Με την κατάθεση της πρώην εισαγγελέως Εφετών Γεωργίας Τσατάνη συνεχίστηκε η ακροαματική διαδικασία στο Ειδικό Δικαστήριο με κατηγορούμενους τον πρώην αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης Δημήτρη Παπαγγελόπουλο και την πρώην εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς Ελένη Τουλουπάκη.
Η Γ. Τσατάνη, η οποία είχε ζητήσει να παρίσταται ως πολιτικώς ενάγουσα στην υπόθεση, επικαλούμενη ηθική βλάβη, αλλά το αίτημά της απορρίφθηκε από το δικαστήριο, μίλησε για «άγρια καταδίωξη» και «πόλεμο» που δέχθηκε από τον Δ. Παπαγγελόπουλο εξαιτίας των χειρισμών της στην προκαταρκτική έρευνα για τον επιχειρηματία Ανδρέα Βγενόπουλο.
Ξεκινώντας την κατάθεσή της, η κ. Τσατάνη απευθύνθηκε στον κ. Παπαγγελόπουλο, ρωτώντας τον: «Μου προσάπτει ο κατηγορούμενος ότι επιστρατεύτηκα από πολιτικούς απατεώνες για να ξεπλύνω εκατομμύρια και ότι υπήρξα επιλήσμων και αχάριστη. Ποιοι είναι αυτοί οι πολιτικοί απατεώνες και πού υπήρξα επιλήσμων;». «Έχω υποστεί άγρια καταδίωξη και πόλεμο υπηρεσιακό και επιπλέον δημόσια διαπόμπευση κατά παραβίαση του δικαστικού και υπηρεσιακού απορρήτου» ανέφερε, τονίζοντας όμως ότι δεν σχετίζει τον πρώην υπουργό με τη βομβιστική επίθεση στο σπίτι της. «Η υπόθεση αυτή είναι στην ανάκριση», επισήμανε η κυρία Τσατάνη.
Τι είπε για την έρευνα για τον Βγενόπουλο
Η πρώην εισαγγελέας Εφετών αναφέρθηκε στο χρονικό της έρευνας για τον επιχειρηματία Βγενόπουλο. Όπως είπε, η προκαταρκτική εξέταση της ανατέθηκε με παραγγελία της τότε εισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτ. Κουτζαμάνη τον Δεκέμβριο του 2014 και σχεδόν δεκατρείς μήνες μετά, τον Φεβρουάριο του 2016, παρέδωσε τη διάταξή της, με την οποία έθεσε προσωρινά τη δικογραφία στο αρχείο.
Όπως είπε, ο ασκός του Αιόλου σε βάρος της από τον Δημήτρη Παπαγγελόπουλο άνοιξε τον Ιούλιο του 2015, έπειτα από σύσκεψη στο υπουργείο Δικαιοσύνης, όπου χωρίς να τον γνωρίζει ήρθε σε αντιπαράθεση μαζί του.
«Τον Ιούλιο του 2015 στο υπουργείο Δικαιοσύνης υπήρξε μια συνάντηση με εισαγγελείς από την Κύπρο και άλλους της Eurojust. Δεν είχα καμία γνωριμία με τον κ. κατηγορούμενο, ούτε το όνομά του δεν ήξερα. Η μοναδική φορά που τον είχα δει ήταν στην κηδεία του αείμνηστου συναδέλφου Μπάγια.
Ενώ είχαμε ξεκινήσει τις εργασίες για τη συντονιστική συνάντηση, ξαφνικά εισέρχεται ο κ. κατηγορούμενος και στάθηκε στην κεφαλή του τραπεζιού. Ζήτησα το λόγο, γιατί να παρευρεθεί σε αυτή τη συνάντηση. Εκ παραδρομής τον πέρασα για γραμματέα και τον προσφώνησα έτσι. Είπε ότι θα έπρεπε να ενημερώσει τις αρμόδιες δικαστικές αρχές της Κύπρου και τον υπουργό της Κύπρου.
Του είπα ότι δεν μπορεί να παρίσταται, γιατί ήταν θέματα προκαταρκτικής εξέτασης. Έγινε μια αντιπαράθεση και του ζήτησα να εξέλθει από την αίθουσα. Από τότε ακολούθησαν πολλά καταιγιστικά σε βάρος μου. Ενδεχομένως από αυτή τη συνάντηση και μετά άνοιξε ο ασκός του Αιόλου σε βάρος μου», κατέθεσε η μάρτυρας.
Στη συνέχεια, η κα Τσατάνη υποστήριξε ότι υπήρξε «καταιγιστική στοχοποίηση» σε βάρος της:
«Στις 17 Σεπτεμβρίου του 2015 υπήρξε δημοσίευμα από το Documento που έγραφε για ''δικαστικό πραξικόπημα'', έγραφε και άλλα μειωτικά και από τότε άρχισε η καταιγιστική στοχοποίηση σε βάρος μου. Έχω βρεθεί σε απόκρημνη κατάσταση κα πρόεδρε…
Αυτή η διαπόμπευση συνεχίστηκε και τον Οκτώβριο. Δεν μπορούσα να διανοηθώ όλες αυτές οι ιστοσελίδες Κουτί Πανδώρας κ.λπ. με τίτλους ''το σκοτεινό πρόσωπο της διαπλοκής'', ''Τσατάνη, η εισαγγελέας που ξενύχτησε για τον Βγενόπουλο'' κ.α.».
