Το 35% του ελληνικού πληθυσμού δεν διαβάζει ούτε ένα βιβλίο τον χρόνο, σύμφωνα με στοιχεία έρευνας που έγινε το διάστημα 2021-2022.
Η έρευνα που παρουσίασε ο διευθυντής του Οργανισμού Συλλογικής Διαχείρισης Έργων του Λόγου (ΟΣΔΕΛ), Γιωργανδρέας Ζάννος, στο πλαίσιο της 19ης Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου Θεσσαλονίκης (ΔΕΒΘ), που άνοιξε την Πέμπτη (4/5) τις πύλες της, έδωσε απαντήσεις στο πόόσα βιβλία διαβάζουμε το χρόνο και πόσο επηρέασε η περίοδος της πανδημίας την αναγνωστική μας πρακτική.
Ένα από τα σημαντικότερα ευρήματα της έρευνας είναι ο αριθμός αυτών που διαβάζουν και τα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά. «Το 35% του ελληνικού πληθυσμού δεν διαβάζει ούτε ένα βιβλίο το χρόνο. Οι μέτριοι αναγνώστες, που διαβάζουν από ένα έως 4 βιβλία το χρόνο ανέρχονται σε ποσοστό 34%, ενώ μόνο το 31% του πληθυσμού διαβάζει πάνω από πέντε βιβλία ετησίως», τόνισε ο κ. Ζάννος.
Η συγκεκριμένη έρευνα πραγματοποιήθηκε το έτος 2021 έως και τις αρχές του 2022 και είναι ιδιαίτερα σημαντική καθώς η αμέσως προηγούμενη διεξήχθη πριν από 12 χρόνια από το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ).
«Σε σχέση με την προηγούμενη έρευνα, βλέπουμε την πρόοδο που έχει γίνει. Τότε, το 65% δήλωνε ότι δεν διαβάζει ούτε ένα βιβλίο το χρόνο. Πέρυσι το ποσοστό αυτό μειώθηκε σημαντικά, αλλά εξακολουθεί να είναι μεγάλο, αφού αγγίζει το 35% του ελληνικού πληθυσμού», υπογράμμισε ο πρόεδρος του ΟΣΔΕΛ.
Η περίοδος της πανδημίας είχε συνέπειες στην πρακτική της ανάγνωσης για τους Έλληνες
Σε σχέση με τις προτιμήσεις των αναγνωστών, πρώτη σε προτίμηση είναι η ελληνική λογοτεχνία. «Ακολουθεί η ξένη λογοτεχνία, το αστυνομικό μυθιστόρημα, η ψυχολογία, οι κοινωνικές επιστήμες κ.α. Η κατάταξη είναι παρόμοια με την προηγούμενη έρευνα, με τη διαφορά ότι η αστυνομική λογοτεχνία ανέβηκε στη δημοφιλία των αναγνωστών τα τελευταία χρόνια», είπε ο Γιωργανδρέας Ζάννος.
Η περίοδος της πανδημίας είχε συνέπειες στην πρακτική της ανάγνωσης, με σημαντικότερη το γεγονός ότι το 44% του πληθυσμού διάβασε περισσότερο. «Αυτό ήταν κάτι αναμενόμενο, αλλά έχει σημασία ότι αφορά μόνο τους συστηματικούς αναγνώστες, αυτούς που ούτως ή άλλως διάβαζαν βιβλία. Από την άλλη, το 45% δεν αύξησε την αναγνωστική του πρακτική, ενώ μόλις ένα 11% τη μείωσε», ανέφερε ο ομιλητής.
Πάντως, σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, η μέθοδος «στόμα με στόμα» αποτελεί την καλύτερη… διαφήμιση για την επιλογή ενός βιβλίου από τους αναγνώστες. «Το 50% των αναγνωστών δήλωσαν ότι πληροφορούνται το πώς θα διαλέξουν ένα συγκεκριμένο βιβλίο από φίλους και γνωστούς και μάλιστα, στις ηλικίες 16-24 το ποσοστό αυτό αυξάνεται ακόμη περισσότερο και φτάνει το 64%», είπε ο κ. Ζάννος και συμπλήρωσε πως δεύτερη πηγή πληροφόρησης για τους Έλληνες αναγνώστες αποτελούν τα βιβλιοπωλεία.
«Αυτό που λογικά άλλαξε σε σχέση με προηγούμενη έρευνα του 2011, είναι ότι πλέον στις πηγές πληροφόρησης εντάσσεται σε πολύ μεγαλύτερο ποσοστό το διαδίκτυο και τα κοινωνικά δίκτυα», επισήμανε καταληκτικά.
Μήνυμα στους γονείς να μεγαλώνουν τα παιδιά τους κοντά με το βιβλίο
Τέλος, ο πρόεδρος του Οργανισμού Συλλογικής Διαχείρισης Έργων του Λόγου, έστειλε ένα μήνυμα στους γονείς που μεγαλώνουν παιδιά να φροντίζουν από νωρίς να φέρουν τα παιδιά τους κοντά με το βιβλίο κι αυτό διότι από την έρευνα τεκμηριώνεται ότι κύριοι παράγοντες για να διαβάζει ένας άνθρωπος, είναι να έχει μεγαλώσει σε περιβάλλον όπου υπάρχουν βιβλία και υπάρχουν αναγνώστες, είτε είναι ο πατέρας ή η μητέρα, είτε ακόμη ο παππούς ή η γιαγιά.
Η έρευνα του ΟΣΔΕΛ έχει τίτλο «Αναγνώσεις, αναγνώστες και αναγνώστριες: Το βιβλίο και το κοινό του στην Ελλάδα». Την επιστημονική διεύθυνσή της είχε ο καθηγητής κοινωνιολογίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ), Νίκος Παναγιωτόπουλος, και παρουσιάστηκε στο πλαίσιο του 1ου Διεθνούς Επαγγελματικού Προγράμματος που εγκαινιάστηκε σήμερα στη ΔΕΒΘ.