Δύο νέες χημικές ουσίες που προστατεύουν από τη μόλυνση με τον ιό SARS-CoV-2 ανέπτυξε διεπιστημονική ομάδα ερευνητών από το Εθνικό Κέντρο Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης (ΕΚΕΤΑ), το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών (ΕΙΕ), το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης (ΔΠΘ) και το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ).
Οι συγκεκριμένες ουσίες θα αξιοποιηθούν για την ανάπτυξη νέων φαρμάκων εναντίον του ιού SARS-CoV-2 ή άλλων παρόμοιων ιών που χρησιμοποιούν τον υποδοχέα ACE2 για να εισέλθουν στον ανθρώπινο οργανισμό. Για την προστασία των ερευνητικών αποτελεσμάτων έχει κατατεθεί αίτηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας.
Η νόσος COVID-19 οφείλεται στον κορωνοϊό SARS-CoV-2, που μπορεί να προκαλέσει βαρύ οξύ αναπνευστικό σύνδρομο. Ο ιός εισέρχεται στον οργανισμό μέσω της πρωτεΐνης ακίδας S, η οποία αλληλεπιδρά με τον υποδοχέα ACE2 στην επιφάνεια των ανθρώπινων κυττάρων.
Πώς θα μπορούσε να αποτραπεί η μόλυνση από κορωνοϊό
Με το σκεπτικό ότι η φαρμακολογική στόχευση αυτής της αλληλεπίδρασης θα μπορούσε να αποτρέψει τη μόλυνση ή την εξάπλωση του ιού στο εσωτερικό του οργανισμού, οι ερευνητές πραγματοποίησαν εικονική σάρωση μιας βιβλιοθήκης 500.000 χημικών ουσιών για την ανεύρεση πιθανών αναστολέων της αλληλεπίδρασης μεταξύ της πρωτεΐνης ακίδας S του κορωνοϊού και του ανθρώπινου υποδοχέα ACE2. Τα μόρια που προέκυψαν ομαδοποιήθηκαν και ταξινομήθηκαν με βάση της δομή τους και τη δυνατότητα πρόσδεσης στην ακίδα S, ενώ βελτιστοποιήθηκαν περαιτέρω με μεθόδους φαρμακευτικής χημείας. Στη συνέχεια, η ανασταλτική δράση των πιθανών αναστολέων μελετήθηκε σε κυτταρικές βιοδοκιμασίες που προσομοιάζουν την αλληλεπίδραση ακίδας S-ACE2, καθώς και σε πειράματα μόλυνσης με τον πραγματικό κορωνοϊό. Διαπιστώθηκε ότι δύο ενώσεις είχαν προστατευτική δράση έναντι του ιού SARS-CoV-2, παρεμποδίζοντας τη σύνδεση της ιικής πρωτεΐνης S στον ανθρώπινο υποδοχέα ACE2. Οι νέες χημικές ουσίες βρέθηκαν ειδικές για τον κορωνοϊό, και -το σημαντικότερο- η ανασταλτική δράση τους δεν φάνηκε να επηρεάζεται από μεταλλάξεις στην ακίδα S, οι οποίες εντοπίζονται σε παραλλαγές του ιού.
Η διεπιστημονική ομάδα συγκροτήθηκε από τους ερευνητές Σπύρο Πετράκη, Πέτρο Δάρα και Κώστα Σταματόπουλο (ΕΚΕΤΑ), Θεοδώρα Καλογεροπούλου, Μαρία Κουφάκη και Δημήτριο Παπαχατζή (ΕΙΕ), Ιωάννη Καρακασιλιώτη (ΔΠΘ), Βασίλειο Γοργούλη (ΕΚΠΑ) και τους συνεργάτες τους Ιωάννη Γκέκα, Απόστολο Αξενόπουλο, Στέλιο Μυλωνά, Σωτήρη Κατσαμάκα, Μάριο Δημητρίου, Θεανώ Φωτοπούλου, Γεώργιο Μαγουλά και Alia Cristina Tenchiu.