Στον ανακριτή αναμένεται να οδηγηθεί σήμερα ο 32χρονος δολοφόνος των Καλυβίων που στις 23 Δεκεμβρίου 2020 σκότωσε τον 60χρονο υπάλληλο του Κέντρου Υγείας για μια διαφωνία που είχαν για τα κοινόχρηστα, αλλά και επειδή πίστευε ότι το θύμα και η σύζυγος του, του είχαν κάνει μάγια.
Ο δράστης επικαλέστηκε «λευχαιμία και άπνοια από τα μάγια» προσπαθώντας να δώσει εξηγήσεις στις αστυνομικές Αρχές για το άγριο φονικό που εκτυλίχθηκε μέσα στο πάρκινγκ του κέντρου Υγείας στα Καλύβια.
Τι ισχυρίστηκε ο δράστης για το φονικό στα Καλύβια
«Πίστευα ότι είχα σοβαρό πρόβλημα υγείας και φοβόμουν για λευχαιμία, να σας πω την αλήθεια. Όλα αυτά ήμουν σίγουρος ότι είχαν προκληθεί από τα μάγια που μου έκαναν ο Δ. και η Μ. Ένιωθα πνιγμένος από όλο αυτό, δεν μπορούσα να αναπνεύσω. Καταλάβαινα ότι αν συνέχιζε έτσι θα πέθαινα. Το πίστευα πραγματικά», φέρεται να υποστήριξε μεταξύ άλλων ο 32χρονος στους αστυνομικούς του Τμήματος Δίωξης Εγκλημάτων κατά Ζωής.
Μάλιστα, ο 32χρονος που στο παρελθόν είχε εισαχθεί στο Πολιτικό Τμήμα της Νομικής Σχολής αναφέρθηκε και στις διαφωνίες που είχε με το ζευγάρι για τα κοινόχρηστα της πολυκατοικίας. «Πιο πριν, είχαν τη διαχείριση της πολυκατοικίας και πιστεύαμε ότι είχαν αρχίσει να βάζουν χέρι στα κοινόχρηστα, έκλεβαν χρήματα δηλαδή. Κάποιες φορές είχαμε τσακωθεί λίγο μαζί τους στα λόγια, αλλά όχι τίποτα ιδιαίτερο», σημείωσε.
«Μας έριχναν χώμα, λάδια και κλωστές στα αυτοκίνητά μας, στο μπαλκόνι του σπιτιού μας και στις σκάλες. Όταν άρχισα να καταλαβαίνω ότι τα μάγια τους είχαν πλέον αποτέλεσμα ήταν περίπου τον Οκτώβριο που μας πέρασε, του 2020 δηλαδή. Τότε άρχισα να χάνω κιλά και δεν μπορούσα να κοιμηθώ τα βράδια», πρόσθεσε σύμφωνα με τις πληροφορίες.
Το χρονικό του φονικού στα Καλύβια
Ο 32χρονος πεπεισμένος για τα «μάγια» που του είχαν κάνει αναζήτησε κάποιον τρίτο προκειμένου να καταφέρει να αποκτήσει ένα πιστόλι με το οποίο θα σκότωνε τον 60χρονο, το οποίο και τελικά αγόρασε από την περιοχή του Μενιδίου. Στις 23 Δεκεμβρίου του 2020 αφαιρεί τις πινακίδες κυκλοφορίας από το ΙΧ του και περιμένει υπομονετικά το θύμα, πατέρα δύο παιδιών, έξω από την πολυκατοικία που διέμεναν στο Κορωπί. Από εκεί τον ακολουθεί έως το Κέντρο Υγείας στα Καλύβια.
Ο 60χρονος τραβά χειρόφρενο στο υπόγειο χώρο στάθμευσης της εργασίας του. Ο 32χρονος δράστης τον ακολουθεί και τον πυροβολεί τρεις φορές. «Τον πλησίασα, άνοιξα την πόρτα του οδηγού και τον πυροβόλησα με το πιστόλι που σας είπα πριν. Τον πυροβόλησα τρεις φορές. Αμέσως μετά γύρισα στο αμάξι μου και έφυγα γρήγορα», περιέγραψε στην ομολογία του.
Ακολούθως ο 32χρονος πέταξε το πιστόλι στη θάλασσα, τοποθέτησε ξανά τις πινακίδες κυκλοφορίας στο ΙΧ του και πέντε ημέρες αργότερα μαζί με την μητέρα του αναχώρησαν για την Αλβανία με τελικό προορισμό ένα χωριό που διέμεναν κάποιοι φίλοι της οικογένειας. Εκεί εντοπίστηκε από Αλβανούς αστυνομικούς και απελάθηκε μαζί με την μητέρα του γιατί δεν είχαν τα απαραίτητα έγγραφα διαμονής. Στα ελληνοαλβανικά σύνορα συνελήφθη από τα στελέχη του Τμήματος Δίωξης Εγκλημάτων κατά Ζωής, και μεταφέρθηκε στην Αθήνα, όπου ομολόγησε το στυγερό έγκλημα.