Νέα στοιχεία για τη δολοφονική επίθεση με τους δύο νεκρούς από το Μαυροβούνιο σε ταβέρνα στην περιοχή της Βάρηςέρχονται στο φως της δημοσιότητας.
Λίγο μετά τη δημοσιοποίηση των στοιχείων των δύο θυμάτων από σερβικά ΜΜΕ, οι ελληνικές Αρχές προσπαθούν να ενώσουν τα κομμάτια του παζλ προκειμένου να ρίξουν άπλετο φως στην υπόθεση. Οι δύο 44χρονοι μαφιόζοι από το Μαυροβούνιο, μέλη της επονομαζόμενης εγκληματικής οργάνωσης «Σκάλιαρι», δολοφονήθηκαν εν ψυχρώ μπροστά στις οικογένειές του από τέσσερις εκτελεστές, οι οποίοι φαίνεται να προέρχονται από την αντίπαλη φατρία «Καβάτσκι».
Οι δύο οργανώσεις ήταν αρχικά ενωμένες, όμως το 2014 ξέσπασε εμφύλιος όταν «χάθηκαν» 200 κιλά ηρωίνης. Από τότε, ο μαφιόζικος «πόλεμος» έχει στοιχίσει τις ζωές 21 ατόμων (23 με τα δύο θύματα της Βάρης), ενώ άλλες πηγές ανεβάζουν τον αριθμό των απωλειών στις 40.
Σύμφωνα με πληροφορίες, οι εκτελεστές των 44χρονων Ιγκόρ Ντέντοβιτς και Στέβαν Σταμάτοβιτς παρακολουθούσαν τις γυναίκες των θυμάτων, όταν αυτές ταξίδεψαν στην Αθήνα προκειμένου να περάσουν μαζί την περίοδο των εορτών. Αν και τα θύματα λάμβαναν πάντα μέτρα ασφαλείας -κινούνταν μόνο με διερχόμενα ταξί- η επιθυμία τους να δουν τις συζύγους και τα ανήλικα παιδιά τους αποτέλεσε το αδύναμο σημείο τους.
Τα τέσσερα άτομα που το απόγευμα της 19ης Ιανουαρίου γάζωσαν τους δύο 44χρονους στα Βλάχικα φαίνεται να ήρθαν οδικώς στη χώρα μας μετά από πληροφορίες που είχαν για την μετακίνηση των γυναικών και των παιδιών των δύο θυμάτων. Πάντως σημειώνεται ότι αξιωματικοί του Τμήματος Δίωξης Εγκλημάτων κατά Ζωής δεν αποκλείουν οι πληροφορίες να προήλθαν από «αντιπροσωπεία» της μαφίας στην Ελλάδα, καθώς στα νότια προάστια της Αττικής διαμένουν αρκετοί που κατάγονται από Μαυροβούνιο, Σερβία και Κροατία. Την ίδια ώρα, αναζητούν στοιχεία διελεύσεων ατόμων από μεθοριακούς σταθμούς, ακόμη και από αεροδρόμια, επιχειρώντας να εντοπίσουν ύποπτα άτομα.
Οι «Κροάτες» ήταν τελικά Σέρβοι
Στο μεταξύ, οι Αρχές έχουν βάλει στο μικροσκόπιο και ένα περίεργο περιστατικό που συνέβη τα ξημερώματα των Θεοφανείων στη Γλυφάδα. Τότε τρία άτομα, υπό την επήρεια αλκοόλ, είχαν έρθει στα χέρια με έναν Ελληνα σε καφετέρια της περιοχής για την αρπαγή του μπουφάν του. Εκείνος τους ακολούθησε, συνεπλάκη μαζί τους σε άλλο μπαρ της περιοχής και ειδοποίησε την ΕΛ.ΑΣ. όταν είδε ότι ο ένας εκ των ατόμων οπλοφορούσε. Στιγμές αργότερα, αστυνομικοί της ομάδας ΔΙ.ΑΣ. τους εντόπισαν, ενώ ο ένας στην προσπάθειά του να διαφύγει πέταξε ένα πιστόλι, τη στιγμή που ο δεύτερος το είχε στην κατοχή του.
Και τα δύο πιστόλια είχαν αποξεσμένους αριθμούς παραγωγής. Ο ένας δήλωσε Σέρβος και οι άλλοι δύο Κροάτες. Πήγαν στο αυτόφωρο να δικαστούν, πήραν προθεσμία από τον ανακριτή και τους επιβλήθηκαν περιοριστικοί όροι εμφάνισης στο Τμήμα Ασφαλείας της περιοχής διαμονής τους και αφέθηκαν ελεύθεροι. Ωστόσο, όπως διαπιστώθηκε μετά, τα στοιχεία που είχαν δηλώσει οι δύο Κροάτες ήταν πλαστά, και από τα αποτυπώματά τους προέκυψε ότι ήταν Σέρβοι, ηλικίας 34 χρόνων και οι δύο, σε βάρος των οποίων εκκρεμούσαν διεθνή εντάλματα σύλληψης για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση και υποθέσεις ναρκωτικών. Οπως ήταν φυσικό, δεν εμφανίστηκαν ποτέ.
Σιγή ιχθύος από τις συζύγους των θυμάτων της εκτέλεσης στη Βάρη
Τέλος, ερμητικά κλειστά κράτησαν τα στόματά τους οι σύζυγοι των θυμάτων που εκτελέστηκαν στην ταβέρνα στη Βάρη. Οπως υποστήριξαν στους αστυνομικούς που χειρίζονται την υπόθεση, δεν γνωρίζουν ποιος μπορεί να κρύβεται πίσω από την εν ψυχρώ εκτέλεση, ενώ κάτι που δεν έγινε πιστευτό από τις Αρχές ήταν το γεγονός ότι δεν θυμούνται τη διεύθυνση του σπιτιού όπου διέμεναν, παρότι βρίσκονταν στην Αθήνα 15 ημέρες.
Η μία από τις δύο γυναίκες παραδέχθηκε ότι γνώριζε πως ο άνδρας της ήταν καταζητούμενος φυγάς, αλλά και οι δύο δήλωναν άγνοια για τις παράνομες δραστηριότητές τους και την εμπλοκή τους στη μαφία του Μαυροβουνίου.
Ακόμη και όταν τους είπαν πως σε βάρος των συζύγων τους εκκρεμούσε διεθνής ερυθρά αγγελία της Interpol, για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, υποθέσεις ναρκωτικών, ξέπλυμα μαύρου χρήματος για τον Σταμάτοβιτς και όπλα, εκρηκτικά και απόπειρα ανθρωποκτονίας για τον Ντέντοβιτς, με την επισήμανση πως είναι άκρως επικίνδυνοι, εκείνες πάλι τόνισαν πως δεν γνώριζαν κάτι, παρότι εκείνοι απουσίαζαν για τουλάχιστον 1,5 χρόνο.