Τα ενοίκια και οι τιμές πώλησης αυξάνονται – Η ιδιοκατοίκηση μειώνεται στην Ελλάδα
Το κόστος στέγασης προβληματίζει πλέον το σύνολο των χωρών της Ευρώπης. Σύμφωνα με την Eurostat, μεταξύ του 2010 και του δεύτερου τριμήνου του 2022, τα ενοίκια αυξήθηκαν κατά 21% στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ μόνο το δεύτερο τρίμηνο του 2023 η αύξηση έφτασε στο 0,7% σε σύγκριση με το προηγούμενο τρίμηνο.
Οι αριθμοί δείχνουν έναν σταθερά αυξανόμενο ρυθμό ανά τρίμηνο. Το τελευταίο τρίμηνο του 2022 τα ενοίκια αυξήθηκαν κατά 2,5% ετησίως και το πρώτο τρίμηνο του 2023 αυξήθηκαν κατά 2,9%, όπως αποτυπώνεται στη νέα έκθεση του Πανελλαδικού Κτηματομεσιτικού Δικτύου E- Real Estates.
Πολλές χώρες της Ευρώπης εφαρμόζουν διευρυμένες πολιτικές στέγασης δημιουργώντας κοινωνικές κατοικίες εδώ και δεκαετίες, ενώ, λόγω των συνθηκών που διαμορφώθηκαν ιδιαίτερα από το 2018-2019, έχουν προβεί σε υιοθέτηση νέων μέτρων με στόχο την αναχαίτιση του κόστους στέγασης. Παράλληλα, εκτός των νέων στεγαστικών πολιτικών που εφαρμόζουν, επέβαλαν πλαφόν στις αυξήσεις των ενοικίων λόγω ραγδαίας αύξησης του πληθωρισμού και παράλληλα ενέταξαν νέα σχέδια στεγαστικής πολιτικής στο Ταμείο Ανάκαμψης.
Ραγδαία αύξηση των ενοικίων στην Ελλάδα –Ενας μισθός το κόστος στέγασης
Στη χώρα μας, η συσσωρευτική αύξηση των ενοικίων από το 2018 έως και το 2022, κυμάνθηκε από 37,2% έως και 42,1% αν αφορά κατοικία κατάλληλη για οικογένεια. Υψηλότερες αυξήσεις, καταγράφονται κυρίως σε μικρότερα ακίνητα κατάλληλα για φοιτητές. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με πρόσφατα δημοσιευμένα στοιχεία, οι ζητούμενες τιμές μίσθωσης φοιτητικής κατοικίας ή/και κατοικίες κατάλληλα για νέους αυξήθηκαν κατά 53% στην Αθήνα και στηn Πάτρα, όπου καταγράφεται η 2η μεγαλύτερη αύξηση το 49,23% το χρονικό διάστημα 2017-2022, ενώ τη φετινή χρονιά καταγράφεται επιπλέον μεσοσταθμική αύξηση της τάξεως του 8%-12%. Το 2022, η αύξηση των ζητούμενων μισθωμάτων για ακίνητα κατάλληλα για οικογένειες κυμάνθηκε μεσοσταθμικά στο 10%, από 3% έως 7% που καταγράφηκε το 2021. Ενώ, το τρέχον έτος αναμένονται νέες αυξήσεις μεσοσταθμικά της τάξεως του 6%-10%.
«Το κόστος στέγασης στην Ελλάδα έχει εκτιναχθεί σε τέτοια επίπεδα που αγγίζει το 60%-70% του μέσου μηνιαίου μισθού και αν πρόκειται για οικογενειακή κατοικία το σύνολο ενός «καλού» μισθού. Μεγάλο μέρος των συμπολιτών μας αναγκάζεται να κάνει περικοπές ακόμη και σε βασικές ανάγκες του. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα, το 76,9% των ενοικιαστών, εφόσον πληρώσουν τα έξοδα του σπιτιού, κάνει περικοπές στα βασικά αγαθά ή λαμβάνει οικονομική βοήθεια από τρίτους», αναφέρεται στην έκθεση του E- Real Estates.
