Απερρίφθησαν από την ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας οι αιτήσεις ακύρωσης που είχε καταθέσει η πρώην πρόεδρος της Επιτροπής Ανταγωνισμού Βασιλική Θάνου-Χριστοφίλου και τα πρώην μέλη του ΔΣ της επιτροπής κατά των αποφάσεων του υπουργείου Ανάπτυξης.
Μεταξύ άλλων, η Β. Θάνου και οι λοιποί προσφεύγοντες ζητούσαν να ακυρωθούν τόσο οι αποφάσεις με τις οποίες απομακρύνθηκαν από τις θέσεις που κατείχαν, όσο και αυτές με τις οποίες τοποθετήθηκαν νέα πρόσωπα στις θέσεις τους.
Όλες οι αιτήσεις είχαν συζητηθεί στο ακροατήριο του ΣτΕ στις 7 Φεβρουαρίου 2020.
Η κυρία Θάνου και οι άλλοι υποστήριζαν ότι όλο το πλέγμα των αποφάσεων αντικατάστασης του Δ.Σ. της Επιτροπής Ανταγωνισμού ήταν αντισυνταγματικό, παράνομο και αντίθετο στο ενωσιακό δίκαιο, αλλά και ήταν φωτογραφικές οι πράξεις διορισμού της νέας διοίκησης της ανεξάρτητης επιτροπής.
Ακόμη, υποστήριζαν ότι οι προσβαλλόμενες υπουργικές αποφάσεις «είναι παράνομες, στερούμενες νομίμου ερείσματος, και πάσχουν από πλημμελή και μη νόμιμη αιτιολογία». Κατά συνέπεια, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις «στερούνται νομίμου ερείσματος και είναι για τον λόγο αυτό παράνομες, καθώς και πλημμελώς και μη νομίμως αιτιολογημένες».
Η πλειοψηφία της Ολομέλειας των δικαστών του ΣτΕ έκρινε ότι οι διατάξεις του άρθρου 101 του νόμου 4623/2019, με το οποίο αντικαταστάθηκε η παράγραφος 7 του άρθρου 12 του νόμου 3959/2011 και θεσπίσθηκαν ασυμβίβαστα για ορισμένες θέσεις της πυραμίδας της Επιτροπής Ανταγωνισμού είναι συνταγματική, συμβατή με την ευρωπαϊκή και την ελληνική νομοθεσία και τις ευρωπαϊκές συμβάσεις.