθος της αυτοδυναμίας μας;
Έχω την αίσθηση ότι τινάζεται στον αέρα ο μύθος ενός αυτόνομου, αυτοδύναμου ανθρώπου που αυτάρεσκα κολυμπάει μέσα στην αυτάρκεια του.
Και μαζί ο μύθος ότι είμαστε άτρωτοι;
Βεβαίως. Και θα πληγούν περισσότερο όσοι ζουν με την πανοπλία ενός τέτοιου μύθου. Με την πανοπλία ενός άτρωτου, αψεγάδιαστου, παντοδύναμου εαυτού. Μια συνθήκη που καλλιεργεί η εποχή μας. Μας πάει πίσω στην αρχή αρχή της ζωής μας, τότε που απολαμβάναμε τη μακαριότητα ενός μη διαφοροποιημένου από τη μητέρα πλάσματος. Τότε που το μωρό με τη μάνα του σχημάτιζε μια παντοδύναμη δυάδα. Μεγαλώνοντας, τα ίχνη αυτής της κατάστασης δεν χάνονται ποτέ οριστικά. Όμως, για κάποιους ανθρώπους η αίσθηση του άτρωτου και του αψεγάδιαστου γίνεται κομμάτι της ύπαρξης τους, χρωματίζει τη σχέση με τον εαυτό τους και τον άλλον.
Ποια είναι η πιο θεμελιώδης, σοκαριστική συνειδητοποίηση που θα κάνουμε αυτή την εποχή;
Ότι είμαστε ενήλικες. Κι αυτό συνεπάγεται μια ισχυρή δόση μοναξιάς. Πολλοί άνθρωποι είναι άμαθοι σε αυτή την εμπειρία. Το «είμαι μόνος» εισπράττεται σαν «κινδυνεύω», «χάνω τις συντεταγμένες του εαυτού μου». Το «Μένουμε σπίτι» αναζωπυρώνει τον φόβο τού «είμαι μόνος» ακόμα κι αν είμαστε μαζί με δικούς μας ανθρώπους. Το «Μένουμε σπίτι» αλλάζει ακόμα τη σχέση μας με το χρόνο. Πατάμε ένα ιδεατό πλήκτρο που γράφει pause. Και όλα αίφνης σταματούν. Αυτό είναι για πολλούς αδιανόητο. Πως να συνηθίσεις στο ακίνητο ενός εγκλεισμού, εσύ που τόσα χρόνια έτρεχες σαν τον παλαβό να προλάβεις, να κερδίσεις χρόνο. Η ζωή σου εκτυλίσσονταν σε έναν ξέφρενο ρυθμό. Η ταχύτητα δεν άφηνε χώρο για βραδύτητα, για σκέψη, για αναστοχασμό. Τέρμα τώρα ο φρενήρης ρυθμός. Μένουμε σπίτι. Η ειρωνεία, που εν τέλει είναι η μητέρα της ιστορίας, μας υποχρεώνει τώρα σε μια παύση. Το κακό είναι ότι αυτό που θα άξιζε να κάνεις ως επιλογή, τώρα σου επιβάλλεται ως καθήκον. Είναι πρωτόγνωρο το να μείνεις με τον εαυτό σου, με τις σκέψεις σου, με τη μελαγχολία σου.
Τέτοιες ώρες τη μελαγχολία την αποφεύγουμε όπως ο διάβολος το λιβάνι...
Ζήσαμε και μεγαλώσαμε σε μια εποχή, που σχεδόν αυτόματα αποβάλλει οτιδήποτε θυμίζει στέρηση, θλίψη. Μια «νηπενθή» θα πω εποχή. Μια ωραία Ομηρική λέξη το «νηπενθές» από το αρνητικό -νη και το πένθος, όχι πένθος. Αυτό που διώχνει τη λύπη. Είναι αυτό το γλυκό βότανο που ρίχνει η ωραία Ελένη στο ποτό του Τηλέμαχου, για να απαλύνει τη λύπη του, να γλυκάνει τον πόνο του. Ενα παυσίλυπον το νηπενθές που διώχνει κάθε έγνοια, κάθε στεναγμό. Εχω ονομάσει την κοινωνία μας νηπενθή. Χάνεται έτσι η δυνατότητα να μεταμορφώσουμε την καταστροφή μια μεγάλης κρίσης σε ευκαιρία
Μια μέρα πριν κλείσουν τα μαγαζιά, σχηματίζονταν ατέλειωτες ουρές στα καταστήματα καλλυντικών, περιμένοντας ώρες για ένα κραγιόν, για ένα άρωμα...
