Mε οξεία ηπατίτιδα νοσούν επισήμως τα τρία παιδιά από την Αττική που κρίθηκαν αρχικώς ως «πιθανά κρούσματα», σύμφωνα με τον ορισμό του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας.
Μάλιστα, σήμερα ο Εθνικός Οργανισμός Δημοσίας Υγείας (ΕΟΔΥ) δήλωσε τα τρια περιστατικά στο Ευρωπαϊκό Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νόσων (ECDC).
Η ανακοίνωση του ΕΟΔΥ για τα τρία κρούσματα ηπατίτιδας στην Ελλάδα
Στη χώρα μας, μετά από ενεργή αναζήτηση των κρουσμάτων, εντοπίστηκαν τρία περιστατικά παιδιών με οξεία ηπατίτιδα που πληρούν τα κριτήρια του «πιθανού κρούσματος», σύμφωνα με τον ορισμό του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας. Τα δύο εξ αυτών, ηλικίας 14 μηνών και 10 ετών, παρουσίασαν συμπτώματα από το γαστρεντερικό σύστημα (κοιλιακό άλγος και εμέτους) και πυρετό και από τον εργαστηριακό έλεγχο διαπιστώθηκε αύξηση των ηπατικών ενζύμων (τρανσαμινάσες >500 IU/ml).
Το άλλο παιδί ηλικίας 18 μηνών ήταν ασυμπτωματικό και οι τρανσαμινάσες του βρέθηκαν αυξημένες>500 IU/ml σε προληπτικό εργαστηριακό έλεγχο. Ο έλεγχος για ιογενείς ηπατίτιδες Α-Ε ήταν αρνητικός σε όλα τα παιδιά Από τον υπόλοιπο εργαστηριακό έλεγχο σε κανένα παιδί δεν ανιχνεύτηκε ιός EBV, CMV, αδενοϊός ή SARS-CoV-2. Το ένα δεν νοσηλεύτηκε και τα δύο χρειάστηκαν ολιγοήμερη νοσηλεία. Τα παιδιά δεν παρουσίασαν καμία επιπλοκή, δεν έλαβαν ειδική αγωγή και είναι σε άριστη γενική κατάσταση.
Οι κλινικοί γιατροί είναι σε εγρήγορση για αυτήν την αναδυόμενη κατάσταση, έχουν ενημερωθεί και επαγρυπνούν για την έγκαιρη ανίχνευση παιδιών ηλικίας έως 16 ετών, που παρουσιάζουν σημεία και συμπτώματα ηπατίτιδας, χωρίς σαφή αιτιολογία και σε τέτοια περίπτωση συμπληρώνουν και αποστέλλουν στον ΕΟΔΥ δελτίο δήλωσης κρούσματος.
Ο ΕΟΔΥ παρακολουθεί στενά την εξέλιξη της κατάστασης, βρίσκεται σε συστηματική επικοινωνία με τους ευρωπαϊκούς φορείς Δημόσιας Υγείας, το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων (ECDC) και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (WHO) και έχει ήδη ενημερώσει σχετικά, όλες τις Υγειονομικές Περιφέρειες της χώρας, τον Πανελλήνιο Ιατρικό Σύλλογο, καθώς και τις Επιστημονικές Εταιρείες, τα μέλη των οποίων ενδέχεται να αντιμετωπίσουν παρόμοια περιστατικά. Επίσης, έχουν σταλεί οδηγίες για τη συλλογή και αποστολή δειγμάτων στο Κεντρικό Εργαστήριο Δημόσιας Υγείας, ώστε να γίνεται άμεσα ο απαιτούμενος έλεγχος για τον εντοπισμό της αιτίας της επιδημικής έξαρσης.
Επιδημιολογία οξείας ηπατίτιδας ανά την υφήλιο
Στις αρχές Απριλίου, παρατηρήθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο, ένας ασυνήθιστα υψηλός αριθμός περιπτώσεων οξείας ηπατίτιδας, σε παιδιά. Σε κανένα περιστατικό δεν τεκμηριώθηκε λοίμωξη από ιούς ηπατίτιδας (Α έως Ε) και δεν διαπιστώθηκε συσχέτιση με ταξίδια ή έκθεση σε τοξικούς ή περιβαλλοντικούς παράγοντες.
Το κλινικό σύνδρομο εμφανίζεται σε παιδιά ηλικίας έως 16 ετών, με τις περισσότερες περιπτώσεις να είναι ηλικίας 2 έως 5 ετών, και περιλαμβάνει σοβαρή οξεία ηπατίτιδα με αξιοσημείωτα αυξημένες τρανσαμινάσες, συχνά με ίκτερο και συμπτώματα από το γαστρεντερικό σύστημα (εμέτους ως προεξάρχον σύμπτωμα), που προηγούνται του ικτέρου.
Μετά την ανακοίνωση των περιστατικών από τη Μεγάλη Βρετανία, έχουν αναφερθεί ανάλογα περιστατικά σε 16 ευρωπαϊκές χώρες όπως και σε ΗΠΑ, Καναδά, Ιαπωνία, Ισραήλ, Σιγκαπούρη. Ο συνολικός αριθμός περιστατικών παγκοσμίως είναι εξαιρετικά μικρός. Μέχρι σήμερα έχουν καταγραφεί περίπου 300 περιστατικά, εκ των οποίων τα 163 έχουν δηλωθεί από το Ηνωμένο Βασίλειο. Αν και προστίθενται χώρες με ύποπτα κρούσματα, δεν φαίνεται να αυξάνεται ο αριθμός των περιστατικών ανά χώρα, γεγονός που υποδηλώνει ότι η διασπορά είναι περιορισμένη.
Τα περισσότερα από τα παιδιά χρειάστηκαν νοσηλεία, ορισμένα χρειάστηκαν μεταφορά σε εξειδικευμένες παιδιατρικές ηπατολογικές μονάδες και ένα μικρό ποσοστό υποβλήθηκαν σε μεταμόσχευση ήπατος.
Από τον εργαστηριακό έλεγχο που έχει έως τώρα πραγματοποιηθεί, έχουν αποκλειστεί οι ιοί ηπατίτιδας (Α έως Ε), ενώ σε αρκετές περιπτώσεις έχει εντοπιστεί αδενοϊός και/ή ιός SARS-CoV-2, χωρίς όμως να μπορεί να αποσαφηνιστεί μέχρι στιγμής ο τυχόν ρόλος των ιών αυτών στην παθογένεια της ηπατίτιδας που εμφανίζουν τα καταγεγραμμένα περιστατικά. Συνεπώς, η υποκείμενη αιτία αυτής της αύξησης, από τις αρχές του 2022, παραμένει επί του παρόντος, άγνωστη. Σε εξέλιξη βρίσκεται περαιτέρω εργαστηριακή διερεύνηση των περιστατικών που εντοπίστηκαν, για πρόσθετες λοιμώξεις, χημικούς παράγοντες και τοξίνες.