Με αφορμή τα 40 χρόνια από την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΕ, θυμόμαστε τις μέρες που η Κέρκυρα υποδέχτηκε τους ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα Ιωάννινα συγκέντρωσαν τα φώτα ολόκληρης της Ευρώπης σε μία άτυπη αλλά ιστορική Σύνοδο.
Ιστορική ευθύνη;
Η Ελλάδα μπορεί να μην ήταν από τα πρώτα κράτη που μπήκαν στο μαραθώνιο της «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης αλλά από πολύ νωρίς, με την ένταξή της στην ΕΟΚ, επιχείρησε να αφήσει το στίγμα της. Ήταν και η ευθύνη ελαφρώς μεγαλύτερη γιατί υπήρχε στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα αυτό το βάρος της πολιτιστικής και ιστορικής απαίτησης που κουβαλούσε η χώρα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, ως πρωτότοκος φορέας των αξιών του δυτικού πολιτισμού. Σε αυτό το πνεύμα η πλειοψηφία της πολιτικής ηγεσίας, σε Ελλάδα και ΕΕ, υποδέχονταν την ελληνική προεδρία σε αυτές τις γνωστές υπερβολές, πάντοτε.
Κρίσιμη προεδρία
Όταν η Ελλάδα αναλάμβανε για πρώτη φορά την προεδρία στο Συμβούλιο της ΕΕ, το 1983 έκλεινε μόλις δύο χρόνια στην ΕΟΚ. Το 1988 αναλάμβανε ξανά την προεδρία για το δεύτερο εξάμηνο του έτους και σχεδόν μια δεκαετία αργότερα, το 1994, η χώρα μας ανέλαβε για τρίτη φορά την προεδρία για το διάστημα από 1η Ιανουαρίου μέχρι 31 Ιουνίου. Η τρίτη προεδρία όμως ήταν πολύ διαφορετική από τις δύο προηγούμενες και το βάρος έπεφτε στην τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, με χαρακτηριστικούς εκπροσώπους στις διαδικασίες, τον υπουργό Εξωτερικών τότε, Κάρολο Παπούλια, τον αναπληρωτή υπουργό Εξωτερικών, Θεόδωρο Πάγκαλο, υπό την πρωθυπουργία του Ανδρέα Παπανδρέου.
Σε αντίθεση με τις προηγούμενες προεδρίες της Ελλάδας πλέον είχε τεθεί σε ισχύ η συνθήκη του Μάαστριχτ και πλέον η ευρωπαϊκή κοινότητα καλούνταν να κάνει τα επόμενα της βήματα με νέους όρους και απαιτήσεις. Η ελληνική προεδρία έπρεπε να προχωρήσει την «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση». Εκείνη την περίοδο υιοθετήθηκαν η λεγόμενη Λευκή Βίβλος της ΕΕ, ιδρύθηκε το Ταμείο Συνοχής, εγκρίθηκε ο Ευρωπαϊκός χάρτης Ενέργειας και έγιναν και πολλά άλλα βήματα στην πιο φιλόδοξη περίοδο της Ένωσης, θα έλεγε κανείς.
Στην Κέρκυρα η ΕΕ μεγάλωσε λίγο ακόμα
Η Κέρκυρα αποτέλεσε τον τόπο υποδοχής τριών καινούργιων μελών για την ευρωπαϊκή «οικογένεια». Η Σύνοδος κορυφής που έλαβε χώρα στις 24-25 Ιουνίου ολοκλήρωσε τις προσπάθειες της για να επιτύχει τη διεύρυνση. Οι υποψήφιες χώρες της Αυστρίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας έγιναν δεκτές, ως μέλη της ΕΕ. Η ιστορική απόφαση πάρθηκε στο ναό του Αγίου Γεωργίου στο πανέμορφο ελληνικό νησί και τα τρία κράτη από 1η Ιανουαρίου του 1995 θα ήταν επίσημα μέλη της Ένωσης.
Η ελληνική προεδρία επιχείρησε γενικά να διαμορφώσει το έδαφος της διεύρυνσης στην περιοχή της Νότιας και Ανατολικής Ευρώπης. Υπεγράφη, σε αυτό το πλαίσιο, ιστορική συμφωνία σύνδεσης της Ρωσίας με την ΕΕ, καθώς παρών στη διαδικασία ήταν και ο Πρόεδρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας, Μπόρις Γέλτσιν. Η διεύρυνση της πολιτικής και οικονομικής συνεργασίας και ενοποίησης στην περιοχή θα διευκόλυνε σημαντικά την ελληνική επιχειρηματική δραστηριότητα, η οποία είχε σημαντικές βλέψεις στην περιοχή της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Ταυτόχρονα, η ΕΕ έβλεπε σταθερά, στην περιοχή των Βαλκανίων και ευρύτερα, μια ευκαιρία για ένα νέο επενδυτικό και αναπτυξιακό πεδίο.
