Δυο υπόσκαφα σπίτια στην Αντίπαρο αποτελούν το απόλυτο καλοκαιρινό ησυχαστήριο με εντυπωσιακό design, «κρυμμένες» στο άγριο τοπίο του νησιού.
Ο Γιώργος Τσολάκης, επικεφαλής του αρχιτεκτονικού γραφείου Tsolakis Architects που υπογράφει το μοναδικό αυτό σχέδιο, αναφέρει πως η λογική του σχεδιασμού επωφελήθηκε από την κλίση του οικοπέδου, τοποθετώντας τα σπίτια κατά τέτοιο τρόπο που να ενσωματώνονται στην τοπιογραφία της περιοχής και να αφήνουν όσο το δυνατόν μικρότερο αποτύπωμα στο περιβάλλον.
«Όλα ξεκινάνε από τον τόπο του έργου. Η Αντίπαρος, όπως και τα ευρύτερα νησιά των Κυκλάδων, αποτελούν ένα γεωλογικό φαινόμενο από τη νεολιθική εποχή, βάσει αρχαιολογικών ευρημάτων. Ως χερσαία εδάφη αναδύθηκαν από τα βάθη της θάλασσας λόγω των γεωλογικών δραστηριοτήτων στο Αιγαίο Πέλαγος. Με λίγα λόγια, η ύπαρξη αυτού του βραχώδους νησιού αποτελεί μια τελετουργία της φύσης. Το έργο λοιπόν, δε θα μπορούσε παρά να ακολουθήσει και σεβαστεί αυτό το φαινόμενο. Η ιδέα βασίζεται στο σχεδιασμό ενός υπόσκαφου κτιρίου το οποίο εντάσσεται πλήρως στο φυσικό τοπίο διατηρώντας το φυσικό ανάγλυφο άθικτο κι ελαχιστοποιώντας το περιβαλλοντικό και οπτικό ίχνος στο τοπίο. Η μοναδική όψη του υπόσκαφου, αποτελεί την εφαρμογή του γεωμετρικού ανάλογου του βραχώδους τοπίου της Αντιπάρου, υλικά μέσω της χρήσης της τοπικής πέτρας και σχεδιαστικά μέσω των τεκτονικών πρισμάτων της όψης. Με αυτό τον τρόπο, προσπαθήσαμε να πούμε ξανά την ιστορία μιας ενσωμάτωσης η οποία σέβεται απόλυτα και συνομιλεί με το φυσικό τοπίο», αναφέρει στο iefimerida ο αρχιτέκτονας Γιώργος Τσολάκης.
Τα υπόσκαφα σπίτια στην Αντίπαρο που υπογράφει το αρχιτεκτονικό γραφείο Τsolakis Architects
Πρόκειται για δυο παρακείμενες εξοχικές κατοικίες που είναι πλήρως ενταγμένες στο φυσικό περιβάλλον. Οπως θα διαπιστώσετε και από τις φωτογραφίες, ακόμη και μετά την ανοικοδόμηση, το τοπίο μοιάζει ανέγγιχτο, με το κυρίως κτιριακό όγκο να είναι υπόσκαφο και να «βλέπει» τον περιβάλλοντα χώρο και την υπέροχη θέα που ξεδιπλώνεται μπροστά.
Το ένα σπίτι αναπτύσσεται σε δύο επίπεδα και το άλλο, λόγω της γεωμετρίας του οικοπέδου σε τρία επίπεδα, σε μια πλαγιά με πολύ έντονη κλίση. Η διάσπαση ενός κτιριακού όγκου σε 3 επιμέρους υπόσκαφα τμήματα έχει σκοπό την πλήρη ένταξη της κατοικίας στην τοπιογραφία της περιοχής.
Ετσι δημιουργούνται κτίρια ήπιας μορφής επέμβασης, δίνοντας έμφαση στον μετασχηματισμό του εδάφους και αποφεύγεται η επιβάρυνση ενός τόσο ιδιαίτερου τοπίου με μεγάλους κτιριακούς όγκους.
Τα 3 υπόσκαφα επίπεδα, τα οποία λειτουργούν σαν επιμέρους δωμάτια μιας συνολικής κατοικίας, με την χρήση τοπικών φυσικών υλικών (πέτρα, σοβάς και ξύλο) προσπαθούν να ενταχθούν πλήρως στο περιβάλλον και να γίνουν μία ενότητα με αυτό. Η σύνδεση μεταξύ των υπόσκαφων «δωματίων» της κατοικίας γίνεται μέσω του υπαίθριου χώρου, ο οποίος λειτουργεί σαν ο βασικός χώρος εκτόνωσης και ζωής κατά τους θερινούς μήνες αλλά και σαν ο ενδιάμεσος χώρος ανάμεσα στα επιμέρους τμήματα της κατοικίας. Ξύλινες πέργκολες και δομικά στοιχεία πλήρως ενταγμένα στο περιβάλλον προστατεύουν τους επισκέπτες από τον έντονο ήλιο και τον αέρα των Κυκλάδων.
Ο φυσικός φωτισμός παίζει ιδιαίτερο ρόλο στην αρχιτεκτονική των υπόσκαφων κτιρίων, καθώς οι μακριές σχισμές στο έδαφος επιτρέπουν τον έλεγχο του φυσικού φωτός και τη δημιουργία μιας σκηνογραφικής ατμόσφαιρας στο εσωτερικό της κατοικίας.
Στην μια κατοικία η εναλλαγή πέτρας και σοβά δίνει την αίσθηση της μικρής κλίμακας επέμβασης στο τοπίο, διατηρώντας της αίσθηση της παραδοσιακής κυκλαδίτικης αρχιτεκτονικής, στην άλλη κατοικία, η πλήρης ένταξη επιτυγχάνεται μέσω της πέτρινης μονολιθικότητας των κατασκευών.
Και το εσωτερικό ακολουθεί τη διαμόρφωση του εξωτερικού τοπίου. Οι αρχιτέκτονες αναζητούν τον σύγχρονο μινιμαλισμό που υποστηρίζεται από μια παλέτα λευκού και καφέ - μπεζ και συμπληρώνεται από τη ζεστασιά των φυσικών υφών.
Η βεράντα και η πισίνα υπερχείλισης συμπληρώνουν την εικόνα της τέλειας διαμονής και του απόλυτου καλοκαιρινού καταφύγιου.