Η Ελλάδα παρέχει κρίσιμα διδάγματα συμβίωσης με έναν γειτονικό αντίπαλο καθώς η Ευρώπη ετοιμάζεται για αύξηση των αμυντικών δαπανών της έναντι της ρωσικής απειλής, σημειώνει το Bloomberg.
Όπως αναφέρει σε ανάλυσή του το πρακτορείο, λόγω της γειτνίασής της με την Τουρκία η Ελλάδα των 10 εκατ. κατοίκων διατήρησε ισχυρές ένοπλες δυνάμεις ανεξαρτήτως του τιμήματος ακόμη και στην κορύφωση της κρίσης χρέους, που γονάτισε την οικονομία της, ξεπερνώντας σταθερά τον στόχο του ΝΑΤΟ για αμυντικές δαπάνες στο 2% του ΑΕΠ και αφήνοντας πίσω της χώρες όπως η Γερμανία, η Γαλλία και η Βρετανία.

«Όταν σημαίνει συναγερμός στην αεροπορική βάση της Τανάγρας βορειοδυτικά της Αθήνας, δεν χρειάζονται πάνω από πέντε λεπτά για να σηκωθεί ένα μαχητικό αεροσκάφος Rafale και να ξεκινήσει να διασχίζει το Αιγαίο Πέλαγος προς τα σύνορα με την Τουρκία.
Η Ελλάδα έχει μια μακρά αντιπαλότητα με τον πρώην αυτοκρατορικό γείτονά της για τα κυριαρχικά δικαιώματα στα νησιωτικά ύδατα που τους χωρίζουν. Και, μολονότι είναι σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ, οι δυνάμεις τους έφτασαν κοντά σε σύγκρουση το 1996 και η ένταση κλιμακώθηκε ξανά μόλις πριν από πέντε χρόνια», σημειώνει το δημοσίευμα.
Η γεωπολιτική θέση της Ελλάδας και οι προκλήσεις για την ασφάλειά της
Σε αντίθεση με άλλες χώρες της Ευρώπης, η ιδέα του ισχυρού στρατού είναι βαθιά ριζωμένη στο μυαλό των Ελλήνων. Η Ελλάδα συγκαταλέγεται στη μειοψηφία των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης με υποχρεωτική στρατιωτική θητεία και οι δαπάνες για την εθνική ασφάλεια είναι παραδοσιακά μια πολιτική που υποστηρίζεται από τις κυβερνήσεις όλων των αποχρώσεων.
«Η αμυντική δομή της Ελλάδας είναι οικοδομημένη πρωτίστως γύρω από την αποτροπή της Τουρκίας», δήλωσε στο Bloomberg η Ινώ Αφεντούλη, εκτελεστική διευθύντρια του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων του Παντείου Πανεπιστημίου, που είχε διατελέσει επί δύο δεκαετίες υπεύθυνη προγραμμάτων της Διεύθυνσης Δημόσιας Διπλωματίας του ΝΑΤΟ, στην έδρα του Οργανισμού στις Βρυξέλλες. «Δεν υπάρχει άλλη προτεραιότητα».
Όπως πάντα, το θέμα ανάγεται στη γεωγραφία και στην Ιστορία. Η Ελλάδα ήταν τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για τέσσερις αιώνες, ενώ οι βόρειες περιοχές της παρέμειναν υπό οθωμανικό έλεγχο μέχρι λίγο πριν από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα ελληνικά ΜΜΕ καλύπτουν ευρέως τις εξελίξεις στην Τουρκία, όπως η φυλάκιση του πολιτικού αντιπάλου του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, Εκρέμ Ιμάμογλου, την ώρα που η Ελλάδα γιόρταζε την επέτειο της Επανάστασης του 1821 στις 25 Μαρτίου με τη συνήθη στρατιωτική παρέλαση, στην οποία παρουσιάζονται τεθωρακισμένα οχήματα, μαχητικά αεροσκάφη και οι ειδικές δυνάμεις της χώρας.
