Συζητήθηκε στην πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου το ζήτημα του ανατοκισμού των δόσεων των κόκκινων δανείων που έχουν υπαχθεί στο νόμο Κατσέλη.
Από την πλευρά τους, τα funds (Τράπεζες, εταιρείες διαχείρισης, κ.λπ.) υποστηρίζουν ότι το επιτόκιο των μηνιαίων δόσεων υπολογίζεται επί του συνόλου της οφειλής και όχι επί κάθε μηνιαίας δόσης, κάτι το οποίο έχει ως αποτέλεσμα η μηνιαία δόση του δανείου, να υπερδιπλασιάζεται.
Από την άλλη πλευρά οι δανειολήπτες υποστηρίζουν ότι η ορθή ερμηνεία του άρθρου 9 παρ. 2 του νόμου 3689/2010 (νόμος Κατσέλη), επιβάλλει το επιτόκιο να υπολογίζεται επί κάθε μηνιαίας δόσης και όχι επί του κεφαλαίου.
Κατά τη συζήτηση στο ανώτατο δικαστήριο η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεωργία Αδειλίνη τάχθηκε υπέρ των θέσεων των δανειοληπτών.
Η κα Αδειλίνη επισήμανε ότι «ο υπολογισμός του επιτοκίου πρέπει να γίνει επί της μηνιαίας δόσης και όχι επί του κεφαλαίου της οφειλής, διότι κατ’ αυτόν τον τρόπο εναρμονίζεται με τον πρωταρχικό σκοπό του ν. 3869/2010, δηλαδή την αντιμετώπιση των σοβαρών οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων στα οποία οδήγησε η υπερχρέωση των φυσικών προσώπων και την απαλλαγή των χρεών των υπερχρεωμένων δανειοληπτών, προς εξυπηρέτηση του ευρύτερου, δημόσιου συμφέροντος, σκοπού της επανάκτησης από τους τελευταίους της αγοραστικής τους δύναμης και της επανένταξής τους στην οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα» και συνέχισε η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου:
«Βασικό κριτήριο επί του οποίου εδράζεται η θέση αυτή, συνιστά η διασφάλιση της αξιοπρεπούς διαβίωσης του οφειλέτη και τηςοικογένειάς του, ο συνδυασμός της μεγαλύτερης κατά το δυνατόν ικανοποίησης των πιστωτών με τη βασική προστασία της προσωπικήςαξιοπρέπειας και, συνακόλουθα, την εξασφάλιση και διατήρηση ενός στοιχειώδους επιπέδου διαβίωσης του οφειλέτη και των προστατευόμενων μελών της οικογένειάς του».
Μάλιστα, η κυρία Αδειλίνη, τόνισε ότι «τυχόν αντίθετη ερμηνεία, δηλαδή ο υπολογισμός του επιτοκίου επί του συνολικού κεφαλαίου οφειλής, που ορίστηκε στο πλαίσιο τουάρθρου 9 παρ. 2 του ν. 3869/2010, εν είδει νέου προϊόντος δανείου με πιστούχο τον οφειλέτη, θα ήταν μεν σύμφωνη και αναμενόμενημε βάση την τραπεζική πρακτική, ως επιτρέπουσα την αποκόμιση του μέγιστου κέρδους για τον πιστωτή, θα οδηγούσε όμως εν προκειμένωστον εκ νέου εγκλωβισμό του δανειολήπτη σε υπέρογκες δόσεις, υπερβαίνουσες τις οικονομικές του δυνατότητες, καταστρατηγώντας έτσιτο πνεύμα και τον σκοπό του νόμου.
Θα είχε δε αρνητικές επιπτώσεις και για το τραπεζικό σύστημα, καθόσον ενώ η διασφάλιση της αξιοπρεπούς διαβίωσης του οφειλέτη και της οικογενείας του έχει, εκτός των άλλων, ως αποτέλεσμα την πληρωμή δανείων που διαφορετικά δεν επρόκειτο ποτέ να πληρωθούν λόγω αδυναμίας των οφειλετών, την αναστολή μαζικών πλειστηριασμών και τη συγκράτηση της αξίας των ακινήτων, το αντίθετο θα είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, των πλειστηριασμών, και τη συνακόλουθη μείωση της αγοραστικής αξίας των ακινήτων, επί ζημία όλης της εθνικής οικονομίας, μηδέ του τραπεζικού συστήματος εξαιρουμένου, πέραν της αυτονόητης απόγνωσης των οφειλετών, της αύξησης των οικονομικών ανισοτήτων, σε βάρος των ευάλωτων νοικοκυριών και υπέρ των οικονομικά ευρώστων μετόχων των τραπεζών και των διαφόρων εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις».
Παρεμβάσεις υπέρ των δανειοληπτών έκαναν στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, οι Δικηγορικοί Σύλλογοι Αθηνών, Θεσσαλονίκης, Πειραιά, Πατρών και Ιωάννινων, δέκα Εργατικά Κέντρα, η ΕΚΠΟΙΖΩ, η Εθνική Ομοσπονδία Ενώσεων Προστασίας Πολιτών-Καταναλωτών- Δανειοληπτών και δανειολήπτες.
Παράλληλα παρεμβάσεις υπέρ της Intrum, Eurobank, doValue, CPAL και QQuant Master, έκαναν η Τράπεζα Πειραιώς, η Εθνική Τράπεζα Ελλάδος, η Alfa Τράπεζα και η Attika Bank.
Η Ολομέλεια επιφυλάχθηκε να εκδώσει την απόφασή της.