Καθησυχαστική εμφανίστηκε η Ελληνική Δερματολογική και Αφροδισιολογική Εταιρία, όσον αφορά τα κρούσματα της ευλογιάς των πιθήκων που έχουν εμφανιστεί στη χώρα μας αλλά και την επικινδυνότητά της.
Δώδεκα περιστατικά ευλογιάς των πιθήκων έχουν αναγνωριστεί επίσημα στη χώρα μας, αναφέρει η Ελληνική Δερματολογική και Αφροδισιολογική Εταιρεία (ΕΔΑΕ) και καθησυχάζει τους πολίτες σχετικά με την ασθένεια και τη θεραπεία της.
Το πρώτο κρούσμα αναγνωρίστηκε στις 8 Ιουνίου 2022, σε ασθενή με πρόσφατο ταξίδι στο εξωτερικό. Η επιδημία της ευλογιάς των πιθήκων στους ανθρώπους ξεκίνησε στο Ηνωμένο Βασίλειο στους 7 Μαΐου 2022 και μέχρι 29 Ιουνίου 2022 περισσότερα από 5.000 περιστατικά έχουν καταγραφεί παγκοσμίως, σύμφωνα με την ΕΔΑΕ.
Η νόσος προσβάλλει σπάνια τους ανθρώπους
Η ευλογιά των πιθήκων είναι σπάνια ιογενής λοίμωξη, η οποία μεταδίδεται κυρίως από άγρια ζώα που απαντώνται σε περιοχές της Δυτικής και Κεντρικής Αφρικής. Είναι γνωστή από το 1958 και το πρώτο περιστατικό σε άνθρωπο επιγράφτηκε το 1970, στη Δημοκρατία του Κογκό. Η νόσος προσβάλλει σπάνια τους ανθρώπους και κλινικά μοιάζει με ανθρώπινη ευλογιά, νόσημα που έχει εξαλειφθεί μετά τον εμβολιασμό και το τελευταίο κρούσμα έχει καταγραφεί στη Σομαλία το 1976.
Η μετάδοση από άνθρωπο σε άνθρωπο γίνεται μέσω της επαφής με δερματικές βλάβες και σωματικά υγρά του πάσχοντος ή/και μολυσμένα αντικείμενα, καθώς και μέσω αναπνευστικών σταγονιδίων κατόπιν παρατεταμένης στενής επαφής σε μικρή απόσταση.
Ο πρόεδρος της ΕΔΑΕ Γ. Μπάρκης, Δερματολόγος- Αφροδισιολόγος, Διδάκτωρ, Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ, ανέφερε σχετικά ότι «Τα συμπτώματα εμφανίζονται 5-21 ημέρες μετά την επαφή με το κρούσμα και περιλαμβάνουν πυρετό, κακουχία, μυαλγίες, οσφυαλγία, κεφαλαλγία, λεμφαδενοπάθεια και κόπωση. Το χαρακτηριστικό εξάνθημα εμφανίζεται 1 με 5 ημέρες μετά την έναρξη των συμπτωμάτων, έχει κεφαλουραία κατανομή, μοιάζει με το εξάνθημα της ανεμευλογιάς με τη διαφορά ότι δεν προκαλεί κνησμό και όλες οι βλάβες είναι στο ίδιο στάδιο εξέλιξης (κηλίδες ή φυσαλίδες ή βλατίδες ή φλύκταινες).
«Παρότι δεν υπάρχει ειδική θεραπεία, οι περισσότεροι ασθενείς αναρρώνουν πλήρως σε λίγες εβδομάδες. Στις ομάδες υψηλού κίνδυνου (π.χ. ανοσοκατασταλμένοι) μπορεί κάποιες φορές να οδηγήσει σε πιο σοβαρή νόσηση, οπότε μπορεί να χρειαστεί εισαγωγή σε νοσοκομείο και αντιϊκή θεραπεία» τόνισε ο κ. Μπάρκης.