Για δέκα αρώματα. Για δέκα κραγιόν. Το «έχειν» στη θέση του «είναι». Η σχεδόν μανιακή αποφυγή της θλίψης, με κάθε μέσο με κάθε τρόπο. Η συσσώρευση αγαθών ήταν πάντα -έτσι κι αλλιώς- ένα γιγάντιο υποκατάστατο. Μας θυμίζει πόσο άμαθοι είμαστε να διαχειριστούμε αυτό που σήμερα ζούμε. Είναι σαν να μας πέταξαν από τα μαλακά στα πιο σκληρά βράχια.
Η επιβολή της κοινωνικής απόστασης, τo social distancing, τελικά δεν μας ήταν πολύ ξένο. Ψηφιακά ζούσαμε και εκφραζόμασταν σε μεγάλο κομμάτι της ζωής μας...
Και πάλι η ειρωνεία ως μητέρα της ιστορίας. Οι κανονικότητες που είχαν εγκαθιδρύσει οι ψηφιακές τεχνολογίες, με κεντρικό άξονα την ανάπτυξη σχέσεων από μακριά –δεν αγγίζω, δεν μυρίζω τον άλλον. Τώρα αυτές οι εξ’ αποστάσεως σχέσεις γίνονται η μόνη δυνατή διαρροή σε αυτό το μοναχικό σύμπαν. Τώρα το social distancing επιβάλλεται στην κυριολεξία. Στους μοναχικούς θανάτους στα νοσοκομεία της Ιταλίας, άνθρωποι πεθαίνουν και πλέον η μοναδική δυνατότητα για να αποχαιρετήσουν τον αγαπημένο τους είναι μέσω ενός κινητού. Η συνοδεία – αυτή η ιερή λέξη- η συνοδεία του ετοιμοθάνατου, πραγματοποιείται μέσα από ένα κινητό. Η εικόνα μιας εγγονής που αποχαιρετά τη γιαγιά με αυτό τον τρόπο, με μια βιντεοκλήση, δημιουργεί νέους τρόπους συνοδείας και αυτό από μόνο του έχει κάτι το απολύτως διατακτικό. Ένα κινητό στη θέση του τελευταίου αποχαιρετισμού. Η εκδίκηση της ψηφιακής τεχνολογίας;
Ενα από τα κυρίαρχα συνθήματα της εποχής αυτής του εγκλεισμού είναι το «Είμαστε μόνοι μαζί». Πόσο αληθεύει πραγματικά;
Ισως είναι ένα ευχολόγιο. Αυτή η κατάσταση που ζούμε γεννά συνεχώς εκρηκτικά αδιέξοδα και αντιφάσεις που καλούμαστε να διαχειριστούμε.
Πείτε μας ένα παράδειγμα.
Θα σας πω ένα μικρό παράδειγμα, μια αντίφαση που με προβλημάτισε και εμένα: να βγούμε να χειροκροτήσουμε τους νοσηλευτές και τους γιατρούς. Εγώ βγήκα στο μπαλκόνι και ένιωσα πολύ δυσάρεστα γιατί ήμουν μόνη μου.
