Έτος εκκίνησης σαρωτικών αλλαγών για τις κοινωνίες και οικονομίες παγκοσμίως αλλά και για την Ελλάδα θα είναι το 2024, σύμφωνα με τις προβλέψεις του Αναπληρωτή Καθηγητή στο Πολυτεχνείο Κρήτης, Γεώργιου Ατσαλάκη.
«Το 2024 δηλώνει το τέλος του μακροχρόνιου οικονομικού κύκλου που ξεκίνησε από το 1968 και διήρκεσε 56 έτη, και παράλληλα δηλώνει την αρχή του νέου μακροχρόνιου οικονομικού κύκλου που θα διαρκέσει και αυτός 56 έτη», λέει στο iefimerida.gr ο κ. Ατσαλάκης και σημειώνει ότι ο παρών κύκλος φεύγει αφήνοντας πολλά άλυτα προβλήματα.
Η παγκόσμια κοινωνία την περίοδο 1996-2024 γνώρισε πρωτοφανή ανάπτυξη και αφθονία αγαθών και υπηρεσιών με κινητήριο μοχλό τα φθηνά επιτόκια που χρηματοδότησαν τεράστιες επενδύσεις, στην πληροφορική, στις επικοινωνίες στις ψηφιακές πλατφόρμες και σε πολλές άλλες νέες τεχνολογίες, αλλά δημιουργήσαν και το μεγαλύτερο χρέος στην παγκόσμια ιστορία $307 δις που αντιστοιχεί στο 336% του παγκόσμιου ΑΕΠ.
«Η χώρα μας έχει μειώσει το χρέος της στο 160% του ΑΕΠ. Τα φθηνά επιτόκια έδωσαν τη δυνατότητα να δανειστούν οι χώρες της ΕΕ και έτσι να μας δανείσουν οι κυβερνήσεις με μακροχρόνιο χαμηλό επιτόκιο (το μέσο επιτόκιο που πληρώνει η χώρα μας είναι περίπου 1,6%). Τόσο χαμηλά επιτόκια θα ήταν αδύνατο να επιτευχθούν σήμερα που η Ευρώπη φλερτάρει με την ύφεση. Πολλές όμως υπερχρεωμένες χώρες του τρίτου κόσμου έχουν τεράστια χρέη στα οποία ενώ το ΔΝΤ προσπαθεί να τα αναδιαρθρώσει, άλλοι δανειστές, όπως η Κίνα, αρνούνται την αναδιάρθρωση των χρεών και δεν ακολουθούν τις διεθνείς πρακτικές για κούρεμα του χρέους και μείωση επιτοκίων. Οι κοινωνίες αυτές θα αντιμετωπίσουν σημαντικά οικονομικά προβλήματα καθώς τα διεφθαρμένα συστήματα διακυβέρνησης τους είναι ανίκανα να ανταπεξέλθουν στην αποτελεσματική διαχείριση των πόρων», εκτιμά ο Έλληνας επιστήμονας.
Στο 2,5% η ανάπτυξη για την Ελλάδα το 2024
Όπως τονίζει, τα υψηλά επιτόκια για την καταπολέμηση του πληθωρισμού φέρνουν σε δύσκολη θέση τους δανειολήπτες και καθιστούν λιγότερο ελκυστικές τις νέες επενδύσεις με δάνεια. Αυτό μειώνει τις αξίες των ακινήτων και μειώνει την ανάπτυξη. Η παγκόσμια ανάπτυξη είναι περίπου 2,9% για το 2023 και 2,7% το 2024. «Ποσοστά αρκετά χαμηλότερα από τον παγκόσμιο πληθωρισμό 6,9% για το 2023 και 5,8% το 2024. Δηλαδή ανάπτυξη κάτω από τον πληθωρισμό που ισοδυναμεί με κατάσταση στασιμοπληθωρισμού για τις περισσότερες οικονομίες του κόσμου. Για την χώρα μας η ανάπτυξη το 2023 θα είναι περίπου 2,2% με πληθωρισμό περίπου 4,2% και το 2024 περίπου 2,5% με πληθωρισμό περίπου 3-4%».
Γεωπολιτικές αναταράξεις
Παράλληλα, το 2024 φέρνει και γεωπολιτικές εντάσεις, σύμφωνα πάντα με τον Γιώργο Ατσαλάκη, που θα διαταράξουν την ομαλότητα της παγκόσμιας εφοδιαστικής αλυσίδας, προερχόμενες κυρίως από χώρες με ανελεύθερα καθεστώτα. Πολλές χώρες, κατά τον παρόντα οικονομικό κύκλο, απέκτησαν πλούτο είτε μέσω των εμπορικών πλεονασμάτων είτε μέσω των εξαγωγών ενέργειας. Οι περισσότερες απ’ αυτές τις χώρες δεν χρησιμοποίησαν τον πλούτο για την άνοδο του βιοτικού επιπέδου των λαών τους. Αντίθετα, τον διοχέτευσαν είτε σε ολιγάρχες είτε σε στρατιωτικές δαπάνες για να αποκτήσουν στρατιωτική ισχύ. «Την ισχύ αυτή πλέον την χρησιμοποιούν για να απειλούν τις γειτονικές τους χώρες και για τη δημιουργία διαφόρων γεο-πολιτικών εντάσεων που επηρεάζουν την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη», σημειώνει.