Παράλληλα, πολλοί αξιωματούχοι ανέφεραν ότι στο βαθμό που θα ερχόντουσαν τα βαλκανικά κράτη και η Ρωσία πιο κοντά στην ΕΕ, θα εξασφαλίζονταν και καλύτεροι όροι σταθερότητας, συνεργασίας και ειρήνης στην πολύπαθη περιοχή. Η Ελλάδα και μέσα από την προεδρία της επιχείρησε να πρωταγωνιστήσει σε αυτήν τη διαδικασία και με το ρόλο του διαμεσολαβητή μεταξύ της ΕΕ και των δυνητικών εταίρων, ως βαλκανικό κράτος και η ίδια.
Η Σύνοδος κατέληξε στην απόφαση ότι η Κύπρος και η Μάλτα θα περιλαμβάνονταν στην επόμενη διεύρυνση.
Όχι χωρίς εμπόδια
Δεν ήταν όλες οι πλευρές αισιόδοξες για τη διαχείριση της προεδρίας από πλευράς της Ελλάδας. Σύμφωνα και με τα ρεπορτάζ της εποχής, υπήρχε ανησυχία ότι η ελληνική πλευρά θα αξιοποιούσε το θεσμικό της αξίωμα για να προωθήσει τα συμφέροντά της ακόμα και σε βάρος της ΕΕ. Δεν πρέπει να ξεχνάμε εξάλλου ότι εκείνη την περίοδο είχε ανακύψει και το διπλωματικό και πολιτικό «αγκάθι» του «ονοματολογικού» στα γειτονική Β. Μακεδονία, τότε αναφερόμενη ως «Σκόπια». Η Ελληνική κυβέρνηση είχε πραγματοποιήσει οικονομικό και εμπορικό εμπάργκο στους γείτονές της και πολλοί Ευρωπαίοι εξέφραζαν ανοιχτά την ανησυχία τους για τις εξελίξεις. Παρ’ όλα αυτά δεν συζητήθηκε στην Κέρκυρα οτιδήποτε σχετικό, σύμφωνα με τις επίσημες αναφορές.
Τα Ιωάννινα έδωσαν το όνομά τους σε έναν περίφημο «συμβιβασμό»
Οι ελληνική συμβολή στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα πραγματοποίησε άλλη μία σημαντική στάση λίγο καιρό νωρίτερα, αυτήν τη φορά στα Ιωάννινα, πόλη που έμελλε να δώσει το όνομα της σε μια σημαντική πολιτική απόφαση.
Στις 29 Μαρτίου , οι υπουργοί Εξωτερικών των κρατών-μελών πραγματοποίησαν μια άτυπη συνάντηση. Σε αυτήν τη συνάντηση υπήρξε μια ιστορική συμφωνία, που θα καθόριζε πολλά στη λήψη των σημαντικών αποφάσεων της ΕΕ, Στα Ιωάννινα υιοθετήθηκε ο επονομαζόμενος «συμβιβασμός των Ιωαννίνων». Ο «Συμβιβασμός των Ιωαννίνων» λειτουργεί σαν εργαλείο με το οποίο ένα κράτος-μέλος μπορεί να προστατευτεί από αποφάσεις της ΕΕ που πιστεύει ότι θίγουν τα συμφέροντά του. Αν μια χώρα δεν καταφέρει να βρει συμμάχους, ώστε να ασκήσουν από κοινού βέτο, η νομοθετική διαδικασία παγώνει. Τότε, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο πρέπει αναζητήσει κοινά αποδεκτή λύση. Ο διπλωματικός αυτός όρος δεν θεμελιώθηκε νομικά αλλά αποτέλεσε μια άτυπη συμφωνία μεταξύ των κρατών-μελών για τις αποφάσεις του Συμβουλίου.
Σήμερα, μετά από αρκετά χρόνια, προβλέπεται ότι εφόσον χώρες που εκπροσωπούν το 19.5% του πληθυσμού της ΕΕ διαφωνήσουν με ένα νόμο που συζητιέται και ψηφίζεται στο Συμβούλιο, μπορούν να ενεργοποιήσουν τον Συμβιβασμό των Ιωαννίνων. Δεν είναι εύκολο εγχείρημα. Για παράδειγμα 15 χώρες της ευρωζώνης (πλην των μεγαλύτερων πληθυσμιακά κρατών) φτάνουν το 16%.
Η Κέρκυρα φιλοξένησε συζητήσεις και σημαντικές αποφάσεις που εξέφραζαν την ενωσιακή δυναμική εκείνη την περίοδο. Η διεύρυνση, οι συμβολισμοί, ο ρόλος της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας σημάδεψαν την ιστορική στιγμή. Τα Ιωάννινα έβαλαν ένα λιθαράκι στην ευρωπαϊκή πορεία, στον τρόπο λήψης των αποφάσεων στην ΕΕ. Η τρίτη ελληνική προεδρία άφησε την ευρωπαϊκή κοινότητα λίγο μεγαλύτερη, γέννησε έναν νέο διπλωματικό όρο και ακολούθησε τη διαδρομή που χάραξε η συνθήκη του Μάαστριχτ. Από πολλές απόψεις λοιπόν το 1994, η Ελλάδα, η Κέρκυρα και τα Ιωάννινα, έβαλαν τη σφραγίδα τους στις εξελίξεις.