Σε ποια περιοχή μένετε;
Στο κέντρο. Ακουσα ένα χειροκρότημα να ηχεί στον αέρα. Ηταν το δικό μου. Στεναχωρήθηκα, όμως ταυτόχρονα αναρωτήθηκα «τι κάνω εγώ τώρα που χειροκροτώ; Τι νομίζω ότι κάνω; Οπως λέγαμε παλιά από την ασφάλεια του καναπέ, τώρα από την ασφάλεια της βεράντας μου εγώ χειροκροτώ ανθρώπους που παλεύουν κάθε μέρα, δίνοντας τον εαυτό τους;». Με ένα χειροκρότημα, πόσο ανέξοδα κατευνάζω την ενοχή μου; Πόσο εύκολη η συναλλαγή. Με ένα χειροκρότημα ξεμπερδεύω. Και νιώθω και «άνθρωπος» Πόσο δυσκολεύει σήμερα η έννοια «άνθρωπος»; Mε πόση ευκολία ταυτόχρονα κατασκευάζεται και κακοποιείται; Μέχρι που είσαι διατεθειμένος να φτάσεις; Oταν απειλείται η επιβίωση σου πρωτόγονα ένστικτα παραμονεύουν να πάρουν το πάνω χέρι. Ποια είναι τα όρια της περίφημης «αλληλεγγύης» και «ατομικής ευθύνης»; Θα μπορούσες να κάνεις κακό στον άλλον, να ασκήσεις τυφλή βία στον άλλον ή ακόμα και στον εαυτό σου όταν νιώθεις ότι απειλείσαι; Και ποιο είναι το κατώφλι της αντοχής σου; Eίπαμε η εποχή αυτή μας αφήνει στο έλεος ανοιχτών ερωτημάτων. Αλλοι, που ανήκουν και αυτοί στο γένος των ανθρώπων, ζουν αγκαλιά με τον θάνατο, πολύ πριν την έλευση του κορωνοϊού. Και θα συνεχίσουν έτσι και μετά. Εστω σαν φευγαλέα σκέψη περνάει αυτό από το μυαλό σου;
Τους -κυρίως- νέους που βγήκαν στις παραλίες και συνέχισαν τις συναθροίσεις, παρά τις αντίθετες οδηγίες, πώς τους αντιμετωπίζετε;
Θυμώνω πάρα πολύ, αλλά και το καταλαβαίνω ταυτόχρονα –να μια άλλη αντίφαση, να θυμώνεις με αυτά που κατανοείς. Μιλώ για μια αναλγησία κάποιων νέων παιδιών. Μέσα τους λένε «δεν με νοιάζει, δεν θα πάθω κάτι». Οταν ακούω τους γιατρούς που δικαίως λένε ότι δεν κινδυνεύουν οι νέοι λέω «θεέ μου, μακάρι να θεωρούσαν ότι λίγο κινδυνεύουν, ίσως θα προφύλασσαν καλύτερα τους άλλους"».
Είναι η αλαζονεία της νιότης;
Δεν ξέρω αν είναι η αλαζονεία της νιότης, ή αν εκφράζει την αλαζονεία μιας ναρκισσιστικής εποχής. Οπου έχεις την ψευδαίσθηση ότι όλα είναι στο χέρι σου αρκεί να το επιθυμήσεις. Ακόμα και τον θάνατο μπορείς να νικήσεις. Οι νέοι έχουν τη δυνατότητα να το κάνουν ίσως πιο εύκολα απ΄ότι ένας ηλικιωμένος. Οταν όλοι μαζί κραυγάζουν με μπύρες στα χέρια «δεν θα πεθάνουμε ποτέ, αλήτη κορωνοϊέ»…
Εξ ου και η αναφορά του πρωθυπουργού στο πρώτο διάγγελμα προς τους νέους, τι θα συμβεί αν αύριο χτυπήσουν με τη μηχανή και χρειαστούν νοσηλεία...
Hταν μια άριστη και επιβεβλημένη τοποθέτηση του πρωθυπουργού. Προέτρεπε σε ένα συγκράτημα σε αυτή την ορμή που λέει «εγώ δεν πρόκειται να πάθω τίποτα». Ουδείς είναι στην πραγματικότητα προφυλαγμένος. Οι περισσότερες ή λιγότερες στατιστικές πιθανότητες κανέναν μας δεν εξαιρούν προσωπικά. Σας θέτω ένα ερώτημα, που με στοιχειώνει: Oταν θα υπάρχει ένα μόνο κρεβάτι και απ’ έξω θα είναι πέντε διεκδικητές, ο ένας νέος, ο άλλος υπερήλικας, ο άλλος π.χ μετανάστης, ο άλλος βαριά άρρωστος από υποκείμενη νόσο, ποιον θα επιλέξουν για αυτό το ένα κρεβάτι; Καλείται ο γιατρός να γίνει θεός, να αποφασίσει ποιος αξίζει να ζήσει και ποιος όχι. Το καταραμένο απόθεμα -που είναι ο γέρος- είναι ο πρώτος που θα θυσιαστεί; Ή μήπως όχι; Ποιοι άλλοι μεταμορφώνονται σήμερα σε πλεονάζοντες ανθρώπους; Σε «καταραμένα αποθέματα;»
«Γιατί η ζωή έτσι όπως είναι δεν μας είναι αρκετή» γράφετε στην προμετωπίδα του τελευταίου σας βιβλίου, στο «Oι παράξενες ιστορίες της κυρίας Φι».