Σύμφωνα με τη Eurostat, η χώρα μας είναι «πρωταθλήτρια» στο κόστος στέγασης στο σύνολο των χωρών της Ευρωζώνης, τόσο για όσους ζουν στα αστικά κέντρα όσο και για εκείνους που ζουν σε αγροτικές περιοχές. Παράλληλα, το 36,9% των Ελλήνων ζουν σε νοικοκυριά με καθυστερήσεις σε στεγαστικά δάνεια, ενοίκια ή λογαριασμούς κοινής ωφέλειας. Οι καθυστερήσεις σε λογαριασμούς στεγαστικών δανείων, ενοικίων ή υπηρεσιών κοινής ωφέλειας είναι μια άλλη ένδειξη ότι το κόστος στέγασης μπορεί να είναι πολύ υψηλό. Ενώ, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα, το 76,9% των ενοικιαστών, εφόσον πληρώσουν τα έξοδα του σπιτιού, κάνει περικοπές ή λαμβάνει οικονομική βοήθεια από τρίτους.
Ραγδαία αύξηση των τιμών πώλησης – στο +71,1% η Αττική
Μεταξύ του 2010 και του δεύτερου τριμήνου του 2023, οι τιμές πώλησης των κατοικιών αυξήθηκαν κατά 46% στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σύμφωνα με τη Eurostat. Στη χώρα μας οι τιμές πώλησης των κατοικιών αυξήθηκαν από το 2017 έως και το δεύτερο τρίμηνο του 2023 κατά 71,1% στην Αττική και κατά 53,8% πανελλαδικά. Σε πολλές περιπτώσεις οι τιμές πώλησης στην Αττική, είναι μειωμένες κατά 5,3% σε σχέση με το 2008 που αποτελεί τη χρονιά με το υψηλότερο σημείο τιμών.
Σημαντικός παράγοντας στη ραγδαία αύξηση των τιμών πώλησης, αποτελεί το συνεχώς αυξανόμενο κόστος κατασκευής. Το κόστος κατασκευής από 1.000€/τμ -1.200€/τμ χωρίς να υπολογίζεται το κόστος του οικοπέδου πριν μερικά χρόνια, πλέον, αγγίζει τα 1.500€/τμ -1.700€/τμ, δηλαδή μια αύξηση κατά 50%-60%.
Μείωση της ιδιοκατοίκησης κατά 2,6 ποσοστιαίες μονάδες 2019-2022
Σε αντίθεση με την αύξηση τόσο των ενοικίων, όσο και των τιμών πώλησης, η ιδιοκατοίκηση στην Ελλάδα καταγράφει μείωση κατά 2,6 ποσοστιαίες μονάδες το χρονικό διάστημα 2019-2022. Η μείωση αυτή αντιστοιχεί σε 102.695 κατοικίες (3.949.900 το στεγαστικό απόθεμα το 2019 – Eurostat).
«Ένα μεγάλο μέρος των άνωθεν κατοικιών μπορεί να «χάθηκαν» λόγω της έναρξης των πλειστηριασμών, καθώς και λόγω της πανδημικής κρίσης. Παράλληλα, μέρος ιδιοκτητών ακινήτων με οφειλές σε τραπεζικά ιδρύματα θέλησαν να εξοφλήσουν το ποσό οφειλής πουλώντας την ιδιοκτησία τους, επιλέγοντας να προβούν σε μίσθωση κατοικίας. Ένα μέρος των ιδιοκτητών μπορεί να επέλεξαν να εκμεταλλευτούν τα ακίνητά τους μέσω βραχυχρόνιας μίσθωσης ή και να πουλήσουν την κατοικία τους λόγω της αύξησης των τιμών πώλησης», αναφέρει ο πρόεδρος του E- Real Estates, Θεμιστοκλής Μπάκας.
