Μπορεί παραδοσιακά την περίοδο του Πάσχα να τσουγκρίζονται στην Ελλάδα 300.000.000 κόκκινα αβγά, αλλά η έκτακτη κατάσταση λόγω κορωνοϊού, δεν επιτρέπει ασφαλείς προβλέψεις για τη ζήτηση από τους καταναλωτές.
Αυτά επισήμανε, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο διευθυντής της Ένωσης Αβγοπαραγωγών Ελλάδας, Γιάννης Λιάρος ο οποίος διατηρώντας την αισιοδοξία του και για τη φετινή περίοδο, τόνισε ότι παρά τις αντίξοες συνθήκες που δημιουργεί η πανδημία, οι Έλληνες παραγωγοί του κλάδου συνεχίζουν να κάνουν τη δουλειά τους για να υπάρχουν αβγά σε κάθε ελληνικό τραπέζι, κάθε ημέρα.
Όπως εξήγησε, η ζήτηση σε τρόφιμα γενικά είναι ήδη αυξημένη και το ίδιο ισχύει και για το αβγό, από τη στιγμή που σούπερ μάρκετ, μίνι μάρκετ και αγορές τροφίμων λειτουργούν κανονικά και αποτελούν σημαία αγοράς για τους πολίτες.
«Αναμένεται η ζήτηση να κορυφωθεί τις επόμενες ημέρες»
«Το αναμενόμενο είναι η ζήτηση αυτή να κορυφωθεί τις επόμενες ημέρες, ενόψει Πάσχα, και πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας ότι η Κυριακή 12 Απριλίου είναι το Πάσχα των Καθολικών, μια περίοδος με αυξημένη ζήτηση σε αβγά και στις άλλες χώρες. Αυτό, σε συνδυασμό με τα περιοριστικά μέτρα που ισχύουν σε όλη την Ευρώπη, λόγω της πανδημίας, θα κρίνει κατά πόσο θα επηρεαστεί η κάλυψη της ζήτησης και στην Ελλάδα,τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τα εισαγόμενα αυγά», τόνισε.
Πάντως, αβγοπαραγωγοί από τη Βόρεια Ελλάδα, αρνήθηκαν να αναφερθούν για την μέχρι στιγμής κίνηση στην αγορά και ανέφεραν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι ο κλάδος αντιμετωπίζει προβλήματα, κυρίως με το θέμα των επιταγών.
Στο... κόκκινο πολλοί παραγωγοί λόγω της περιορισμένης κατανάλωσης
Στο «κόκκινο» πολλοί παραγωγοί εξαιτίας της περιορισμένης κατανάλωσης - Μείωση ζωϊκού κεφαλαίου
Σύμφωνα με τον κ. Λιάρο, η ετήσια μέση παραγωγή αβγού στην Ελλάδα ανέρχεται σε 1,47 δισ. τεμάχια, με την αυτάρκεια της χώρας να κυμαίνεται στο 70%-80%. Η ετήσια κατανάλωση στην Ελλάδα φτάνει το 1,7 δισ. αβγά και η μέση κατά κεφαλήν κατανάλωση διαμορφώνεται σε 140 αβγά - συμπεριλαμβανομένων και όσων χρησιμοποιούνται για την κατασκευή αρτοσκυασμάτων ή γλυκισμάτων. Ο ετήσιας τζίρος του κλάδου ανέρχεται σε 150-200 εκατ. ευρώ, ανάλογα πάντα τις συνθήκες και τη συγκυρία.
Υπογραμμίζοντας ότι «πολλοί αβγοπαραγωγοί παλεύουν για να μείνουν όρθιοι», ο κ. Λιάρος τόνισε χαρακτηριστικά, ότι «δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το υψηλό κόστος παραγωγής, η βαριά φορολογία αλλά και ο αθέμιτος ανταγωνισμός από τις ελληνοποιήσεις και αναβαθμίσεις προϊόντων έχει φέρει πολλούς παραγωγούς στο "κόκκινο"". Ερωτηθείς για τον αριθμό αβγοπαραγωγών μονάδων στην Ελλάδα, ο κ. Λιάρος, σημείωσε ότι δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία και σημείωσε: «εδώ και καιρό ζητάμε επίμονα από τις αρμόδιες αρχές της πολιτείας την επικαιροποίηση και δημοσιοποίηση του μητρώου παραγωγών, ώστε να μπορεί ο καθένας να γνωρίζει πόσες και ποιες μονάδες λειτουργούν ανά την Ελλάδα και τι είδους αβγά παράγει η καθεμία». Όπως υπογράμμισε, πρέπει να έχουμε ξεκάθαρη εικόνα και έγκυρα στοιχεία, ώστε να αποτυπώνεται πλήρως η δυναμικότητα του κλάδου και να γίνονται στοχευμένες παρεμβάσεις όπου απαιτείται για τη στήριξη παραγωγών που αντιμετωπίζουν προβλήματα.
