Υστερα και από την πρόσφατη επίσκεψη του υπουργού οικονομικών στην έδρα του Δ.Ν.Τ. προκειμένου να καθησυχάσει τις ανησυχίες που δημιούργησαν οι δηλώσεις κυβερνητικών στελεχών για καθυστέρηση πληρωμής των δόσεων του Απριλίου, μπορούμε να πούμε ότι η πρόθεση ή μάλλον η διαφαινόμενη απόφαση της κυβέρνησης είναι (ευτυχώς) να ακολουθήσει την οδό της συνδιαλλαγής και όχι της ρήξης.
Οσο όμως προχωράει η διαπραγμάτευση, καταγράφεται αναπόφευκτα κάθε φορά και μία σταδιακή μετακίνηση της κυβέρνησης από τις προηγούμενες θέσεις της, όχι τις προεκλογικές αλλά τις κυβερνητικές, την οποία εύλογα προοσπαθεί να συγκαλύψει ώστε να μην βρεθεί εκτεθειμένη στους υποστηρικτές της, αλλά και στο λεγόμενο εσωκομματικό ακροατήριο.
Δεν είναι υπερβολή πια να πούμε ότι η νέα κυβέρνηση διαπραγματεύεται με τους δανειστές για να φτάσει, δυστυχώς, σε ένα αποτέλεσμα που δεν θα απέχει και πολύ από αυτό που είχε προδιαγραφεί ότι θα επιτευχθεί και με την προηγούμενη διακυβέρνηση, παρά τις παραλλαγές που θα έχει η τυχόν κατάληξη της διαπραγμάτευσης, με μία πιο αριστερή χροιά, αλλά μόνο ως επίφαση και όχι τόσο με την έννοια των επικοινωνιακών χειρισμών, αλλά, κυρίως, σε σχέση με την ουσία των προτεινόμενων μέτρων.
Οσο και να μην αμφισβητεί κανείς τις προθέσεις της νέας κυβέρνησης να κάνει πραγματική και επίμονη διαπραγμάτευση και να βελτιώσει τους σκληρούς όρους που μας επιβάλλουν συνεχώς οι δανειστές, άλλο τόσο δεν μπορεί παρά να προβληματισθεί με το καταγραφόμενο αποτέλεσμα που είναι σημαντικά κατώτερο από τις προσδοκίες, όχι μόνο της ίδιας αλλά και όσων την υποστήριξαν τόσο στις εκλογές, όσο και στο ξεκίνημά της.
Και αυτό είναι το λεγόμενο καλό σενάριο, έτσι όπως έχουν σήμερα τα πράγματα, με την έννοια ότι το απευκτέο για τους περισσότερους, που είναι η ρήξη με τους δανειστές και η επακόλουθη έξοδος σπό την ευρωζώνη, όσο και αν δεν φαίνεται πολύ πιθανό, εντούτοις δεν έχει πάψει να υπάρχει ως ενδεχόμενο.
Αφού λοιπόν οι καλές προθέσεις οδηγούν ουσιαστικά στο ίδιο αποτέλεσμα με τις υποτιθέμενες κακές, έχουν κάθε λόγο όσοι αντιπολιτεύονται τη νέα κυβέρνηση να αναρωτηθούν αν άξιζε τον κόπο όλη αυτή η καθυστέρηση, η αναστάτωση και η παράταση της αβεβαιότητας για τη χώρα και την οικονομία.
Διότι εν τέλει, στο ίδιο ουσιαστικά αποτέλεσμα καταλήγει, για παράδειγμα, η νέα μεταβολή στις συντάξεις με την αύξηση (ξανά) των ορίων συνταξιοδότησης - που έχει εξαγγελθεί ως προτεινόμενο μέτρο της νέας κυβέρνησης - σε σχέση με την μείωση των επικουρικών συντάξεων ή την περικοπή των εφάπαξ που είχε δρομολογηθεί από την προηγούμενη κυβέρνηση μετά από απαίτηση των δανειστών. Και από μία άποψη, η περαιτέρω μεταβολή των ορίων συνταξιοδότησης είναι ίσως πιο επώδυνο και πιο άδικο μέτρο, με την έννοια ότι θίγει αυτούς που είναι ακόμη στην αγορά εργασίας, έχουν χαμηλότερες αποδοχές σε σχέση με αυτές που είχαν ως εργαζόμενοι οι τωρινοί συνταξιούχοι και θα συνταξιοδοτηθούν πολύ αργότερα από τους νυν συνταξιούχους και με πολύ χαμηλότερες συντάξεις από αυτές που ελάμβαναν τα τελευταία χρόνια οι σημερινοί συνταξιούχοι. Μπορεί βέβαια να ακούγεται καλύτερα για μία αριστερή κυβέρνηση το γεγονός ότι θα έχει αποφευχθεί μία νέα μείωση συντάξεων, αλλά το αντίστοιχο «ισοδύναμο» μέτρο είναι ουσιαστικά επαχθέστερο για την κοινωνία από αυτό το οποίο θα έχει για λόγους εντυπώσεων αποφευχθεί.
Το ίδιο θα μπορούσε να πει κανείς και για πολλά άλλα προτεινόμενα από τη νέα κυβέρνηση μέτρα, όπως, ενδεικτικά, για τις συζητούμενες αλλαγές στη φορολογία ακινήτων με την καθιέρωση ορίου σε σχέση με τη συνολική αξία της ακίνητης περιουσίας για την επιβολή του νέου (ισοδύναμου) φόρου που θα αντικαταστήσει τον ΕΝΦΙΑ. Θα απαλλαγούν πλήρως από την πληρωμή φόρου οι χαμηλής αντικειμενικής αξίας ιδιοκτησίες (κυρίως η αγροτική γη) και θα επιβαρυνθούν ακόμη περισσότερο οι ιδιοκτήτες των αστικών ακινήτων, των οποίων η αξία μειώνεται συνεχώς και των οποίων η διατήρηση είναι πλέον όχι μόνο ασύμφορη αλλά και δυσβάσταχτη, πλην όμως αναγκαστική, διότι κανείς δεν αγοράζει.
Παρά τις εξαγγελθείσες λοιπόν παραλλαγές των (ισοδύναμων) μέτρων, το αποτέλεσμά τους ουσιαστικά είναι (στην καλύτερη περίπτωση) το ίδιο, όχι μόνο με την έννοια της δημοσιονομικής απόδοσής τους, αλλά κυρίως, σε σχέση με την επιβάρυνση που αυτά τελικά θα έχουν σε πολίτες που αποτελούν πλατιά στρώματα της κοινωνίας και δεν ανήκουν σε καμία ελίτ.
Οπότε, όσο δυσάρεστο και αν ακούγεται, η επιτυχής κατάληξη των καλών προθέσεων θα είναι, δυστυχώς, να έχουν το ίδιο αποτέλεσμα με τις (υποτιθέμενες) κακές, έτσι όπως καταγράφονται μέχρι τώρα οι εξελίξεις και τα πράγματα. Και δεν θέλει κανείς να σκέφτεται την κακή εκδοχή τους (της αποτυχίας της διαπραγμάτευσης και της ρήξης), γιατί τότε θα επιβεβαιωνόταν η χιλιοειπωμένη και κοινότοπη ρήση ότι ο δρόμος για την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις.