Το ΔΙΚΤΥΟ για τη Μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και την Ευρώπη, διοργάνωσε, τη Δευτέρα 8 Νοεμβρίου 2021, δημόσια διαδικτυακή συζήτηση με θέμα τον «καθολικό εμβολιασμό ως προϋπόθεση για την λειτουργία της κοινωνίας και της οικονομίας. – Τι δέον γενέσθαι;».
Ο Ομότιμος Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή Αθηνών, Νίκος Αλιβιζάτος, συμμετείχε στην συζήτηση και τάχθηκε υπέρ της υποχρεωτικότητας των εμβολιασμών και υπέρ τη σκλήρυνσης των μέτρων για ανεμβολίαστους.
Ανέφερε, χαρακτηριστικά:
«Εδώ και δύο δεκαετίες, επίκεντρο της ιατρικής περίθαλψης δεν είναι η ασθένεια αλλά ο ασθενής, ο άνθρωπος. Οι κώδικες δεοντολογίας σήμερα είναι σαφείς. Ο ασθενής, με πλήρη τη συνείδηση των πνευματικών δυνάμεών του μπορεί να αρνηθεί ακόμη και την πιο πρόσφορη θεραπεία που θα του προταθεί από τους καλύτερους ιατρούς.
Η συναίνεση του ασθενούς, λοιπόν, έχει αποκτήσει ιδιαίτερη σημασία. Αντανάκλαση της μετάβασης αυτής στην ανθρωποκεντρική ιατρική είναι και το δικαίωμα του καθένα να αρνηθεί κάθε εξωγενή επέμβαση στο σώμα του, ιδίως αν αυτό αντίκειται σε βαθύτερες πεποιθήσεις του, άρα να αρνηθεί και στη χορήγηση του εμβολίου.
Εν τούτοις, αυτό ισχύει μόνο για τον απομονωμένο άνθρωπο, τον σύχρονο Ροβ. Κρούσο, που δεν βγαίνει από το σπίτι του. Δεν ισχύει όταν ο ενδιαφερόμενος ζει εντός του κοινωνικού συνόλου και ο μη εμβολιασμός του έχει επιπτώσεις για τους συμπολίτες του. Αν από τον μη εμβολιασμό του οι άλλοι κινδυνεύουν, δεν έχει δικαίωμα να τον αρνηθεί.
Στη χώρα μας, το Συμβούλιο της Επικρατείας σε σχέση με τους παιδικούς εμβολιασμούς αλλά και σε διεθνές επίπεδο το Δικαστήριο του Στρασβούργου δέχονται από χρόνια ότι εφόσον είναι αποδεδειγμένο ότι το συγκεκριμένο εμβόλιο είναι αποτελεσματικό και δεν έχει στατιστικά αξιόλογες παρενέργειες σύμφωνα με τα πορίσματα διεθνών και εγχώριων οργανισμών, δεν έχει το δικαίωμα κάποιος να αρνηθεί να εμβολιασθεί.
Η άρνηση είναι θεμιτή μόνον όταν υπάρχει υποκείμενο νόσημα ή, όπως έκρινε πρόσφατα το Δικαστήριο του Στρασβούργου, όταν υπάρχουν σοβαρές και από μακρού ακολουθούμενες αντιρρήσεις για φιλοσοφικούς ή θρησκευτικούς λόγους. Για περιπτώσεις σαν κι αυτές -και μόνο σαν κι αυτές- πρέπει να υπάρχει εναλλακτική λύση όπως η εργασία από το σπίτι.
Συνεπώς, το ερώτημα που τίθεται είναι μέχρι ποιο σημείο μπορεί να προχωρήσει η Πολιτεία για να επιβάλλει τον εμβολιασμό. Για ορισμένες κατηγορίες, ο εξαναγκασμός έχει αποδειχθεί αποτελεσματικός, όπως για τους υγειονομικούς. Η υποχρεωτικότητα μπορεί να επιβληθεί όχι μόνο στον ευρύτερο δημόσιο τομέα αλλά και στον ιδιωτικό, εφόσον η επαφή με τον κόσμο αποτελεί τον πυρήνα της απασχόλησης του εργαζομένου.
Θα πρέπει να προτείνονται λύσεις εφαρμόσιμες και όχι ουτοπικές. Ως προς τις κυρώσεις, θα πρέπει να υπάρξει κλιμάκωση στα μέτρα που θα επιβάλλονται. Αρχικά, μπορεί να επιβληθεί ένα διοικητικό πρόστιμο για τον προϊστάμενο του νοσοκομείου και τον μη εμβολιασμένο υγειονομικό ή γιατρό. Ανάλογα με τη βαρύτητα, η επιβολή ποινικών κυρώσεων δεν θα πρέπει να αποκλείεται. Για παράδειγμα, θα έπρεπε να προβλεφθεί ως ιδιώνυμο ποινικό αδίκημα η χρήση πλαστού πιστοποιητικού εμβολιασμού. Σε επίπεδο κινήτρων, οι προκηρύξεις του ΑΣΕΠ συνιστούν ένα εξέχον παράδειγμα. Θα μπορούσε για παράδειγμα να προβλεφθεί ότι υποψήφιος για μια θέση στον ευρύτερο δημόσιο τομέα δεν θα πάρει στην εξεταστική διαδικασία αν δεν είναι εμβολιασμένος».
Ας σημειωθεί ότι στη συζήτηση, την οποία συντόνισε η Πρόεδρος του ΔΙΚΤΥΟΥ και πρ. Ευρωπαία Επίτροπος Άννα Διαμαντοπούλου, συμμετείχαν οι: Νίκος Αλιβιζάτος, Ομότιμος Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή Αθηνών, Αχιλλέας Γραβάνης, Καθηγητής Φαρμακολογίας, στην Ιατρική Σχολή του Παν/μιου Κρήτης και Ερευνητής στο Ινστιτούτο Μοριακής Βιολογίας & Βιοτεχνολογίας του ΙΤΕ, Μάριος Λαζανάς Διευθυντής Παθολογικής – Λοιμωξιολογικής Κλινικής ΙΑΣΩ – Υπεύθυνος Λοιμωξιολόγος Ομίλου ΙΑΣΩ και Ελένη Λουρή, Καθηγήτρια Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών – πρ. Υποδιοικήτρια της Τράπεζας της Ελλάδος.
Βασικό συμπέρασμα της συζήτησης ήταν πως δεδομένης της εκθετικής αύξησης των κρουσμάτων, της ισχυρής πίεσης στο Εθνικό Σύστημα Υγείας, των δυσμενών προβλέψεων για την εξέλιξη της νόσου και των χαμηλών ποσοστών εμβολιασμού στον γενικό πληθυσμό, η μοναδική διέξοδος για την επαναφορά της οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας σε κανονικούς ρυθμούς, είναι η ώθηση όσο το δυνατόν μεγαλύτερου αριθμού πολιτών να εμβολιαστούν.