Η περσόνα της κυρίας Φι προσπαθεί να αντισταθεί στον παραλογισμό της καθημερινότητάς μας, καταφεύγοντας στην ειρωνεία, στην απορία, στον αναστοχασμό, σε μια στάση ζωής που θα μπορούσε κάποιος να πει μεταφυσική, ενώ είναι μια άλλη πρόσληψη της πραγματικότητας που σου επιτρέπει να ανακαλύπτεις τον κρυμμένο παραλογισμό της. Η κυρία Φι αποκαλύπτει τον ανορθολογισμό που κρύβει ο κυρίαρχος ορθολογισμός μας. Αναρωτιέται για την έννοια της κανονικότητας, για την αλήθεια που κρύβει μέσα της η ρωγμή αλλά και η φθορά.
Αλαφροΐσκιωτη επίσης…
Ναι, αλλά με έναν σεβασμό στην έννοια του αλαφροΐσκιωτου, και στις βαθιές αλήθειες που κρύβονται μέσα της. Και δεν είναι τυχαίο ότι η πρώτη ιστορία είναι ένας ύμνος στη βραδύτητα, με αφορμή την πραγματική ιστορία ενός κοριτσιού στην Ινδία που εξαφανίστηκε μαζί με το αγόρι της. Λίγες μέρες μετά βρέθηκε μια σορός, μια γυναίκα με αλλοιωμένα χαρακτηριστικά. Νόμιζαν ότι ήταν το νεαρό κορίτσι. Θρήνησαν, την αποτέφρωσαν και λίγες μέρες μετά το κορίτσι επέστρεψε! Με κινητοποίησε αυτή τη ιστορία, η βιασύνη να την θεωρήσουν νεκρή. Οπως λέει η κυρία Φι στο βιβλίο, χρειάζεται χρόνος για να φτάσεις σε ένα συμπέρασμα. Και βέβαια, τα εξαφανισμένα κορίτσια – όπως λέει στον μελαγχολικό της γιο- κάποια στιγμή επιστρέφουν.
Το νέο επιτακτικό ζητούμενο της ατομικής ευθύνης πόσο μας δυσκολεύει;
Η ατομική ευθύνη καλείται να επιβληθεί σε μία ναρκισσιστική εποχή σε άτομα λίγο-πολύ ανέτοιμα να την κάνουν τρόπο ζωής και όχι καταναγκασμό. Να αναβλύζει με έναν αυθόρμητο τρόπο ως δική σου εσωτερική επιταγή και όχι υπό τον φόβο των 1.000 ευρώ που θα χρειαστεί ενδεχομένως να πληρώσεις.
Το μαστίγιο των 1.000 ευρώ είναι ίσως το μόνο κίνητρο για κάποιους να κάτσουν σπίτι τους...
Αυτό είναι λυπηρό γιατί ταυτόχρονα σε παροτρύνει να σκεφθείς τρόπους να είσαι πιο έξυπνος απο το μέτρο, να είσαι πιο μάγκας, να γλιτώσεις. Να γίνεις παραβάτης.
