Την αντίδραση της ΟΤΟΕ προκάλεσε το αναπτυξιακό πολυνομοσχέδιο που τέθηκε σε διαβούλευση.
Σύμφωνα με την Ομοσπονδία τραπεζοϋπαλλήλων διαφαίνεται η πρόθεση της κυβέρνησης να χτυπήσει τις κλαδικές συμβάσεις εργασίας και παρακάμπτει την βούληση των εργαζομένων. Το ίδιο εκτιμά και για τη Διαιτησία, καθώς με τις ρυθμίσεις που προβλέπει καθίσταται «σχεδόν απαγορευτική η μονομερή προσφυγή σε αυτήν, ιδίως για τις επιχειρησιακές ΣΣΕ του ιδιωτικού τομέα και υιοθετώντας σχεδόν στο ακέραιο τις θέσεις εργοδοτικών φορέων (ΣΕΒ)».
«Η Κυβέρνηση επιδεικνύει περισσή φροντίδα θεσμικής ικανοποίησης των αιτιάσεων των πιστωτών αλλά και μέρους των εργοδοτών της χώρας, προκειμένου να διαφημίσει τις εξαιρετικά φιλικές προς τους επενδυτές επιλογές της, σε όλα τα επίπεδα» αναφέρει μεταξύ άλλων η ΟΤΟΕ.
Αναλυτικά η ανακοίνωση της ΟΤΟΕ για το αναπτυξιακό πολυνομοσχέδιο:
«Στο «Αναπτυξιακό» Πολυνομοσχέδιο που τέθηκε σήμερα σε διαβούλευση, εισάγονται εξαιρέσεις από την εφαρμογή των όρων εθνικών κλαδικών ή ομοιοεπαγγελματικών συλλογικών ρυθμίσεων με ευρύτατες εφαρμογές και με εν λευκώ εξουσιοδότηση στον Υπουργό να ορίσει τα κριτήρια και τις προϋποθέσεις.
Οι ρυθμίσεις αυτές εμφανίζονται να αφήνουν τον πρώτο λόγο στα συμβαλλόμενα μέρη και να ακολουθούν ανάλογες «καλές πρακτικές», που ισχύουν με αυστηρά περιοριστικά κριτήρια και στην Ευρώπη .
Στην πραγματικότητα, όμως, από τη συνδυασμένη ανάγνωση των προτεινόμενων άρθρων για την εφαρμογή της αρχής της ευνοϊκότερης για τον εργαζόμενο ρύθμισης στη συρροή κλαδικών-επιχειρησιακών ΣΣΕ (να παίρνει δηλαδή ο εργαζόμενος ό,τι καλύτερο του παρέχουν οι ΣΣΕ που τον αφορούν στα μισθολογικά και τα εργασιακά) και εθνικών-τοπικών ρυθμίσεων, φαίνεται ότι η Κυβέρνηση παρακάμπτει τη βούληση των συμβαλλομένων σε αυτές μερών. Τα ίδια ισχύουν και στην περίπτωση της επέκτασης, που πλέον γίνεται σαφώς δυσκολότερη.
Συνολικά, διαφαίνεται ξεκάθαρα η πρόθεση της Κυβέρνησης να χτυπήσει τις Κλαδικές Συμβάσεις και ιδίως αυτές που συνάπτονται σε εθνικό επίπεδο, θεσπίζοντας ακόμα και τοπικές ζώνες ελεύθερες από δεσμεύσεις, ζώνες «υποκατώτατων» κλαδικών μισθών και ρυθμίσεων καθώς και την επαναφορά της επικράτησης των επιχειρησιακών ΣΣΕ έναντι των Κλαδικών, ακόμα και από ενώσεις προσώπων.
Σε μια χώρα που μόλις εξέρχεται από μια εκτεταμένη κρίση, οι περισσότερες επιχειρήσεις θα μπορούν να ισχυρισθούν ότι εμπίπτουν στα χαλαρά κριτήρια του νομοσχεδίου. Γι’ αυτό πρέπει αυτά να τύχουν αυστηρής και περιοριστικής εξειδίκευσης.
Σε διαφορετική περίπτωση, η υιοθέτηση των προτεινόμενων εξαιρέσεων, θα κινδυνεύσει να γίνει κανόνας και οι ισχύοντες μέχρι σήμερα εργασιακοί κανόνες, εξαίρεση! Πρόκειται επί της ουσίας για ένα μέσο μετατροπής της εξαίρεσης σε κανόνα στις συλλογικές διαπραγματεύσεις, ακόμα και με πλήρη παραγκωνισμό της βούλησης των αντίστοιχων συμβαλλομένων μερών!
