Δίχως υπερβολή, δεν υπάρχει ίσως πρόσωπο περισσότερο αξιοπερίεργο στην ελληνική τηλεόραση από τον καλό επαγγελματία δημοσιογράφο Γιώργο Αυτιά, όσο κι αν το παρουσιαστικό του φέρνει στο νου τον αντιπαθητικό θείο των παιδικών μας χρόνων, με τα μικρά μάτια, τη σπαστική διαπεραστική φωνή και τα μικρά χείλη, που σε κάθε οικογενειακή συγκέντρωση δεν έχανε την ευκαιρία να τραβήξει αυτιά.
Αρκεί να τον παρατηρήσει κανείς προσεκτικά εν ώρα εργασίας στον «αέρα» για να αντιληφθεί το ενυπόστατο της παραπάνω διαπίστωσης.
Πρώτον: φαίνεται να ανήκει σε εκείνες τις περιπτώσεις ανθρώπων που το δηλητηριωδώς «φιλόξενο» χαμόγελό τους δίνει διαρκώς την εντύπωση ότι εννοεί το αντίθετο από αυτό που δηλώνει. Σε συνδυασμό δε με το «ερπετοειδές» βλέμμα του, η σαρδόνια ευγένειά του συναγωνίζεται επάξια εκείνη του οσκαρικού ανακριτή της Γκεστάπο Χανς Λάντα (Κριστόφ Βαλτζ) από την έξοχη ταινία του Ταραντίνο Inglourious Basterds.
Αν είχαμε τη δυνατότητα να ακούσουμε ή να δούμε σε συννεφάκι πάνω από το κεφάλι του τι πραγματικά λέει από μέσα του όταν απ' έξω του προσφωνεί τον καλεσμένο του στολίζοντάς τον με επίσημους τίτλους του τύπου «καλημέρα στον κύριο πρόεδρο», «να ακούσουμε τι έχει να πει ο κύριος καθηγητής», «ο λόγος αμέσως στον έγκριτο νομικό» και ούτω καθεξής, ενδεχομένως να ανακαλύπταμε τον καταπιεσμένο σωσία του ύπουλου Τόμι ντε Βίτο (Τζο Πέσι) από το σκορτσεζικό Goodfellas.
Το ενδιαφέρον, όμως, κλιμακώνεται κάθε φορά που ο Γιώργος Αυτιάς έχει να πει έναν καλό λόγο ή να συγχωρέσει κάποιον που τον έθιξε ή τον υπονόμευσε στο παρελθόν, παίρνοντας ύφος πληγωμένου αλλά μεγαλόψυχου θύματος, συνηθισμένου στην αδικία και τις φουρτούνες. Εκεί καταλαβαίνεις ότι όχι μόνο δεν τον έχει συγχωρέσει, αλλά επιπλέον – ένα ζουμ στο πρόσωπό του θα ήταν αποκαλυπτικό – ότι απο την άκρη του στόματός του διακρίνονται καθαρά λίγες, αλλά αρκούντως φονικές στάλες δηλητηρίου.
Δεύτερον: Είναι τόσο υπερβολικά «τυπικός» και «κανονικός», τόσο υπερβολικά «καθημερινός» κι «ανθρώπινος» όσο και ένας αδίστακτος πράκτορας της Στάζι. Αθόρυβος, με «επίπεδη» προσωπικότητα, εκπαιδευμένος στην αφάνεια και στην προσαρμογή στις απαιτήσεις του περιβάλλοντος, δεν θα εκτεθεί ποτέ. Και αν το κάνει, θα μεταφέρει απόψεις τρίτων ή γενικές εντυπώσεις. Μιλάει τη γλώσσα της κοινής λογικής και του κοινού αισθήματος, έτοιμος να ενδυθεί οποιοδήποτε ρόλο και να υιοθετήσει την οποιαδήποτε στάση, αρκεί να μην ξεφύγει από τα όρια του πολιτικά ορθού και του λαϊκού δικαίου. Αυτός ο άνθρωπος δεν έχει δικές του γνώμες. Γνώμη του είναι η κοινή γνώμη.
