Κίνητρα προς τις πετρελαϊκές εταιρείες για να προχωρήσουν στις έρευνες υδρογονανθράκων στις περιοχές που είχαν παραχωρηθεί τα προηγούμενα χρόνια εξετάζει η Ελληνική Διαχειριστική Εταιρεία Υδρογονανθράκων (ΕΔΕΥ).
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ΕΔΕΥ, τα αποθέματα υδρογονανθράκων στην ελληνική επικράτεια εκτιμώνται σε ποσότητες αντίστοιχες με εκείνες του γιγαντιαίου κοιτάσματος «Ζόρ» που ανακαλύφθηκε στην Αίγυπτο το 2017, ή σε αξία τα 250 δισ. ευρώ. Ωστόσο η ύπαρξη των αποθεμάτων και η επιβεβαίωση της οικονομικότητας εκμετάλλευσης τους προϋποθέτει την υλοποίηση ερευνών και γεωτρήσεων.
Αυτά προκύπτουν από δηλώσεις του διευθύνοντος συμβούλου της ΕΔΕΥ, Αριστοφάνη Στεφάτου, ο οποίος διευκρίνισε ότι οι εκτιμήσεις προκύπτουν με βάση τα αρχικά ευρήματα των εταιρειών -παραχωρησιούχων των ελληνικών οικοπέδων και με εκτίμηση επιτυχίας 20 % στις γεωτρήσεις και τιμή του πετρελαίου στα 5-60 δολάρια το βαρέλι.
Πιέσεις για υλοποίηση γεωτρήσεων
Μιλώντας σε εκδήλωση της εταιρείας, ο κ. Στεφάτος σημείωσε ότι η ΕΔΕΥ πιέζει για την υλοποίηση των γεωτρήσεων στις περιοχές που έχουν παραχωρηθεί ενώ για τις θαλάσσιες περιοχές της Κρήτης, όπου η προθεσμία για την πραγματοποίηση των σεισμικών ερευνών λήγει το φθινόπωρο του 2022, βρίσκεται σε διάλογο με τους επενδυτές (TotalEnergies, ExxonMobil, ΕΛΠΕ) και σε αναζήτηση κινήτρων για επιτάχυνση των διαδικασιών.
Ως προς τα κίνητρα που έχουν τεθεί στο πλαίσιο του "φόρουμ" της ΕΔΕΥ με τους επενδυτές, ο κ. Στεφάτος αναφέρθηκε στις συνέργειες που μπορούν να αναπτυχθούν με δραστηριότητες όπως τα υπεράκτια αιολικά πάρκα (πχ για την πόντιση καλωδίων και αγωγών, για την κατασκευή και τη μεταφορά των εξεδρών, την ηλεκτροδότηση της άντλησης με ανανεώσιμες πηγές), η ηλεκτροπαραγωγή με φυσικό αέριο (προοπτική να τροφοδοτηθούν οι μονάδες τους σε ελεγχόμενο σταθερό κόστος από εγχώρια παραγωγή φυσικού αερίου, εφόσον υπάρξει), η αποθήκευση φυσικού αερίου ή / και διοξειδίου του άνθρακα σε εξαντλημένα κοιτάσματα, η παραγωγή υδρογόνου από αφαλάτωση και η διοχέτευσή του μέσω των αγωγών φυσικού αερίου κ.α.
Ο διευθύνων σύμβουλος της ΕΔΕΥ υπογράμμισε ότι η πολιτική απανθρακοποίησης της οικονομίας με τη στροφή στις ανανεώσιμες πηγές και η αύξηση του κόστους χρηματοδότησης του κλάδου των υδρογονανθράκων έχουν δημιουργήσει «τριγμούς και στρατηγικές αναθεωρήσεις» στις πετρελαϊκές εταιρίες.
Πρόσθεσε ωστόσο ότι η βιομηχανία του φυσικού αερίου αποτελεί σημαντική ευκαιρία για τη χώρα μας καθώς το φυσικό αέριο θα είναι αναγκαίο στο ενεργειακό μείγμα μέχρι την πλήρη επικράτηση των ανανεώσιμων πηγών και επιπλέον, οι υποδομές (αγωγοί κλπ.) θα συνεχίσουν να χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά υδρογόνου που θα αντικαταστήσει σε μεγάλο βαθμό τους υδρογονάνθρακες.
Όπως είπε ο κ. Στεφάτος, «η διεθνής ζήτηση για φυσικό αέριο αναμένεται να αυξηθεί σε ορίζοντα 20ετίας, λόγω του ρόλου του ως καύσιμου-γέφυρα προς τη μετάβαση σε ενεργειακά συστήματα βασισμένα σε ΑΠΕ. Κάτι που ισχύει ιδιαίτερα για την Ελλάδα, με δεδομένο ότι το ισχύον Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα προβλέπει αύξηση 40% στη ζήτηση για φυσικό αέριο. Είναι επομένως σαφές ότι το φυσικό αέριο καλείται να διαδραματίσει έναν κρίσιμο σταθεροποιητικό ρόλο για την επίτευξη των στόχων για τη μείωση των εκπομπών ρύπων.
Η χρήση του δεν ανταγωνίζεται τους στόχους για την διείσδυση των ΑΠΕ. Σήμερα είναι ίσως πιο σημαντικό από ποτέ να αναδειχθούν τα οφέλη που θα μπορούσαν να προκύψουν για την Ελλάδα από την «κεφαλαιοποίηση» των δυνητικών αποθεμάτων φυσικού αερίου της. Και τούτο διότι η ανάπτυξη του κλάδου έρευνας και ανάπτυξης κοιτασμάτων φυσικού αερίου της χώρας θα μπορούσε να συνεισφέρει στην πράσινη μετάβαση και την ενίσχυση της ασφάλειας εφοδιασμού, σε συνδυασμό με την αξιοποίηση σημαντικών οικονομικών και γεωστρατηγικών ευκαιριών».