Συντετριμμένος και κλαίγοντας συνεχώς, ο 39χρονος καθ’ ομολογίαν συζυγοκτόνος των Αμπελοκήπων υποστήριξε ότι εκείνο που τον οδήγησε στο έγκλημα ήταν η ζήλια και η οργή.
Ο γυναικοκτόνος μίλησε για τα συναισθήματα που ένιωσε όταν τα ξημερώματα της 29ης Νοεμβρίου η γυναίκα του παραδέχθηκε ότι μιλούσε με έναν φίλο του στο τηλέφωνο και του είπε πως ο ίδιος δεν είναι ο βιολογικός πατέρας ενός από τα παιδιά τους.
«Γύρω στη 1:30 π.μ. ξύπνησα και διαπίστωσα ότι η σύζυγός μου έλειπε από δίπλα μου. Την αναζήτησα, και τη βρήκα στο μπάνιο που μιλούσε στο τηλέφωνο με ανοιχτή ακρόαση, σε video κλήση. Την άκουσα να λέει ότι θα έπαιρνε το μεγάλο μας γιο και θα έφευγε, ενώ στην άλλη πλευρά του τηλεφώνου ακουγόταν μία αντρική φωνή (η οποία μάλιστα προσομοίαζε στη φωνή παιδικού μου φίλου) που ανταποκρινόταν θετικά στα λεγόμενά της. Της ζήτησα να έρθει στο δωμάτιο να μιλήσουμε.
Πράγματι ήρθε κι ενώ στην αρχή αρνήθηκε ότι μιλούσε στο τηλέφωνο (αποκρινόμενη ότι δήθεν έβλεπε ''βιντεάκια''), στη συνέχεια παραδέχθηκε ότι μιλούσε με άντρα και συγκεκριμένα τον παιδικό μου φίλο και μου δήλωσε ταυτόχρονα ότι θα έπαιρνε το μεγάλο παιδί και θα έφευγε, αφού εγώ δεν είχα χρήματα, αποδίδοντάς μου μάλιστα τους προσβλητικούς χαρακτηρισμούς ότι ''είμαι ανθρωπάκι'', ''λίγος'' και ότι ''μια ζωή κοιμάμαι με το ψέμα της''. Προσπαθώντας να διατηρήσω μάταια την ψυχραιμία μου, τη ρώτησα ''για ποιον λόγο θα πάρει το μεγάλο παιδί μαζί της, αφού έχουμε δύο παιδιά''.
Τότε μου απάντησε με απόλυτη ψυχρότητα, κοιτάζοντάς με κατάματα, ότι δεν είναι δικό μου παιδί».
Σύμφωνα με πληροφορίες, ο κατηγορούμενος υποστήριξε ότι η αποκάλυψη αυτή ήταν που τον έφερε εκτός εαυτού και τον οδήγησε στο έγκλημα.
«Θόλωσα τόσο πολύ ακούγοντας ότι το παιδί μου, που λατρεύω, δεν ήταν δικό μου, και χωρίς κανένα έλεγχο των πράξεών μου, έπιασα ένα σφυρί από την τσάντα των εργαλείων που χρησιμοποιώ στην οικοδομή και είχα εντός της κρεβατοκάμαρας και της κατάφερα ένα χτύπημα στο κεφάλι. Έπεσε πάνω στο κρεβάτι μας και, εντελώς τυφλωμένος από τα έντονα συναισθήματα που βίωνα εκείνη τη στιγμή, έπιασα το καλώδιο ενός φορτιστή που ήταν δίπλα μου και το έσφιξα στο λαιμό της».
Αμπελόκηποι: «Ήμουν σε κατάσταση πανικού»
Συνεχίζοντας, ο γυναικοκτόνος είπε στους αστυνομικούς: «Όταν λίγα δευτερόλεπτα αργότερα κατάλαβα τι είχε συμβεί, τρελάθηκα και προσπάθησα να την επαναφέρω δύο φορές. Την πίεζα στο στήθος και προσπάθησα να την κάνω να αναπνεύσει, αλλά δεν κατάφερα τίποτα. Ήμουν σε κατάσταση πανικού. Τη σκέπασα και την έβαλα στην ντουλάπα».
Όπως υποστήριξε, τα παιδιά του δεν αντιλήφθηκαν τίποτα, ενώ προσπάθησε να δικαιολογήσει τα μηνύματα που έστελνε στα παιδιά του παριστάνοντας ότι τα έστελνε η μητέρα τους, λέγοντας ότι έψαχνε τρόπο να τα καθησυχάσει:
«Ακόμα και τα μηνύματα που απέστειλα στον γιο μου από το κινητό της μητέρας του, αποκλειστικό σκοπό είχαν να καθησυχάσουν τα παιδιά μου και όχι να αποκρύψουν την άδικη πράξη μου, αφού άλλωστε ενώ είχα το χρονικό περιθώριο να τα διαγράψω δεν το έπραξα, αλλά αντίθετα τα έθεσα ο ίδιος υπόψη των Αρχών κατά το στάδιο της προανάκρισης. Δεν μπορούσα να το διαχειριστώ, δεν ήξερα τι να κάνω. Δεν μπορούσα να πιστέψω τι είχε συμβεί. Δεν το χωρούσε ο νους μου. Ήθελα όμως να το πω στις αρχές γιατί δεν άντεχα άλλο το βάρος, κι έτσι κάλεσα την αστυνομία και με απόλυτη ειλικρίνεια τους είπα τα πάντα.
Από τη μοιραία στιγμή που διαδραματίστηκαν αυτά τα γεγονότα μέχρι και την αυθόρμητη εμφάνισή μου στις Αρχές βίωνα καθημερινά μια ουσιαστική και συνειδητή ενδοσκόπηση που με οδήγησε να επιζητώ την αυτοτιμωρία μου. Άλλωστε, ποτέ δεν σκέφτηκα να τραπώ σε φυγή».
Ο καθ' ομολογίαν δράστης της δολοφονίας κρίθηκε προφυλακιστέος. Ενώπιον της ανακρίτριας δήλωσε μετανιωμένος: «Δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψουν τα συναισθήματά μου. Θα έδινα τα πάντα να γυρνούσα το χρόνο πίσω, για να αλλάξω αυτό που έγινε σε μία στιγμή ανεξέλεγκτης οργής».