Με τη χθεσινή δημοσίευση του Θαλάσσιου Χωροταξικού Σχεδιασμού (ΘΧΣ), η Αθήνα έκανε ουσιαστικά γνωστή τη διαπραγματευτική της βάση σε μια ενδεχόμενη συζήτηση για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών.
Η Αθήνα έστειλε παράλληλα ένα μήνυμα με πολλαπλούς αποδέκτες πως επιθυμεί να κρατήσει ζωντανό τον ελληνοτουρκικό διάλογο αλλά χωρίς εκπτώσεις.
Ειδικότερα, η Αθήνα με την δημοσίευση και του εξειδικευμένου χάρτη που παρουσίασαν τα συναρμόδια υπουργεία Εξωτερικών και Άμυνας έθεσε για πρώτη φορά επισήμως την αποτύπωση των ελληνικών θέσεων σε ό,τι αφορά την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών (Υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ) στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, όπου η Αθήνα μπορεί δυνητικά να ασκήσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα, υιοθετώντας τα απώτατα δυνητικά όρια της υφαλοκρηπίδας/ ΑΟΖ που μπορεί να διεκδικήσει με βάση το διεθνές δίκαιο.

Αξίζει ακόμη να σημειωθεί πως η διαδικασία οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών έχει διαφορετικό αντικείμενο από τον θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό, ο οποίος αφορά τη διαδικασία με την οποία οι αρμόδιες αρχές των κρατών-μελών αναλύουν και οργανώνουν τις ανθρώπινες δραστηριότητες στις ανωτέρω θαλάσσιες περιοχές για την επίτευξη των οικολογικών, οικονομικών και κοινωνικών στόχων. Συνεπώς, ο χάρτης που αποτυπώνει τον ελληνικό Θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό δεν συνιστά οριοθέτηση ΑΟΖ η οποία όπως και η υφαλοκρηπίδα μπορεί να οριοθετηθεί διμερώς με την Τουρκία ή με προσφυγή σε διαιτητικό όργανο όπως το δικαστήριο τη Χάγης.
Παράλληλα, για την ελληνική διπλωματία η δημοσίευση του ΘΧΣ δηλώνει προς την Αγκυρα αλλά και στο εσωτερικό ότι η ελληνική πλευρά δεν υποχωρεί από την υπεράσπιση των εθνικών συμφερόντων σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο. Ιδιαίτερα τη στιγμή που η δημοσίευση του χάρτη έρχεται στον απόηχο της αναστολής της εξόδου του ιταλικού ωκεανογραφικού που θα εκτελούσε τις εργασίες ανοιχτά της Κάσου για την ηλεκτρική διασύνδεση με την Κύπρο υπό τον φόβο της διαφαινόμενης τουρκικής αντίδρασης.
Έμπειροι αναλυτές με τους οποίους συνομίλησε το iefimerida υποστήριξαν πως κατά γενική ομολογία η επίσπευση της δημοσίευσης του πολυαναμενόμενου Θαλάσσιου Χωροταξικού Σχεδιασμού (σ.σ αναμενόταν σύμφωνα με πληροφορίες περί τα τέλη Απρίλη) συνδέεται με τις εξελίξεις στην περιοχή της Αν. Μεσογείου και το κλίμα που δημιουργήθηκε εγχώρια και λειτούργησε ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία έντασης που ανάγκασε την Αθήνα να υπαναχωρήσει μπροστά στον κίνδυνο οι δύο χώρες να βρεθούν ξανά σε τροχιά αντιπαράθεσης. Συνεπώς ο στόχος της κυβέρνησης μετά από το κλίμα ενδοτισμού που επιχειρήθηκε να καλλιεργηθεί από συγκεκριμένους κύκλους είναι διττός, καθώς επιλέγει με αυτόν τον τρόπο να στείλει ένα μήνυμα στο εσωτερικό αλλά και στην Αγκυρα, πως δεν υποχωρεί από την υπεράσπιση των ελληνικών συμφερόντων στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.
Σε ό,τι αφορά το εσωτερικό, πρόκειται αναμφίβολα για μια επικοινωνιακή ρελάνς της Αθήνας, ιδιαίτερα σε μια χρονική συγκυρία κατά την οποία η αναβολή της εξόδου του πλοίου έδωσε την εντύπωση πως η ελληνική πλευρά υπαναχωρεί απέναντι στις τουρκικές απειλές.
Ωστόσο, ο Γιώργος Γεραπετρίτης μιλώντας χθες στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων του ΣΚΑΪ υποστήριξε πως τα ζητήματα του ΘΧΣ και του καλωδίου «δεν είναι καθόλου αλληλένδετα», ενώ προσέθεσε πως «είναι προφανές ότι και σε επίπεδο κλίμακας, ο Θαλάσσιος Χωροταξικός Σχεδιασμός αποτελεί ένα εγχείρημα πολύμηνο, μία μεγάλη προσπάθεια, η οποία στην πραγματικότητα διευρύνει το διπλωματικό μας αποτύπωμα σε πολύ μεγάλο βαθμό. Το έργο της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας-Κύπρου είναι επίσης σημαντικό. Είναι ένα έργο κοινού ενδιαφέροντος. Όπως είχα την ευκαιρία να τονίσω, είναι ένα έργο, το οποίο θα συνεχιστεί στον κατάλληλο χρόνο που θα επιλεγεί, με βάση και τον προγραμματισμό της αναδόχου εταιρίας», θα καταλήξει με νόημα.
Ήπια αντίδραση προς το παρόν από την Τουρκία
Από την πλευρά της η τουρκική διπλωματία προχώρησε μάλλον σε μια ήπια, προς το παρόν, αντίδραση. Μάλιστα ηπιότερη απ’ ό,τι περίμενε η ελληνική διπλωματία. Σε αυτό το πλαίσιο, διπλωματικές πηγές δεν δίστασαν να επισημάνουν στο iefimerida πως, τηρουμένων των αναλογιών, με βάση την πίεση που ασκείται προς την Άγκυρα, όχι μόνο από το ΘΧΣ, και την πρόσφατη ιστορική εμπειρία η τουρκική αντίδραση αναμενόταν να ήταν εντονότερη. Ακόμη, δεν διστάζουν να συγκαταλέξουν στα θετικά της ανακοίνωσης την αναφορά στην ανάγκη να διατηρηθεί το καλό κλίμα στον ελληνοτουρκικό διάλογο.
Η τουρκική διπλωματία υποστηρίζει πως «πρέπει να υιοθετηθεί μια ειλικρινής και ολοκληρωμένη προσέγγιση για την επίλυση των ζητημάτων με βάση το διεθνές Δίκαιο, την ισότητα και την καλή γειτονία στο πλαίσιο της Διακήρυξης των Αθηνών για τις Φιλικές Σχέσεις και την Καλή Γειτονία», ενώ ανακοίνωσε ότι «η Τουρκική Δημοκρατία θα υποβάλει το δικό της Σxέδιο στην UNESCO και στους αρμόδιους φορείς των Ηνωμένων Εθνών».
Πάντως, το βασικό ερώτημα που παραμένει έχει να κάνει με το βαθμό και την έκταση που θα πάρει η αντίδραση της Άγκυρας στο άμεσο μέλλον, εάν δηλαδή θα εμείνει σε επίπεδο ρητορικής και ανακοινώσεων του τουρκικού ΥΠΕΞ ή η τουρκική διπλωματία θα επιχειρήσει να δοκιμάσει τις ελληνικές αντοχές και επί του πεδίου με μια ενδεχόμενη έκδοση NATVEX ενός ερευνητικού σκάφους σε μια από τις περιοχές που αποτυπώνονται στους ελληνικούς χάρτες. Το ιστορικό προηγούμενο προϊδεάζει πως όλα τα σενάρια παραμένουν ανοιχτά, βέβαια η ελληνική διπλωματία επιμένει πως ακόμη και σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία ο ελληνοτουρκικός δίαυλος θα παραμείνει ενεργός, χωρίς να αποκλείει το ενδεχόμενο ακόμη και της σύγκλησης του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας στο άμεσο μέλλον, παρότι βρίσκεται εδώ και αρκετό καιρό στον αέρα.
Ενδεικτικές και οι δηλώσεις του Γιώργου Γεραπετρίτη στην ίδια συνέντευξη όπου ισχυρίστηκε πως σε περίπτωση που οι δύο πλευρές επιθυμούν επίλυση των διαφορετικών ζητημάτων που θέτουν στην επίμαχη περιοχή το συνυποσχετικό με την Τουρκία αποτελεί μονόδρομο. Ιδιαίτερα για την επίλυση του ζητήματος των θαλάσσιων ζωνών, ο Γ. Γεραπετρίτης δήλωσε πως « αυτή τη στιγμή έχουμε δύο διαφορετικές εκδοχές, την ελληνική εκδοχή και την τουρκική εκδοχή, υπάρχει μία οδός, η οποία θα μπορούσε να το επιλύσει, εφόσον θεωρούμε ότι και οι δύο αγόμεθα κυρίως από το διεθνές δίκαιο. Και αυτός είναι ο δρόμος του συνυποσχετικού, να επιλυθεί η διαφορά αυτή για τον καθορισμό της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης. Και αυτό είναι εκείνο που πάντοτε η Ελλάδα τηρεί».