«Η θέση της Ελλάδας είναι πολύ ιδιαίτερη γεωπολιτικά, θέτοντας πολλές προκλήσεις για την ασφάλεια», είπε στο Bloomberg ο Σπύρος Μπλαβούκος, καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και ερευνητής στη δεξαμενή σκέψης ΕΛΙΑΜΕΠ. Λόγω της γεωγραφικής της θέσης, η Ελλάδα «βρίσκεται σε μια συνεχή διαδικασία ετοιμότητας όσον αφορά στις αμυντικές της δαπάνες και τα προγράμματα στρατιωτικού εξοπλισμού».
Χαμένες ευκαιρίες
Μολονότι η Ελλάδα έχει προχωρήσει σε αγορές οπλικών συστημάτων, παράγει πολύ λίγα σε αντίθεση με την Τουρκία. Ένα μεγάλο μέρος των δαπανών της χώρας έχει πάει στο στρατιωτικό προσωπικό και στην προμήθεια όπλων από το εξωτερικό, ενώ πολύ λίγα έχουν δαπανηθεί για έρευνα και ανάπτυξη.
Πρόκειται για μια χαμένη ευκαιρία, δήλωσε η κ. Αφεντούλη, μια ευκαιρία που δεν πρέπει να επαναλάβει η Γηραιά Ήπειρος, καθώς πολλές χώρες της αντιδρούν με αύξηση των αμυντικών δαπανών της στην αυξανόμενη αβεβαιότητα αναφορικά με τον ρόλο των ΗΠΑ του Ντόναλντ Τραμπ ως προς την ασφάλεια της Ευρώπης.
«Εάν έχετε μια δεκαετή αμυντική στρατηγική, θα πρέπει να δημιουργήσετε μια εθνική βιομηχανία με βάση αυτά που έχετε και αυτά που θα χρειαστείτε στο μέλλον», είπε η κ. Αφεντούλη. «Θα μπορούσατε να έχετε ένα οικοσύστημα που θα ενισχύει την ανάπτυξη των εγχώριων εταιρειών», πρόσθεσε. «Δεν μιλάμε για βαριά όπλα ή αεροπλάνα, αλλά ίσως για ανταλλακτικά ή αμυντικό λογισμικό».
Ώθηση στην Ελλάδα από το σχέδιο επανεξοπλισμού της ΕΕ
Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη αναμένεται να παρουσιάσει στις αρχές του επόμενου μήνα την επόμενη αμυντική στρατηγική της, που θα επικεντρωθεί στη μεγαλύτερη εμπλοκή της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας και στο αγκάλιασμα τοπικών νεοφυών επιχειρήσεων, δήλωσε κυβερνητικός αξιωματούχος.
Σε όλη την Ευρώπη, οι κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν την πρόκληση να διασφαλίσουν τη συναίνεση των ψηφοφόρων για την αύξηση των αμυντικών δαπανών, καθώς τα χρήματα μεταφέρονται από άλλους τομείς. Οι κοινωνικές δαπάνες θα μπορούσαν να περικοπούν, οι φόροι θα μπορούσαν να αυξηθούν.
Η ώθηση για την επέκταση των δυνατοτήτων ασφαλείας στο πλαίσιο του σχεδίου ReArm Europe της ΕΕ θα μπορούσε επίσης να δώσει ώθηση στην Ελλάδα.
Ο ρόλος της ΕΑΣ και της ΕΑΒ
Η Ελλάδα διαθέτει δύο βασικές αμυντικές εταιρείες: τον όμιλο Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα, που παράγει διάφορους τύπους πυρομαχικών, και την Ελληνική Αεροδιαστημική Βιομηχανία (ΕΑΒ), η οποία υποστηρίζει μαχητικά αεροσκάφη και κατασκευάζει εξαρτήματα για αεροσκάφη, συμπεριλαμβανομένων των F-16.
Με έδρα την Τανάγρα, δίπλα στην αεροπορική βάση, η ΕΑΒ βρίσκεται στη διαδικασία παραγωγής των δικών της drones καθώς και ενός συστήματος κατά των μη επανδρωμένων αεροσκαφών, μια πρώιμη έκδοση του οποίου αναπτύχθηκε σε ελληνικά πολεμικά πλοία, τα οποία συμμετείχαν στην πρόσφατη ναυτική επιχείρηση «Aspides» της ΕΕ στην Ερυθρά Θάλασσα.
«Οι σύγχρονοι πόλεμοι έχουν αποδείξει ότι η ύπαρξη εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας αποτελεί προαπαιτούμενο για να έχουμε αξιόπιστες ένοπλες δυνάμεις σε βάθος χρόνου», δήλωσε στο πρακτορείο ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, Αλέξανδρος Διακόπουλος. «Πρέπει να είσαι σε θέση να κατασκευάζεις κάποια συστήματα αυτόνομα, ώστε να μπορείς να τα υποστηρίζεις χωρίς να χρειάζεται να τα παίρνεις από το εξωτερικό».
Οι αμυντικές δαπάνες ως πολιτικό εργαλείο
Η Ελλάδα εντάχθηκε στο ΝΑΤΟ το 1952, μαζί με την Τουρκία, καθώς η Συμμαχία επιδίωκε να ενισχύσει τη νοτιοανατολικό της κέρας στην Ευρώπη κατά τα πρώτα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου. Έτσι βρέθηκαν στο ίδιο στρατόπεδο δύο παλιοί εχθροί, αλλά η Ελλάδα συνδέθηκε πιο στενά και με τη Δύση, και το 1981, πέντε χρόνια νωρίτερα από την Ισπανία, εντάχθηκε στην τότε ΕΟΚ.
Την τελευταία πενταετία η Ελλάδα αγόρασε από τη Γαλλία μαχητικά αεροσκάφη Rafale και φρεγάτες και έχει επίσης παραγγείλει έως και 40 F-35 από τις ΗΠΑ - αγορές που εξασφάλισαν και υποστήριξη της ασφάλειάς της από μεγαλύτερες χώρες. Η Ελλάδα και η Γαλλία υπέγραψαν αμυντικό σύμφωνο το 2021. Οι ΗΠΑ, εν τω μεταξύ, διαθέτουν ναυτική βάση στην Κρήτη και χρησιμοποιούν το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης για πολυεθνικές ασκήσεις και στρατιωτικές μετακινήσεις.
Οι αμυντικές δαπάνες είναι ένα πολιτικό εργαλείο, σύμφωνα με τον κ. Μπλαβούκο, καθώς εξασφαλίζουν «κάποιο είδος πολιτικής προστασίας ή κάποιου είδους ειδική σχέση με τρίτες χώρες, μεγάλες δυνάμεις που έχουν συγκεκριμένα συμφέροντα και ρόλους στην ευρύτερη γεωπολιτική περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου».
Πράγματι, η κλίμακα των δαπανών της Ελλάδας ως ποσοστό της παραγωγής της είναι συγκρίσιμη μόνον με εκείνη των ΗΠΑ ή χωρών της ΕΕ που αισθάνονται πιο έντονα τη ρωσική απειλή, όπως η Πολωνία ή οι χώρες της Βαλτικής.
Η ελληνική εστίαση στη διατήρηση μιας αποτρεπτικής δύναμης είναι επίσης εμφανής στο στρατιωτικό προσωπικό της. Ένα ποσοστό λίγο πάνω από το 1% του πληθυσμού της Ελλάδας απασχολείται στις ένοπλες δυνάμεις της, σε σύγκριση με το 0,6% στην Τουρκία, το 0,4% στις ΗΠΑ και το 0,2% στη Γερμανία.
Ακόμα και στα χρόνια της κρίσης χρέους οι όποιες εξοικονομήσεις προήλθαν από την περικοπή του κόστους λειτουργίας, δήλωσε στο Bloomberg ο Δημήτρης Λιάκος, πρώην υφυπουργός και μέλος της ομάδας που διαπραγματεύτηκε το τρίτο πρόγραμμα διάσωσης της Ελλάδας με την ευρωζώνη. «Ουδέποτε έγινε συζήτηση για μείωση των προγραμμάτων αμυντικών προμηθειών» είπε, καθώς «αναγνωρίστηκε η μοναδικότητα της Ελλάδας».