Ακραίες πολιτικές
Ένα άλλο ζήτημα που θα γίνει αισθητό το 2024 είναι το γεγονός ότι η εξέλιξη της πολιτικής επιστήμης δεν έχει βρει ακόμα τρόπους να απομονώνει τις ακραίες πολιτικές και η διακυβέρνηση των λαών να γίνεται από ορθολογικούς ηγέτες προς το συμφέρον των πολιτών. «Όποια από τις ακραίες πολιτικές και να επικρατήσει, μόλις αναλάβει την εξουσία, με τη χρήση της κρατικής βίας θα στερήσει ατομικές ελευθερίες από τους πολίτες και θα διαβάλλει τη λειτουργία πολύχρονων θεσμών που προστατεύουν τη δημοκρατία. Η εύρεση τρόπου εκπροσώπησης των «φωνών της λογικής» θα απασχολήσει τον επόμενο κύκλο καθώς σε πάνω από τις μισές χώρες θα διεξαχθούν εκλογές το 2024. Χωρίς ορθολογική διοίκηση των χωρών, οι λαοί θα συνεχίσουν να υποφέρουν», αναφέρει.
Ανάγκη για χρηματικά κεφάλαια
Οι κυβερνήσεις έχουν τεράστιες ανάγκες από χρηματικά κεφάλαια για να αντιμετωπίσουν μια σειρά προβλημάτων σε ένα περιβάλλον όπου τα επιτόκια των κεντρικών τραπεζών έχουν πενταπλασιαστεί φθάνοντας περίπου στο 5%. Χρειάζονται χρήματα για να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις των φυσικών καταστροφών, χρήματα για να επιδοτηθεί η πράσινη μετάβαση, να κατασκευαστούν τα δίκτυα μεταφοράς ενέργειας, και άλλες υποδομές πράσινης ενέργειας. Χρειάζονται χρήματα για να αυξηθούν οι αμυντικές δαπάνες καθώς ολοένα και πιο συχνά αυταρχικές χώρες απειλούν χώρες με δημοκρατικά καθεστώτα. Χρειάζονται κεφάλαια για την προσαρμογή των κρατών, των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών στις νέες τεχνολογίες με κυρίαρχη την τεχνητή νοημοσύνη.
«Το 2024 θα είναι το έτος που θα διαφανεί πλήρως η αναγκαιότητα υιοθέτησης της τεχνικής νοημοσύνης σε κάθε κλάδο της οικονομίας και σε ολόκληρη την κοινωνία. Όλες αυτές οι ανάγκες για χρήματα θα δημιουργήσουν περαιτέρω πληθωριστικές πιέσεις και επιπλέον θα επιβαρύνουν με πολύ υψηλοτέρους φόρους τους πολίτες για να πληρώσουν τους αυξημένους τόκους των δανείων», λέει ο επικεφαλής του Εργαστηρίου Ανάλυσης Δεδομένων και Πρόβλεψης του Πολυτεχνείου Κρήτης.
Η τεχνητή νοημοσύνη στην καθημερινότητα
Τέλος, σύμφωνα με τον κ. Ατσαλάκη, πολλές νέες τεχνολογίες αλλά κυρίως η τεχνητή νοημοσύνη θα φέρουν αλλαγές στις κοινωνίες που ούτε καν μπορούσαμε να φανταστούμε πριν μερικά χρόνια.
Θα αυξήσει τη γνώση μας, την παραγωγικότητά μας, τις δυνατότητες της επικοινωνίας και θα αυξήσει τις δυνατότητες να λαμβάνουμε πληροφορίες σε ακαριαίο χρόνο. Τα παιδιά στα σχολεία έχοντας έναν βοηθό τεχνητής νοημοσύνης θα έχουν απεριόριστη πρόσβαση στη γνώση. Θα μπορούν να μάθουν ότι θέλουν, όποτε το θέλουν, θα μπορούν να ικανοποιήσουν κάθε περιέργεια τους στη γνώση. Κάθε μορφή επαγγέλματος θα αποκτήσει έναν βοηθό, έναν σύμβουλο, εκπαιδευμένο με όλη την συσσωρευμένη γνώση και με την εμπειρία πολλών διαφορετικών περιπτώσεων. Κάθε επαγγελματίας θα μπορεί να δίνει γρηγορότερες και πιο αξιόπιστες συμβουλές, εξοικονομώντας χρόνο και ανεβάζοντας σε πολύ υψηλά επίπεδα την ποιότητα των υπηρεσιών του και την παραγωγικότητά του.
Η άφθονη γνώση και η απεριόριστη επικοινωνία, όπως τονίζει, «θα εκτοξεύσουν την παραγωγικότητα και θα εξοικονομήσουν χρόνο ώστε η εργασία των 4 ημερών να μπορεί να πραγματοποιηθεί σύντομα. Για όλα αυτά η προετοιμασία πρέπει να ξεκινήσει μέσα στη χρονιά του 2024. Για την Ελλάδα ήρθε η ώρα να αξιοποιήσει τις ευκαιρίες που φέρνει ο νέος κύκλος και να αποφύγει τους κινδύνους που θα φέρει. Αυτήν την φορά η χώρα πρέπει να τα καταφέρει».