Στη 20η Θέση η Ελλάδα στο ποσοστό ιδιοκατοίκησης ανάμεσα σε 33 χώρες της Ευρώπης το 2021
Ο μύθος ότι η Ελλάδα διαθέτει το υψηλότερο ποσοστό ιδιοκατοίκησης στην Ευρώπη καταρρίπτεται σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat. H Ελλάδα για το έτος 2021 κατατάσσετε στην 20η θέση ανάμεσα σε 33 χώρες της Ευρώπης χάνοντας την 19η θέση που κατείχε το 2020 και την 17η θέση που κατείχε το 2019. Ενώ, σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία για το έτος 2022, καταγράφεται νέα μείωση κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες. Η χώρα μας καταγράφει μείωση κατά 2,6 μονάδες του ποσοστού ιδιοκατοίκησης εντός της τελευταίας τριετίας (2019-2022).
11,8 ποσοστιαίες μονάδες μειώθηκε το ποσοστό ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα από το 2005 έως το 2022
Το διάστημα από το 2005 έως το 2022, το ποσοστό ιδιοκατοίκησης στη χώρα μας υποχώρησε από το 84,6% στο 72,8%, χάνοντας 11,5 ποσοστιαίες μονάδες σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat. Το 2015, το ποσοστό ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα ανήλθε στο 75,1% με αρνητικές διακυμάνσεις την επόμενη τριετία (2016,2017,2018), ενώ το 2019 αυξήθηκε στο 75,4%.
Τα μικρότερα ποσοστά ιδιοκτησίας καταγράφονται τα μνημονιακά χρόνια, το 2014 με 74%, το 2016 με 73,9%, το 2017 με 73,3% και το 2018 με 73,9%. Παρόμοια ποσοστά ιδιοκατοίκησης καταγράφουμε το 2020 με 73,9% και το 2021 με 73,3%, ενώ το 2022 το ποσοστό ιδιοκατοίκησης μειώνεται περαιτέρω αγγίζοντας το 72,8%.
Από το 2020 έως και τα τέλη του 2022, η χώρα μας έχασε 2,6 ποσοστιαίες μονάδες που αντιστοιχούν σε 102.695 κατοικίες (3.949.900 το στεγαστικό απόθεμα το 2019 – Eurostat). Ένα μεγάλο μέρος των άνωθεν κατοικιών «χάθηκαν» λόγω της έναρξης των πλειστηριασμών, καθώς και λόγω της πανδημικής κρίσης. Παράλληλα, μέρος ιδιοκτητών ακινήτων με οφειλές σε τραπεζικά ιδρύματα θέλησαν να εξοφλήσουν το ποσό οφειλής πουλώντας την ιδιοκτησία τους, επιλέγοντας τη μίσθωση κατοικίας. Επιπλέον, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι ένα μέρος των ιδιοκτητών επέλεξε την «εκμετάλλευση» των ακινήτων τους μέσω βραχυχρόνιας μίσθωσης ή/και να πουλήσουν την κατοικία τους λόγω της αύξησης των τιμών πώλησης σε επενδυτές εγχώριους ή μη, που δεν ιδιοκατοικούν.
Άμεση η ανάγκη ενός ολοκληρωμένου σχεδίου στεγαστικής πολιτικής
Στη χώρα μας, ο πληθωρισμός στα τρόφιμα και τα είδη πρώτης ανάγκης, η αύξηση του κόστους κατασκευής που πιέζει αυξητικά τις τιμές πώλησης, η αύξηση των επιτοκίων στεγαστικών δανείων, η ραγδαία αύξηση των ενοικίων, το κόστος ενέργειας και γενικότερα η αύξηση του κόστους διαβίωσης, συρρικνώνει τα διαθέσιμα εισοδήματα.