Ποια είναι τα ψυχολογικά εφόδια για να αντιμετωπίσουμε την κατάσταση που ζούμε;
Αναρωτιέμαι τούτη τη στιγμή ποιοι είναι αυτοί οι οχυρωμένοι άνθρωποι, που θα μπορούσαν να αντέξουν το ενδεχόμενο ανά πάσα στιγμή να νοσήσουν ή και να πεθάνουν. Είναι αυτοί που έχουν στοχαστεί τον θάνατο; Ο Φρόιντ έλεγε ότι για να μπορείς να αντιμετωπίσεις τον θάνατο πρέπει να τον έχεις εντάξει στη ζωή σου. Πώς ο καθένας από εμάς έχει εντάξει τον θάνατο στη ζωή του; Η νηπενθής εποχή μας κάνει σαν να μην υπάρχει ο θάνατος. Όλες οι συμπεριφορές καταστροφικής αδιαφορίας, η αλόγιστη για παράδειγμα χρήση της φύσης, θυμίζουν ένα μικρό παιδί που δεν πιστεύει στον θάνατο. Και το ασυνείδητό μας δεν πιστεύει ότι υπάρχει θάνατος. Όπως ένα μικρό παιδί πιστεύει στο «για πάντα», δεν πιστεύει στο «ποτέ πια». Πολλοί από εμάς δεν πιστεύουμε στο «ποτέ πια». Είχαμε εξορίσει τον θάνατο από την ζωή μας. Ισως τώρα ο θάνατος μας εκδικείται.
Ως κλινική ψυχολόγος, πιστεύετε ότι όταν με το καλό βγούμε από αυτή την περιπέτεια, θα είναι πολλοί αυτοί που θα νιώσουν την ανάγκη να μπουν σε μια διαδικασία ψυχοθεραπείας, που θα βιώνουν μια κατάθλιψη;
Aναρωτιέμαι, όταν με το καλό, όπως λέτε, και όπως θέλω να πιστεύω, και όπως αξίζει όλοι μας να πιστεύουμε, όταν λοιπόν βγούμε από αυτή την περιπέτεια, πώς αλήθεια θα είμαστε; Tα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά. Η ανοιχτοσύνη είναι με το μέρος της ζωής. Θα είμαστε σκιές του εαυτού μας; Θα έχουν χτίσει έναν άλλο εαυτό, κάποιες άμυνες που πριν δεν γνωρίζαμε ότι τις έχουμε; Θα έχουμε επιτρέψει στη ρωγμή να διαπεράσει τις σκέψεις μας; Εδώ ταιριάζει ο στίχος του Λέοναρντ Κόεν «Τhere is a crack, there is a crack in everywhere, that's how the light gets in». Σε κάθε τι υπάρχει μια ρωγμή, και μέσα από αυτή τη ρωγμή περνάει το φως… Πιστεύω ότι για πολλούς δεν υπάρχει φως ακριβώς επειδή απουσιάζει αυτή η ρωγμή.
Και η έννοια της ευτυχίας;
Η ευτυχία που εξορίζει από την αναζήτηση της τη ρωγμή είναι για μένα μια «κουτσή ευτυχία». Λένε «να ξοδεύουμε χρήματα που δεν έχουμε, για να αγοράζουμε πράγματα που δεν έχουμε ανάγκη, για να προκαλέσουμε τον θαυμασμό, σε ανθρώπους που δεν αγαπάμε». Και αυτό κάποιοι να το μπερδεύουν με τη λέξη ευτυχία.
Οταν είμαι σε ένα αεροπλάνο και έχει έντονες αναταράξεις, συνήθως αναζητώ το πρόσωπο της αεροσυνοδού για να βεβαιωθώ ότι όλα είναι καλά…
Α, ναι, η τελετουργία του φοβισμένου ανθρώπου. Το κάνω και εγώ.