Τρίτον: είναι τόσο έντονα «εδαφικός» και «κυριαρχικός» με τα τηλεοπτικά κεκτημένα του που αν ήταν σκύλος θα ήταν σίγουρα ράτσας Μίνι Πίντσερ. Δεν θα σου επιτεθεί ευθέως αν μπεις στα χωράφια του, αλλά δεν πρόκειται να σε αφήσει ούτε στιγμή από τα μάτια του, ζυγιάζοντας με την άκρη του ματιού του την κάθε σου κίνηση. Ακόμη κι αν πειστεί όμως για τις αγνές προθέσεις σου, ακόμη κι αν νιώσει το ζεστό σου χάδι, από ένστικτο και μόνο θα συνεχίσει να σταθμίζει τι μπορεί να θες από αυτόν, υπενθυμίζοντάς σου ότι είσαι στα λημέρια του και ότι το μεγαλύτερο σφάλμα που θα μπορούσες να κάνεις θα ήταν να πειράξεις το φαγητό και τα παιχνίδια του. Πράγμα που εξηγεί γιατί η εν λόγω ράτσα είναι από τις ελάχιστες που μπορούν να κάνουν ακόμη και έναν φανατικό φιλόζωο να θέλει να την κλωτσήσει.
Τέταρτον: η ανεξιχνίαστη ταύτισή του με τις μη προνομιούχες μάζες των ηλικιωμένων συνταξιούχων. Αν τα τηλεοπτικά παράθυρά του είχαν μυρωδιά θα μύριζαν «φαρμακίλα», ενώ αντιπροσωπευτικό χρώμα τους θα ήταν το «γκρίζο» - των καταθλιπτικών δημοσίων υπηρεσιών, των «σκασμένων» τοίχων των νοσοκομείων και των ημιφωτισμένων διαδρόμων των παραρτημάτων του ΙΚΑ.
Πέμπτον και πιο ενδιαφέρον: αφενός η παντελής έλλειψη χιούμορ, αφετέρου η παντελής έλλειψη ικανότητας αντίληψης του χιούμορ, πράγμα που είναι το ίδιο και το αυτό. Ο Γιώργος Αυτιάς μοιάζει να παίρνει τον εαυτό του διαρκώς στα σοβαρά, σαν μαθητής που επιδιώκει διαρκώς να επιβεβαιώνει τη φήμη του ως μαθητή προτύπου: σπαστικά υπάκουος, σπαστικά εργατικός, σπαστικά ακέραιος, με τη χωρίστρα τόσο σπαστικά φροντισμένη που σε κάνει να θες να του ρίξεις στο ποτό του μισό κιλό παραισθησιογόνα, από περιέργεια και μόνο να τον δεις πώς είναι όταν εκτροχιάζεται.
Συμπέρασμα: αν ο Γιώργος Αυτιάς, αυτό το αποφασισμένο παιδί που ξεκίνησε άσημο, όπως έχει πει ο ίδιος, για να φτάσει τελικά εκεί που έφτασε – δίχως αμφιβολία με την αξία του – μέσα από αντιξοότητες και δυσκολίες, τότε είναι να τρομάζει κανείς στην ιδέα του πού θα έφτανε αν ο δρόμος του ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα!
Ίσως όμως πάλι – πράγμα πολύ πιθανό - να μην ισχύει τίποτα από τα παραπάνω και να πρόκειται απλά για το απόγειο της «επίπεδης» τηλεοπτικής περσόνας, έξυπνης αλλά όχι ευφυούς, η οποία αναλαμβάνει κάθε πρωί να μεταφέρει όλη τη θλίψη και τη μιζέρια του ελληνικού δημοσίου στην ούτως ή άλλως θλιβερή πρωινή ζώνη της γκρίζας και θλιβερής ελληνικής τηλεόρασης, με το άχαρο τοπίο της οποίας κατά έναν απροσδιόριστα διεστραμμένο τρόπο εναρμονίζεται τέλεια (εκεί κάπου ανάμεσα σε αγανακτισμένους συνδικαλιστές και αγουροξυπνημένους πολιτικούς) το εντυπωσιακά υπερχειλίζον μπούστο της λαλίστατης συμπαρουσιάστριάς του.