Η ίδια λογική πρυτανεύει και στις ρυθμίσεις για τη Διαιτησία, καθιστώντας σχεδόν απαγορευτική τη μονομερή προσφυγή σε αυτήν, ιδίως για τις επιχειρησιακές ΣΣΕ του ιδιωτικού τομέα και υιοθετώντας σχεδόν στο ακέραιο τις θέσεις εργοδοτικών φορέων (ΣΕΒ), με παραβίαση του συνταγματικού δικαιώματος και της σχετικής απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας, που επανέφερε το δικαίωμα μονομερούς προσφυγής στη Διαιτησία.
Η Κυβέρνηση επιδεικνύει περισσή φροντίδα θεσμικής ικανοποίησης των αιτιάσεων των πιστωτών αλλά και μέρους των εργοδοτών της χώρας, προκειμένου να διαφημίσει τις εξαιρετικά φιλικές προς τους επενδυτές επιλογές της, σε όλα τα επίπεδα.
Η ουσία είναι ότι η Κυβέρνηση:
- Φέρνει ως προμετωπίδα φιλεργατικών ρυθμίσεων αποσπασματικές και αμφίβολης αποτελεσματικότητας διατάξεις για τις ατομικές εργασιακές σχέσεις, που θα κριθούν στην εφαρμογή τους.
- Υιοθετεί μια αναχρονιστική έννοια ανταγωνιστικότητας, η οποία στηρίζεται μονομερώς στη μειωμένη αμοιβή εργασίας και στην υποβάθμιση των όρων της εργασίας, αλλά και των συλλογικών ρυθμίσεων σε όλα τα επίπεδα, ως όχημα δημιουργίας θέσεων εργασίας και δυνατοτήτων ανάπτυξης, αντί μιας σύγχρονης ανταγωνιστικότητας εστιασμένης στη γνώση, την ποιότητα και την καινοτομία.
- Νομοθετεί τη νόθευση του υγιούς ανταγωνισμού.
- Διατηρώντας κάποιες νησίδες εργασιακής «κανονικότητας» μέσα σε ένα άναρχο τοπίο απορρύθμισης στην αγορά εργασίας.
- Συνεχίζει στη μνημονιακή λογική μετάλλαξης του Εργατικού Δικαίου : από δίκαιο προστασίας του εργαζόμενου, σε δίκαιο προστασίας (ακόμα και) του πιο κακόπιστου επενδυτή!
- Επιχειρεί να επαναφέρει μνημονιακές λογικές που καταφανώς απέτυχαν να βελτιώσουν τη θέση της χώρας στη διεθνή κλίμακα ανταγωνιστικότητας, να οδηγήσουν σε βιώσιμη ανάπτυξη, να δημιουργήσουν ευπρεπείς και βιώσιμες θέσεις εργασίας. Τι είδους επενδυτές θα προσελκύσουν, αλήθεια, τέτοιες παρωχημένες λογικές;
- Δεν καταργεί ευθέως, αλλά πλαγιοκοπεί με αλλεπάλληλες «χειρουργικές παρεμβάσεις» τις κλαδικές και προοπτικά όλες τις συλλογικές συμβάσεις, με στόχο την τελική τους απαξίωση.
Απέναντι στα παραπάνω η ΟΤΟΕ:
- απορρίπτει αυτές τις αναχρονιστικές και αντεργατικές λογικές και επιλογές της Κυβέρνησης.
- απορρίπτει το σύνολο των παρεμβάσεων της Κυβέρνησης στο άρθρο 16 ν. 1876/90, που περιορίζουν ανεπίτρεπτα ένα κατοχυρωμένο συνταγματικό δικαίωμα.
- επαναφέρει τις προτάσεις της για κατάργηση της ΠΥΣ 6/12 και όσων μνημονιακών παρεμβάσεων υποσκάπτουν τον κοινωνικό διάλογο, τους κανόνες ανταγωνισμού και την κοινωνική ομαλότητα, προτάσεις που κατέθεσε με επιστολές της στους προηγούμενους Υπουργούς Εργασίας και στις οποίες θα επανέλθει.
- παρεμβαίνει στις εξελίξεις αξιοποιώντας όλες τις δυνατότητες του κλάδου».