«Απαιτείται να λάβουμε σοβαρά υπόψη και να κατανοήσουμε ότι το προσαυξημένο κόστος στέγασης δεν αφορά πλέον αποκλειστικά τα κατώτερα οικονομικά στρώματα που βρίσκονται κοντά στον κίνδυνο φτώχειας ή/τα ευάλωτα οικονομικά νοικοκυριά ή μόνο τους νέους ηλικιακά, πλήττει και άτομα των οποίων τα εισοδήματα είναι, αφενός υψηλότερα, αφετέρου όμως, πολύ χαμηλά για να μπορούν να στεγαστούν υπό τις συνθήκες της ιδιωτικής αγοράς», τονίζει ο κ. Μπάκας.
Οι οικονομικές προκλήσεις στην παγκόσμια κοινότητα καθώς και στη χώρα μας βρίσκονται προ των πυλών και απαιτούνται άμεσα διευρυμένες πολιτικές στέγασης, πολιτικές με διεύρυνση των δικαιούχων, με στόχο την αναχαίτηση του κόστους την επόμενη ημέρα και την προσβασιμότητα σε αγορά κατοικίας, αλλά, παράλληλα και πολιτικές με υλοποίηση 2-3 ετών, που θα στοχεύουν στην εξάλειψη ιδίων δεδομένων στο μέλλον, καθώς και μέτρα που θα «προστατεύουν» την ιδιοκτησία υπό συνθήκες μη υγιούς οικονομικού περιβάλλοντος.
Μέτρα που θα ελαφρύνουν τον οικογενειακό προϋπολογισμό της οικογένειας που μισθώνει την κύρια κατοικία της, που πληρώνει ενοίκιο για τον φοιτητή της αλλά δεν δικαιούται το φοιτητικό επίδομα, στους νέους έως 39ετών που δεν εμπίπτουν στο άνωθεν πρόγραμμα διότι έχουν υψηλότερες αποδοχές, που θέλουν να αγοράσουν σπίτι αλλά δεν διαθέτουν το ποσοστό της ιδίας συμμετοχής (δεν διαθέτουν αποταμιεύσεις) που ζητούν τα τραπεζικά ιδρύματα, τον 26χρονο του 2009 και πλέον 40χρονο που χάνει το όριο ηλικίας για ένα μόλις έτος. Μέτρα που θα διευρύνουν τους δικαιούχους.
«Η δημιουργία μέτρων φθηνού δανεισμού και μάλιστα μικρής κλίμακας με βάση την ανάγκη του σήμερα, δεν μπορούν να αποτελούν την ναυαρχίδα στεγαστικών πολιτικών μιας χώρας που είναι πρωταθλήτρια του κόστους στέγασης, που απαιτείται ένας ολόκληρος μισθός για τη μίσθωση οικογενειακής κατοικίας, που το 36,9% των Ελλήνων ζουν σε νοικοκυριά με καθυστερήσεις σε στεγαστικά δάνεια, ενοίκια ή λογαριασμούς κοινής ωφέλειας, αλλά ένα από τα πολλά μέτρα ενός ολοκληρωμένου σχεδίου στεγαστικής πολιτικής – κάτι που δεν ισχύει στη χώρα μας», αναφέρεται στην έκθεση.
Και καταλήγει: «Μη ξεχνάμε ότι η χώρα μας είναι από τις λίγες χώρες της Ε.Ε που δεν διαθέτει κοινωνικές κατοικίες (όχι εργατικές). Η κοινωνική κατοικία αντιπροσωπεύει μορφές παρεμβάσεων- κατασκευή, ρυθμιστικά μέτρα κλπ., της εθνικής κυβέρνησης ή και των τοπικών αρχών στην αγορά κατοικίας προκειμένου να εξασφαλιστεί η πρόσβαση όλων. Η παροχή της στέγης αποτελεί υποχρέωση της πολιτείας και υπάγεται στον τομέα της κρατικής κοινωνικής πολιτικής».