Τσατάνη: «Ζητούσε να μου ασκήσουν δίωξη λόγω Αγγέλου»
Στη συνέχεια της κατάθεσής της, η μάρτυρας αναφέρθηκε και σε ένα δεύτερο περιστατικό με τον Δ. Παπαγγελόπουλο:
«Στις 4 Νοεμβρίου, ο κατηγορούμενος κάνει δηλώσεις έξω από τον Άρειο Πάγο ότι η κυβέρνηση δεν θα δεχθεί άλλα πραξικοπήματα. Από την κα Κουτζαμάνη έμαθα ότι της ζητούσε να μου ασκήσει πειθαρχική δίωξη επειδή είχα βάλει μεγάλη εγγύηση στον Αγγέλου.
Πίστεψα ότι ο κ. Παπαγγελόπουλος είχε κάποια παραπληροφόρηση και παραμέρισα την αντιπαράθεση που είχαμε και του τηλεφώνησα και του ζήτησα να συναντηθούμε.
Με το υπηρεσιακό μου αυτοκίνητο έφυγα από το υπηρεσιακό μου γραφείο και πήγα στο δικό του. Ευθαρσώς τόλμησα και πήγα στο γραφείο του. Αρχικά μιλήσαμε λίγα λεπτά για την υπόθεση Αγγέλου, μου έλεγε ότι του φέρθηκα σκληρά. Μετά του είπα ότι χειρίζομαι νομίμως τη δικογραφία Βγενόπουλου και ότι θα συνενώσω τις δικογραφίες. Μου είπε, ''έλα τώρα, μεταξύ μας, αφαίρεσες τη δικογραφία για να ευνοήσεις τον Βγενόπουλο''. Εγώ του είπα ότι χειρίζομαι τη δικογραφία με νόμιμο τρόπο και έφυγα».
Η Γ. Τσατάνη μίλησε εκτενώς για ένα τηλεφώνημα που είχε λίγες ημέρες μετά τη συνάντηση με τον κ. Παπαγγελόπουλο, όπου, όπως υποστηρίζει, επιχείρησε για δεύτερη φορά να παρέμβει στο έργο της:
«Την επόμενη Κυριακή δέχομαι δύο κλήσεις. Του είπα ότι είμαι έξω από το σπίτι μου και ότι θα τον καλέσω εγώ. Τον κάλεσα και στη συνομιλία μας ήταν επιθετικός. Μου είπε ότι πρέπει να επιστρέψω τη δικογραφία για να κάνω Χριστούγεννα με την οικογένειά μου και ότι θα ξεσπάσει άγριος πόλεμος σε βάρος μου. Αυτή ήταν η δεύτερη παρέμβαση».
Παπαγγελόπουλος: «Ο Αθανασίου έχει διαπράξει ψευδορκία»
Νωρίτερα, ο πρώην αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης ζήτησε το λόγο για να σχολιάσει την κατάθεση του πρώην οικονομικού εισαγγελέα Παναγιώτη Αθανασίου.
«Υπάρχουν δύο ενδεχόμενα: ή ο Αθανασίου να ψεύδεται και εγώ να λέω την αλήθεια ή εγώ να ψεύδομαι και εκείνος να λέει την αλήθεια. Σε κάθε περίπτωση έχει διαρπάξει ποινικά αδικήματα. Αν ψεύδεται έχει διαπράξει ψευδορκία μάρτυρα κατ' εξακολούθηση. Αν όσα είπε είναι αληθή, έχει διαπράξει το έγκλημα της κατάχρησης εξουσίας ή έστω της παράβασης καθήκοντος. Έπρεπε πάραυτα να σχηματιστεί δικογραφία σε βάρος του ή το λιγότερο να αναφερθεί αρμοδίως. Εάν ο Αθανασίου ψεύδεται είναι εύκολα αντιληπτό το ηθικό θέμα, πρόδωσε φιλία, θέλησε να απομειώσει τα χρόνια της φιλίας μας για να μειώσει το ηθικό έλλειμμα των πράξεών του. Επέδειξε πρωτοφανή αχαριστία σε βάρος μου.
Αν λέει αλήθεια, ότι ανέχθηκε την απαράδεκτη συμπεριφορά μου ως υπουργού, γιατί, όπως είπε, χωρίς να ντρέπεται, ήθελε να κάνει τις δουλειές του, γιατί ήθελε να ανανεώσω τη θητεία του, αποδεικνύεται αμοραλιστής και καιροσκόπος από τα ίδια του τα λόγια. Βρέθηκαν τρεις επίορκοι να τα φορτώσουν σε εμένα και να καταθέσουν εναντίον μου», ανέφερε ο κ. Παπαγγελόπουλος.