Τον εφιάλτη που έζησε για δύο περίπου χρόνια στα χέρια του 40χρονου αστυνομικού περιέγραψε στην Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων 34χρονη από το Καμερούν.
Σύμφωνα με πληροφορίες, ο υπαρχιφύλακας, εκμεταλλευόμενος τη θέση του, προσέγγισε την εκδιδόμενη γυναίκα και δίνοντάς της σημείωμα με το όνομα και το κινητό του, την παρότρυνε να του τηλεφωνήσει. Μία ημέρα μετά, εκείνη τον κάλεσε στο σπίτι της και τότε εκείνος την έπεισε ότι κινδύνευε στην περιοχή που κινούνταν και έτσι τον αποδέχθηκε ως προστάτη της.
Το ίδιο βράδυ, ο αστυνομικός συνευρέθη ερωτικά με την 34χρονη, την οποία ωστόσο εξανάγκασε και σε παρά φύσιν συνουσία, χωρίς τη συγκατάθεσή της.
Πληροφορίες αναφέρουν ότι οι δυο τους συνέχισαν να συναντιούνται και ο αστυνομικός τη βίαζε κατ' εξακολούθηση. Μάλιστα, κατά τις συναντήσεις τους, ο αστυνομικός φέρεται να ενδιαφερόταν για τα χρήματα που έβγαζε ως εκδιδόμενη.
Λίγο αργότερα, της ζήτησε για πρώτη φορά χρήματα, λέγοντάς της ότι εκείνος δεν έβγαζε αρκετά και θα αναγκαζόταν να πάρει μετάθεση και έτσι δεν θα μπορούσε να την «προστατεύει». Αρχικά, η 34χρονη το έπραξε, ωστόσο, όταν σταμάτησε, ο αστυνομικός την εγκατέλειψε και άρχισε να «προστατεύει» μία άλλη γυναίκα.
Τελικά, ο αστυνομικός γύρισε στο θύμα, ζητώντας της ένα μεγάλο χρηματικό και ένα ποσό καθημερινά. Ο αστυνομικός φέρεται να ζητούσε όλο και περισσότερα και όταν κάποια στιγμή διαφωνούσαν την απειλούσε ότι θα την σκοτώσει.
Κατά πληροφορίες, η φρίκη των απειλών και του βιασμού οδήγησαν την 34χρονη σε απόπειρα αυτοκτονίας πριν από μία εβδομάδα. Όταν εκείνη απείλησε ότι θα πέσει από τον 3ο όροφο, ο αστυνομικός φέρεται να της υποσχέθηκε ότι δεν θα την ενοχλήσει ξανά.
Το σπίτι που κρατούσε ο αστυνομικός την 35χρονη
Πώς έπιασαν τον αστυνομικό-βιαστή
Μετά την καταγγελία, οι αστυνομικοί έστησαν επιχείρηση με προσημειωμένα χαρτονομίσματα, προκειμένου να προχωρήσουν στη σύλληψή του.
Από την επακόλουθη έρευνα που πραγματοποιήθηκε στην οικία τους, παρουσία δικαστικού λειτουργού, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν συσκευή κινητού τηλεφώνου και το χρηματικό ποσό των 3.850 ευρώ, από τα οποία τα 500 ήταν τα προσημειωμένα χαρτονομίσματα, που ο κατηγορούμενος είχε ήδη τοποθετήσει σε ειδικά διαμορφωμένο σημείο απόκρυψης, εντός χώρου στον οποίο είχε αποκλειστική πρόσβαση.