Επί μήνες τώρα, η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός προσπαθούν κάθε φορά να δίδουν την εντύπωση ότι είμαστε κοντά σε συμφωνία, ενώ από την άλλη πλευρά ως αντιστάθμισμα, οι της αριστερής πλατφόρμας ζητούν, κάποιοι από αυτούς να μην προκύψει συμφωνία που θα ακυρώνει το κυβερνητικό πρόγραμμα του Σύριζα και κάποιοι άλλοι (οι πιο σκληροπυρηνικοί) να μην υπάρξει οποιαδήποτε συμφωνία, να πάψει η χώρα να πληρώνει τις δόσεις των δανείων της και να επιστρέψει σε εθνικό νόμισμα.
Το συνολικό σκηνικό μοιάζει πολύ σχηματικό και μονότονο για να υποθέσουμε ότι αποτελεί επί τόσους μήνες μελετημένο σχέδιο διαπραγματευτικής τακτικής. Και τούτο όχι μόνο γιατί είναι αρκετά απλοϊκό για να είναι πειστικό, αλλά και επειδή έχει πια διαρκέσει αρκετά και δεν φαίνεται να αποδίδει καρπούς, το αντίθετο μάλιστα: η κυβέρνηση στη διαδρομή της διαπραγμάτευσης εξαναγκάζεται ολοένα να υποχωρεί και να διαγράφει συνεχώς κόκκινες γραμμές που η ίδια έχει θέσει.
Εκείνο όμως στο οποίο αξίζει να σταθούμε, είναι η επιμονή του πρωθυπουργού να δίνει συνεχώς την εντύπωση ότι είμαστε πολύ κοντά σε επίτευξη συμφωνίας και να διαψεύδεται στη συνέχεια, όχι μόνο από το χρόνο που κυλά χωρίς κανένα αποτέλεσμα, αλλά και πιο άμεσα, από τους ίδιους τους εκπροσώπους των δανειστών.
Πέρα όμως από αυτό, είναι προφανές για όποιον έχει κάποια εμπειρία από διαπραγμάτευση κάθε είδους, ακόμη και για ταπεινά θέματα καθημερινών συναλλαγών, πως όσο διαρκεί μια διαδικασία με ζητήματα ανοικτά κατά την οποία η κάθε πλευρά διεκδικεί την αποδοχή των θέσεών της, το να προδιαγράφει κάποιο από τα μέρη ότι επίκειται συμφωνία, είναι σαν να προαναγγέλλει τη διαθεσιμότητά του για υποχωρήσεις. Απλός κανόνας και βασική αρχή κάθε διαπραγμάτευσης είναι προφανώς το να μη σε θεωρούν δεδομένο.
Η μόνη εξήγηση και όχι δικαιολόγηση απαραίτητα, είναι πως ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση αγωνιούν σφόδρα για την κατάσταση στην αγορά και για το κλίμα αβεβαιότητας και κυρίως για τη συνεχιζόμενη φυγή καταθέσεων, με δεδομένη και την περιορισμένη ροή ρευστότητας προς τις ελληνικές τράπεζες μέσω του ELA.
Σε αυτό το ασφυκτικό περιβάλλον όμως που έχουν διαμορφώσει επιτηδευμένα οι δανειστές, πώς να αναμένει κανείς θεαματικά αποτελέσματα από αυτή την πολύμηνη διαπραγμάτευση και τι προσδοκίες μπορεί να έχει από την συνέχισή της, όταν μάλιστα ο χρόνος για την κυβέρνηση εξαντλείται; Δεν γνωρίζουμε επακριβώς τα επιμέρους ζητήματα και τις λεπτομέρειές τους που αποτελούν ακόμη σημείο τριβής προκειμένου να ολοκληρωθεί η διαδικασία.
Οταν όμως με το καλό επιτευχθεί ο διαφαινόμενος συμβιβασμός, θα μπορούμε να σταθμίσουμε αν τελικά άξιζε τον κόπο όλη αυτή η δοκιμασία ή αν κατέληξε στην πορεία απλά και μόνο σε μία μάχη για τη διάσωση κάποιων εντυπώσεων (που και αυτές δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι θα προκύψουν και ότι θα μπορούν να αξιοποιηθούν - θετικά εξυπακούεται).
Δεν είναι όμως υπερβολή να πούμε από τώρα, πως ακόμη και αν η επιμονή της κυβέρνησης σε ορισμένα θέματα, επιφέρει τελικά κάποιο θετικό αποτέλεσμα, αυτό ως ουσιαστικό αντίκτυπο στην οικονομία, ίσως να μην μπορεί να αντισταθμίσει τις απώλειες από αυτή την πολύμηνη διαδικασία αβεβαιότητας και ανασφάλειας. Και όλα αυτά βέβαια, εκλαμβάνοντας ως δεδομένο ότι η κυβέρνηση έχει αποφασίσει, σε κάθε περίπτωση, να συμβιβασθεί, γιατί διαφορετικά, αν σκέφτεται τη ρήξη, τότε όλη αυτή η καθυστέρηση έχει μία εύλογη εξήγηση.