Ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας γεννήθηκε στον Βόλο και η καρδιά του τον πρόδωσε 63 χρόνια μετά, εκεί, σε ένα χωριό έξω από την πόλη του. Ο τραγουδιστής και κυρίως τραγουδοποιός, που εξέφρασε με λυρικό θυμό και ετοιμοπόλεμη τρυφερότητα όσα ζήσαμε, έφυγε ξημερώματα Δευτέρας. Και η Ελλάδα πάγωσε.
Επτά παρά το πρωί οι γιατροί επιβεβαίωσαν ότι ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας είναι νεκρός. Η καρδιά του τον πρόδωσε. Μέχρι να φτάσει στο νοσοκομείο από το εξοχικό του στον Πτελεό, ήδη η ιατρική ομάδα είχε μπει σε επιφυλακή. Όμως ήταν αργά. Δεν πέρασε ούτε μια ώρα από τη διαπίστωση του θανάτου και η είδηση είχε ταξιδέψει αστραπιαία σε όλη τη χώρα. Από τις λίγες φορές που ένας θάνατος προκαλεί τόσο μεγάλο σοκ. Ακαριαία παγωμάρα σε έναν λαό, που έμαθε να τραγουδά Λαυρέντη Μαχαιρίτσα σε κάθε συνθήκη της ζωής του. Και χωρίς ποτέ να αντιμετωπίσει τον Λαυρέντη ως σταρ. Ηταν -είναι- πάντα ένας από εμάς. Ο φίλος που θα μπορούσε να είσαι εσύ.
«Διδυμότειχο Μπλουζ»: Το τραγούδι-κραυγή του Μαχαιρίτσα
Ενας χείμαρρος ήταν ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας. Με το τσιγάρο κρεμασμένο στο χέρι, με εφημερίδες πάντα διπλωμένες κάτω από το χέρι, να διαβάζει και να σχολιάζει δυνατά τις ειδήσεις. Με πάθος, σπρώχνοντας τα γυαλιά του ψηλά στη μύτη. Μπορεί αυτή η σπάνια φωνή με το γρέζι, τη βραχνάδα που παρέμενε διάφανη να μην ανέβαζε τόνους και κλίμακες, όμως το πάθος της μαζί με τις κινήσεις των χεριών ήταν εμφατικά. Ο Μαχαιρίτσας ήταν ένας άνθρωπος που φλεγόταν: φλεγόταν για τη μουσική του, για τους ανθρώπους, για τις σχέσεις, την πολιτική, την οικογένειά του, τη Νίκη Βόλου… Και εξέφραζε αυτή την εσωτερική πυρκαγιά τόσο σε παρέες και συνεντεύξεις, όσο βεβαίως και στις χιλιάδες δημιουργίες του. Τα τραγούδια του που έγιναν κώδικες, έγιναν απαντήσεις, έγιναν το ξέσπασμα.
Δεν έχει νόημα να απαριθμήσει κανείς εδώ όλη τη δισκογραφία του, τις δημιουργίες του. Ποιος μπορεί όμως να ξεχάσει την εποχή που βγήκε το «Διδυμότειχο Μπλουζ». Ένα τραγούδι-μαρτυρία, ένα τραγούδι-κραυγή, ένα τραγούδι-scoop που έκανε γνωστό το κοινό μυστικό: τις συνθήκες, τον υπαρξιακό εκμηδενισμό στη σκοπιά, στον στρατό. Συγκλονισμένη η χώρα να τραγουδά και ο Νταλάρας να ερμηνεύει με δέος αυτό το τραγούδι που αρχικά ο Μαχαιρίτσας το είχε γράψει για τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Ο Μάτσας όμως επέμενε να το πάρει ο Νταλάρας, γιατί η ροκ οργή βάθυνε, έγινε ακόμα πιο σπαρακτική με τη φωνή του Νταλάρα.
Δημήτρης Μητροπάνος, ο κολλητός φίλος του Μαχαιρίτσα
Εκείνες τις μέρες είχε κανονίσει ο Μαχαιρίτσας κάποιες εμφανίσεις σε μια μικρή σκηνή με τον Διονύση Τσακνή. Δεν ήταν πρώτο όνομα, ήταν αναγνωρίσιμος, είχε σχεδόν μόλις διαλύσει το συγκρότημά του, τους Τερμίτες, γιατί δεν μπορούσαν οικονομικά να ορθοποδήσουν. Βγαίνει το «Διδυμότειχο Μπλουζ», όλη η Ελλάδα ταυτίζεται, και στη μουσική σκηνή γίνονται αδιανόητες ουρές από κοινό που πήγαιναν για να ακούσουν τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα να τραγουδά τον ύμνο, τον ξεγυμνωτικό νέο ύμνο του έθνους.
Ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας είχε ένα ατόφιο μέταλλο αυθεντικότητας που δεν τον οδήγησε ποτέ σε έναν ένδοξο ναρκισσισμό. Δεν το ένιωσε να περνά από πάνω του, δεν πόζαρε ποτέ. Θεωρούσε κολλητό του φίλο τον Δημήτρη Μητροπάνο, κάτι παραπάνω. Ηταν ένας μικρός θεός για αυτόν. Αλλωστε ο Μαχαιρίτσας ήταν μια συμπαγής ροκ μορφή στο ελληνικό τραγούδι. Και ένωσε το ροκ με το ζεϊμπέκικο, με έναν τρόπο απολύτως φυσικό.
Η μουσική ήταν το μόνο πεδίο που τον ενδιέφερε. Ηταν το πάθος. 10 ετών, πηγαίνει στην Ε' Δημοτικού, Χριστούγεννα, τραγουδάει τα κάλαντα από το πρωί με έναν στόχο: να συγκεντρώσει χρήματα για να αγοράσει το πρώτο του LP. To Ηelp τον Βeatles. Και από αυτή την πρώτη αγορά, ως το τελευταίο κρίκο της δισκογραφίας του, μπορεί κανείς να δει πως αυτό το πρώτο άκουσμα τον διαπέρασε. Η εξωστρέφεια του συναισθήματος, της ανάγκης, η ένταση της προσωπικής στιγμής που είναι όμως και κοινωνική. Η διάθεση να μην υποκριθεί, να σταθεί γυμνός μπροστά στο κοινό.
Ο ροκ Μαχαιρίτσας με τον βυζαντινό ήχο και το ζεϊμπέκικο στα πόδια
Ο Πάνος Τζαβέλλας, με τον οποίο συνεργάστηκε τραγουδώντας αντάρτικα μαζί του στη δύση της καριέρας του, τον φώναζε «Ντύλαν», επειδή ο Μαχαιρίτσας ήταν κολλημένος με τον Μπομπ Ντύλαν. Ηταν μια από τις πιο αυθεντικά ροκ ιδιοσυγκρασίες της Ελλάδας, μαζί με τον Παύλο Σιδηρόπουλο, αλλά και τον Βλάση Μπονάτσο - ο καθένας με τον δικό του κώδικα. Αναμφισβήτητα ροκ, όμως. Με τον Μαχαιρίτσα να μεταγγίζει στο δικό του ροκ τους βυζαντινούς ήχους που από παιδί έμαθε, την ρεμπέτικη κληρονομιά του, την ρώμη του ζεϊμπέκικου. Το ροκ και η ανεπιτήδευτη λαϊκή ορμή.
Την Παρασκευή που μας πέρασε, μέχρι τα ξημερώματα του Σαββάτου, τραγουδούσε σε μεγάλη συναυλία στην πόλη του, τον Βόλο, πλάι στον φίλο του, συνοδοιπόρο στα δύσκολα, Νίκο Πορτοκάλογλου. Τον κοιτούσε στα μάτια και τραγουδούσε «κλείνω κι έρχομαι, έρχομαι, φτάνω». Το κοινό του δύσκολα θα διαχειριστεί αυτό το σοκ.
Ο κρυπτικός Λαυρέντης Μαχαιρίτσας
Οσο χειμαρρώδης ήταν στην δισκογραφία και στη σκηνή, τόσο φειδωλός ήταν σε ό,τι είχε σχέση με την προσωπική του ζωή. Όταν παντρεύτηκε τη γυναίκα του το 1992 , μια εποχή που ήταν στην κορυφή της δημοσιότητας, κανένας δημοσιογράφος δεν το έμαθε. Για χάρη της γυναίκας του έκοψε τις ναρκωτικές ουσίες μέσα σε ένα πρωινό. Την ερωτεύθηκε κεραυνοβόλα και ήξερε ότι μόνο έτσι θα μπορούσε να είναι μαζί της. Η κόρη τους έγινε η ζωή του ολόκληρη. Και ήταν αυτή που τον βρήκε ξημερώματα Δευτέρας και ειδοποίησε τις Πρώτες Βοήθειες.
Το πρόβλημα που είχε με την καρδιά δεν ήταν πρόσφατο. Και ήταν το μόνο προσωπικό ζήτημα για το οποίο είχε μιλήσει ανοιχτά. Κυρίως για την κατάθλιψη που ακολούθησε, τη μανιοκατάθλιψη στην περίπτωσή του, τη διαρκή υπαρξιακή αγωνία, τον φόβο για τον θάνατο. Την έννοια της ακύρωσης που έβλεπε να απλώνεται γύρω του, στον κόσμο, όχι μόνο λόγω προβλημάτων υγείας, αλλά και εξαιτίας της κρίσης στην οικονομία, την κοινωνία, τις σχέσεις. Όλα αυτά που ως σύγχρονος ραψωδός κατέγραψε σε ποίηση και μουσική και έφτιαξε τη δική μας εποποιία.