«Το ζωικό κεφάλαιο έχει μειωθεί σχεδόν στο μισό»
Για το ζωϊκό κεφάλαιο στη χώρα, ο διευθυντής της Ένωσης Αυγοπαραγωγών Ελλάδας, τόνισε: «τα νούμερα είναι αμείλικτα. Τα τελευταία 10-12 χρόνια το ζωικό κεφάλαιο έχει μειωθεί κατά σχεδόν 40%, από πάνω από 5.500.000 όρνιθες σε 3.500.000».
Το ζητούμενο, όπως πρόσθεσε, «είναι οι απογοητευμένοι παραγωγοί, που βλέπουν τους κόπους ετών να πηγαίνουν χαμένοι, να αποκτήσουν κίνητρο για να επενδύσουν και πάλι στην παραγωγή, αλλά και νέοι παίκτες να δουν τον κλάδο ως μια ευκαιρία επένδυσης και ανάπτυξης. Αυτό, προφανώς, προϋποθέτει μείωση του κόστους παραγωγής, μείωση της βαρύτατης φορολογίας αλλά και καταπολέμηση φαινομένων που "σκοτώνουν" την ελληνική παραγωγή, όπως οι ελληνοποιήσεις και οι αναβαθμίσεις παράνομα εισαγόμενων αυγών».
«Η κυβέρνηση κάνει τα σωστά βήματα»
Ως «μεγάλη πληγή» για τους Έλληνες παραγωγούς αβγού, χαρακτήρισε τις ελληνοποιήσεις ο κ. Λιάρος, επαναλαμβάνοντας ότι η θέση της Ένωσης είναι γνωστή, πάγια και κατ' επανάληψη κατατεθειμένη στις αρμόδιες αρχές. Υπογράμμισε, εκ νέου, την ανάγκη για υπαγωγή του αβγού στο σύστημα ΑΡΤΕΜΙΣ «όπως άλλωστε έχει δεσμευτεί το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, εδώ και πέντε χρόνια». Περαιτέρω, υπογράμμισε την ανάγκη για αυστηρότερους ελέγχους και ζήτησε την «παραδειγματική τιμωρία των παρανομούντων».
Πάντως, όπως αναγνώρισε, η τρέχουσα ηγεσία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση. «Ευτυχώς, όπως προέκυψε σε πρόσφατη συνάντηση που είχαμε στο υπουργείο, η υπαγωγή του αβγού στο ΑΡΤΕΜΙΣ έχει, επιτέλους, δρομολογηθεί. Ξέρουμε ότι η δήλωση των ισοζυγίων δεν είναι πανάκεια και δεν θα λύσει το 100% του προβλήματος, όμως σε συνδυασμό με αυστηρότερους ελέγχους μπορεί να αλλάξει τα δεδομένα και να αντιμετωπίσει σε σημαντικό βαθμό αυτά τα απαράδεκτα φαινόμενα των ελληνοποιήσεων», τόνισε.
Επίσης, όπως πρόσθεσε, «αξιολογούμε πολύ θετικά την πρόσφατη ανακοίνωση του υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Μάκη Βορίδη, για αυστηροποίηση των προστίμων για όσους εισάγουν παράνομα, ελληνοποιούν και αναβαθμίζουν αυγά. Κάτι κινείται και ελπίζουμε πως θα δούμε άμεσα αποτελέσματα».
Οι τιμές του αβγού
Μεταξύ άλλων, ο κ. Λιάρος σημείωσε την ειλημμένη απόφαση που υπάρχει για ίδρυση Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Αυγού και τόνισε «έχουμε γνωστοποιήσει την απόφασή μας στο υπουργείο και η όλη διαδικασία θα είχε τρέξει με ταχύτερο ρυθμό αν δεν είχε προκύψει η κρίση της πανδημίας. Σύντομα, με την ομαλοποίηση της κατάστασης, θα έχουμε περισσότερα να πούμε για αυτό».
Σε ό,τι αφορά τις τιμές του αβγού, αυτές κυμαίνονται σε:τιμή παραγωγού 8-9 λεπτά, χονδρική 15 λεπτά, λιανική 35 λεπτά και σε κάποια μαγαζιά λιανικής, χύμα προϊόν 20-25 λεπτά. Βέβαια, όπως επισήμανε ο κ. Λιάρος, «οι τιμές διαμορφώνονται με βάση πολλούς παράγοντες. Κινούνται στα προαναφερόμενα επίπεδα, ωστόσο μέσω των προσφορών, που είναι συστηματικές ειδικά στις μεγάλες αλυσίδες λιανικής, πιέζονται προς τα κάτω. Και δεν αναφέρομαι στα "βαφτισμένα" αυγά, όπου η συζήτηση για τις τιμές δεν έχει νόημα, παρότι δυστυχώς παρασύρουν και το ελληνικό προϊόν και την πληρώνει ο Έλληνας παραγωγός».