Υπάρχουν τελετουργίες κατευνασμού του φόβου μας αυτή τη στιγμή, εν μέσω της πανδημίας;
Είναι η ασφάλεια που μας δίνει κάποιος άνθρωπος που είναι μαζί μας στο σπίτι με τον οποίο μας ενώνει μια σχέση εμπιστοσύνης. Ξέρετε πόσο βασανιστικό είναι σήμερα να υποχρεώνονται άνθρωποι να μένουν μαζί χωρίς να έχουν αυτό τον δεσμό μεταξύ τους; Αυτή την εποχή ο δεσμός είναι ό,τι πιο προστατευτικό. Σκεφθείτε όμως από την άλλη μεριά πόσο αυτή ακριβώς η εποχή μας, με την κουλτούρα του εφήμερου και των ψηφιακών εφαρμογών που λέγαμε πριν, δεν ευνοεί τους δεσμούς. Tώρα λοιπόν καλείσαι να αντλήσεις αποθέματα ζωής από κάτι που η εποχή μας δεν έχει μάθει να σέβεται και να καλλιεργεί. Όλα χρειάζεται να είναι πρόσκαιρα, της μιας στιγμής. Σχέσεις που θα μας σκεπάζουν σαν ελαφρύ πανωφόρι, ένα πανωφόρι που μας προστατεύει χωρίς να μας βαραίνει,ετσι ώστε όταν αλλάζει ο καιρός, να το πετάμε από πάνω μας. Και να μένουμε γυμνοί από την προστασία της σχέσης, γυμνοί και αυτάρκεις. Η ειρωνεία είναι ότι σε έναν κόσμο που καταναλώνει τα πάντα, οι «ανθρώπινοι δεσμοί» μέσα από την αφοσίωση και τη δέσμευση και τη σταθερότητα τους, είναι ένα εμπόδιο… δεν ταιριάζουν με τον ακατάβλητο καταναλωτή. Η ρευστή νεωτερικότητα απεχθάνεται οτιδήποτε στέρεο και ανθεκτικό. Στην κρίση όμως που περνάμε η αξία ενός τέτοιου δεσμού φαίνεται πολύτιμη όσο ποτέ.
Μιλώντας για τελετουργικά και αναταράξεις, κάθε φορά που βγαίνει ο Σωτήρης Τσιόδρας να κάνει ανακοινώσεις κοιτώ με αγωνία το πρόσωπό του και τις εκφράσεις του πριν αρχίσει να μιλά να δω αν όλα είναι καλά…
Πιστεύω ότι είναι το κατεξοχήν πρόσωπο που θα μπορούσε να μας κατευνάσει, επειδή ακριβώς είναι ένα πρόσωπο που σε κάνει να νιώθεις ότι εννοεί αυτό που λέει, ότι είναι μέσα στο λόγο του, έχει μια πλήρη ασφάλεια σε αυτά που λέει. Ο Σωτήρης Τσιόδρας έχει μια ποιμαντική λειτουργία, είναι σαν ένας ιερέας που σε προστατεύει και από τους ιερείς ακόμα. Το πρόσωπο του Τσιόδρα, ακόμα κι αν δεν υπήρχε, θα όφειλε σήμερα να εφευρεθεί. Λειτουργεί στο συλλογικό φαντασιακό μας ως ένα πρόσωπο εμπιστοσύνης, άξιο, διότι ακόμα και πίσω από τα άσχημα που λέει είναι σαν να ακούμε ότι δεν πρέπει να φοβόμαστε. Εχουμε ανάγκη να το πιστέψουμε αυτό, να πιστέψουμε ότι βρισκόμαστε σε καλά χέρια και πως όσα περνάμε θα έχουν ημερομηνία λήξης. Αυτό πρέπει να το πιστέψουμε, διότι διαφορετικά είμαστε ανοιχτοί σε έναν ατέρμονο φόβο που σε ρίχνει στο σκοτάδι ενός πηγαδιού.
Ισως οδηγηθούμε και σε νέες ηγεσίες –ο Τραμπ, ο Τζόνσον έχουν σοκάρει την παγκόσμια κοινότητα...
Αυτοί οι δύο είναι στο άλλο άκρο αυτού που λέγαμε για τον Τσιόδρα, σε κάνουν να νιώθεις ότι κολυμπάς σε μια μανιασμένη θάλασσα, είσαι έτοιμος να πνιγείς και αυτοί σου πετάνε ένα σωσίβιο, το αρπάζεις και διαπιστώνεις ότι είναι τρύπιο.
Και βέβαια σκεφτόμαστε ξανά τον ρόλο της Εκκκλησίας. Εγραφε χθες ο Στέφανος Κασιμάτης «στο κάτω-κάτω τι είναι η Εκκλησία, παρά μια προετοιμασία θανάτου»...
