«Μαύρες» είναι οι εκτιμήσεις του καθηγητή Ευθύμη Λέκκα για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις από τις πυρκαγιές που έκαψαν Αττική, Βόρεια Εύβοια και Πελοπόννησο τις προηγούμενες ημέρες.
Ο καθηγητής Δυναμικής, Τεκτονικής, Εφαρμοσμένης Γεωλογίας και Διαχείρισης Φυσικών Καταστροφών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών επισημαίνει ότι οι περισσότερες και πλέον σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις θα είναι πολύ δύσκολα αντιμετωπίσιμες. Κρούει επίσης τον κώδωνα του κινδύνου για υψηλό κίνδυνο πλημμυρών στην Αττική και μέγιστο κίνδυνο στην Εύβοια.
Ο κ. Λέκκας εκτιμά ότι αυξάνεται δραματικά ο κίνδυνος κατολισθήσεων στη Β. Εύβοια και πως η ρύπανση του αέρα από την πυρκαγιά στην Αττική θα έχει σημαντικές επιπτώσεις στον πληθυσμό.
Το αισιόδοξο μήνυμα είναι ότι η επαναφορά των οικοσυστημάτων και κυρίως της χλωρίδας στην Πελοπόννησο θα είναι γρήγορη, δεν συμβαίνει το ίδιο όμως και με τις καμένες εκτάσεις στη Β. Εύβοια. Μιλά για τεράστιο πρόβλημα και υπολογίζει ότι 400.000 στρέμματα δεν θα επανέλθουν ποτέ στην προτέρα κατάσταση.
«Η συγκεκριμένη περιοχή οδεύει ταχύτατα προς ερημοποίηση», επισημαίνει χαρακτηριστικά ο καθηγητής. Αντίθετα, η περιβάλλουσα ζώνη διήθησης της πυρκαγιάς, έκτασης περίπου 200.000 στρεμμάτων, μπορεί να ανακάμψει μετά από στοχευμένες παρεμβάσεις μικρής κλίμακας.
Το οδοιπορικό του Ευθύμη Λέκκα
Παρά το γεγονός ότι οι κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις από τις πρόσφατες πυρκαγιές στον ελληνικό χώρο είναι τεράστιες και πολυεπίπεδες, οι περιβαλλοντικές είναι ίσως οι πιο σημαντικές, σχεδόν μη αναστρέψιμες, και πολύ δύσκολα θα αντιμετωπισθούν.
Από το πρώτο οδοιπορικό στις πληγείσες περιοχές, που σκόπευε σε μία αρχική ταχεία αποτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, οδηγό για τη μετέπειτα λεπτομερή έρευνα, προέκυψαν σημαντικές διαπιστώσεις, οι οποίες επιγραμματικά είναι οι ακόλουθες:
α. Το δυναμικό διάβρωσης στην Πελοπόννησο και στη Βόρεια Εύβοια είναι τεράστιο και αναμένεται μετά την πυρκαγιά να τροφοδοτήσει με εκατομμύρια κυβικά μέτρα εδάφους το υδρογραφικό δίκτυο, δηλαδή τους ποταμούς, ενώ, αντίθετα, στην Αττική είναι περιορισμένο. Η μορφολογία των δύο πρώτων περιοχών θα αλλάξει ριζικά, ενώ στην Αττική θα παρατηρηθούν μόνο μικρές αλλοιώσεις.
β. Η ρύπανση του αέρα από την πυρκαγιά στην Αττική θα έχει σημαντικές επιπτώσεις στον πληθυσμό, δεδομένου ότι η ευπάθεια είναι μεγάλη λόγω πυκνότητας του πληθυσμού και της ήδη επιβαρυμένης κατάστασης στην πρωτεύουσα.
γ. Η τοξικότητα των υπολειμμάτων της καύσης είναι τεράστια στην Αττική, ενδιάμεση στην Εύβοια και μικρή στην Πελοπόννησο, όπου υπάρχουν μικρότερης έκτασης καύσεις βιομηχανικών εγκαταστάσεων, αυτοκινήτων και κατοικιών.
δ. Ο κίνδυνος κατολισθήσεων στη Βόρεια Εύβοια αυξάνεται δραματικά και αναμένονται τεράστιες επιπτώσεις. Το ίδιο συμβαίνει και στην Πελοπόννησο, σε μικρότερο αλλά υπολογίσιμο βαθμό, ενώ στην Αττική ο κίνδυνος κατολισθητικών φαινομένων μπορεί να χαρακτηρισθεί μικρός.
ε. Ο πλημμυρικός κίνδυνος στην Πελοπόννησο είναι υπολογίσιμος, δεδομένου του σημαντικού υδρογραφικού δικτύου που αναπτύσσεται στις πυρόπληκτες περιοχές και απομειώνεται μερικώς σε φυσικά φράγματα που λειτουργούν κατά μήκος του, καθώς και της απομακρυσμένης από τις κοίτες χωροθέτησης των οικισμών της περιοχής.
- Στην Αττική ο πλημμυρικός κίνδυνος είναι υψηλός, δεδομένων των ανθρώπινων παρεμβάσεων στο υδρογραφικό δίκτυο.
- Ο μέγιστος όμως πλημμυρικός κίνδυνος απαντάται στην Εύβοια, όπου αναπτύσσονται λεκάνες που εκφορτίζουν σε περιοχές αναπτυγμένων οικισμών κατά μήκος της παράκτιας ζώνης.
στ. Η επαναφορά των οικοσυστημάτων και κυρίως της χλωρίδας στην Πελοπόννησο θα είναι γρήγορη, σύμφωνα με τα δεδομένα από την πυρκαγιά του 2007, λόγω των υψηλών βροχοπτώσεων, των γόνιμων εδαφών, των γεωλογικών σχηματισμών και του αναγλύφου.
- Τεράστιο πρόβλημα όμως υφίσταται στην Εύβοια, όπου 400.000 στρέμματα εκτιμάται ότι ποτέ δεν θα επανέλθουν στην προτέρα κατάσταση, καθώς παράγοντες όπως η σφοδρότητα της καύσης, το έντονο ανάγλυφο, οι γεωλογικοί σχηματισμοί και η ταχεία διάβρωση δεν θα επιτρέψουν σε καμία περίπτωση την επάνοδο. Η συγκεκριμένη περιοχή οδεύει ταχύτατα προς ερημοποίηση. Αντίθετα, η περιβάλλουσα ζώνη διήθησης της πυρκαγιάς, έκτασης περίπου 200.000 στρεμμάτων, μπορεί να ανακάμψει μετά από στοχευμένες παρεμβάσεις μικρής κλίμακας.
- Στην Αττική το οικοσύστημα δέχεται διαρκείς πιέσεις, οι οποίες αυξάνουν το βαθμό δυσκολίας ανάκαμψής του.