Φρένο στις αγωγές του Δημοσίου κατά δήμων και κοινοτήτων που έλαβαν χρηματοδοτήσεις για συγκεκριμένους σκοπούς αλλά τις αξιοποίησαν σε άλλα έργα βάζει η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Το Ανώτατο Δημοσιονομικό Δικαστήριο απασχόλησε η περίπτωση δήμου που χρηματοδοτήθηκε από το Δημόσιο με το ποσό των 279.428 ευρώ για την κατασκευή νέου κτιρίου και την επισκευή ενός άλλου για τη στέγαση του Τμήματος Συνοριακής Φύλαξης και Δίωξης παράτυπων μεταναστών της Ελληνικής Αστυνομίας. Όμως, τα χρήματα κατευθύνθηκαν σε άλλους σκοπούς, και έτσι το Δημόσιο στράφηκε δικαστικά κατά του δήμου, επικαλούμενο αστική ευθύνη, ζητώντας να επιστραφούν τα χρήματα για την αποκατάσταση ισόποσης ζημίας την οποία υπέστη από παράνομες πράξεις και παραλείψεις των οργάνων του δήμου.
Παρότι τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου έκανε δεκτή την αγωγή του Δημοσίου, ο δήμος άσκησε αναίρεση, η οποία έγινε δεκτή από την Ολομέλεια.
Σύμφωνα με την απόφαση της Ολομέλειας, το συνταγματικό και νομικό πλαίσιο, αφενός δεν παρέχει τη δυνατότητα στο Δημόσιο να στραφεί κατά δήμου και αφετέρου στις περιπτώσεις αυτές το Ελεγκτικό Συνέδριο, με τον καθιερωμένο έλεγχο που πραγματοποιεί, εκδίδει σε βάρος του δήμου καταλογιστικές πράξεις ανάλογου ύψους με το ποσό της χρηματοδότησης που διατέθηκε για άλλους σκοπούς και όχι γι' αυτούς που δόθηκε.
Η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατέληξε ότι απαραδέκτως ασκήθηκε η επίδικη αγωγή του Δημοσίου.
Αναλυτικότερα, με την υπ΄ αριθμ. 201/2021 απόφαση η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δημοσιονομικού Δικαστηρίου έκρινε ότι «αν και, πράγματι, το γράμμα της διάταξης του άρθρου 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα δεν αποκλείει τη δυνατότητα του Δημοσίου να στραφεί κατά Δήμου για παράνομες ενέργειες αυτού που ζημίωσαν το Δημόσιο, εν τούτοις δεν επιτρέπει να αποδοθεί ότι με τα άρθρα 105 και 106 του ΕισΝΑΚ ρυθμίζονται και οι σχέσεις αποζημιωτικής ευθύνης μεταξύ φορέων δημόσιας εξουσίας. Περαιτέρω, η ανάλογη εφαρμογή της διάταξης αυτής και στις σχέσεις μεταξύ φορέων δημόσιας εξουσίας δεν είναι επιτρεπτή δεδομένου ότι, κατά πάγια παράδοση του ελληνικού συνταγματικού και διοικητικού δικαίου, οι σχέσεις δημοσίου δικαίου υπάγονται σε ιδιαίτερο καθεστώς διεπόμενο από ειδικότερες γενικές αρχές και νομοθεσία, τέτοια δε σχέση εμφανίζεται ιδιαζόντως και στην κρινόμενη περίπτωση όπου ένας φορέας δημόσιας εξουσίας, το Δημόσιο, στρέφεται κατ’ άλλου, του δήμου, επικαλούμενος παραβίαση από τον εν λόγω δήμο, δημοσίου δικαίου υποχρέωσης αυτού».
Συνεπώς, καταλήγει η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου, «δεν υφίσταται ταυτότητα του νομικού λόγου, που, κατά γενική ερμηνευτική αρχή, θα επέτρεπε την αναλογική εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων», αλλά παράλληλα, «δεν είναι επιτρεπτή και για τον πρόσθετο λόγο ότι η τακτοποίηση δημόσιου λογαριασμού στον οποίο εντοπίσθηκε έλλειμμα ρυθμίζεται κατά πάγια νομοθετική πρακτική μέσω της έκδοσης ευθέως και μονομερώς καταλογιστικής απόφασης (σ.σ.: από το Ελεγκτικό Συνέδριο) εις βάρος του υπεύθυνου υπολόγου».