Και η ζωή θα έλεγα. Και η ζωή μας είναι μια προετοιμασία θανάτου. Η προετοιμασία αυτή μπορεί μια χαρά να είναι από τη μεριά της ζωής. Είναι ένα σπουδαίο τώρα μάθημα για εμάς.
Να συμβιβαστούμε με τον φόβο του θανάτου;
Ναι, αν τον απογυμνώσουμε αυτόν τον φόβο από τα τρομακτικα του κομμάτια και πάρουμε τα πιο ανθρώπινα συστατικά του, αν ο φόβος δεν μας κάνει ένα άγριο ζώο απέναντι στον συνάνθρωπό μας, αλλά μέλη μιας κοινότητας. Μαζί στον φόβο. Αν δεν μας κλείσει ο φόβος σε ένα κελί, αναγορεύοντας σε υπέρτατη αξία το «εμείς» έναντι «των άλλων», αν δεν χωρίσει τον κόσμο μας σε απόλυτα καλά και κακά αντικείμενα, αν δηλαδή εξημερώσουμε την αδηφάγο πλευρά του φόβου, τότε ναι! ο φόβος μπορεί να είναι ιαματικός και αφυπνιστικός. Μιλώ για έναν «ανθρωποποιητικό» φόβο όχι για τον φόβο που σε μεταμορφώνει σε ένα άγριο ζώο, ικανό να αφανίσει τον άλλον.
Εσείς τι φοβάστε;
Τον εαυτό μου. Δεν ξέρω πώς θα βγούμε από αυτή την περιπέτεια. Θα επιθυμούσα να βγω καλύτερος άνθρωπος. Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω.
Τι σημαίνει καλύτερος άνθρωπος;
Σημαίνει να μην προτάσσεις πάνω απ' όλα εσένα και μόνο εσένα. Σημαίνει να μην φοβάσαι να περιλαμβάνεις τον άλλον στην αγάπη του εαυτού σου.
Υπάρχουν ασκήσεις που μπορούμε να κάνουμε στο σπίτι, μέσα στην καραντίνα μας, για πάμε στην κατεύθυνση το καλύτερου ανθρώπου;
Να διαβάζουμε. Σε αυτές τις ανελεύθερες μέρες μπορείς να ζήσεις πολλές ζωές ελευθερίας μέσα από τα βιβλία. Με ασφαλείς αναταράξεις σε ένα προσγειωμένο μέσα στο δωμάτιο μας αεροπλάνο που μας πάει δωρεάν παντού.
Αυτές τις μέρες σκέφτομαι πολύ τη Μαργαρίτα Καραπάνου…
Η Μαργαρίτα Καραπάνου τον φόβο του άλλου απέναντί μας, τον τρόμο του θανάτου, την απειλή της κανονικότητας, τον πειρασμό της τρέλας, όλα αυτά που η εποχή μας καλλιεργεί στο έπακρον, τα κουβαλούσε μέσα της από την πρώτη παιδική της ηλικία. Πιστεύω ότι όλα τα έργα της τα έγραψε ζώντας στο μυαλό της και με την αστείρευτη φαντασία της όλα αυτά που ζούμε τώρα. Το συνειδητοποιώ τώρα που με ρωτάτε.
Να λοιπόν τι θα μπορούσαμε να διαβάσουμε: Μαργαρίτα Καραπάνου...
Ναι, μια καλή σκέψη να ξαναδιαβάσουμε όλα τα βιβλία της. Για παράδειγμα, εκτός από την «Κασσάνδρα και τον λύκο», το «Rien ne va plus». Είναι η στιγμή που η μπίλια γυρίζει στο καζίνο και ο κρουπιέρης σού λέει ότι δεν μπορείς να ποντάρεις άλλο. Κοιτάς που θα κάτσει η μπίλια χωρίς να μπορείς να κάνεις κάτι.
Τα λόγια της που δεν θα ξεχάσετε;
«Δεν μπορούμε να αποφύγουμε το πένθος, πρέπει να περάσεις από αυτό, διότι αλλιώς δεν υπάρχεις...».