Στις εκλογές του 2012 δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι όλα τα κόμματα (με εξαίρεση το νεότευκτο Ποτάμι) που διεκδικούν σήμερα την πρωτιά ή την τρίτη θέση και συνακόλουθα τη συμμετοχή τους σε κυβέρνηση συνεργασίας, ήταν αντιμνημονιακά και είχαν ως βασική επιδίωξη και στόχο, την επαναδιαπραγμάτευση των όρων του μνημονίου, όπως και αν την αποκαλούσαν (απεγκλωβισμό, απαγκίστρωση κ.λ.π.), με τις αποχρώσεις και διαφορές τους.
Αυτό διευκόλυνε κάποια κόμματα (κυρίως ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ) να δηλώνουν, ενόψει των δεύτερων εκλογών του Ιουνίου 2012 ότι θα συμβάλουν στη διακυβέρνηση της χώρας, όποιο και από τα δύο κόμματα (ΝΔ ή ΣΥΡΙΖΑ) αναδειχθεί πρώτο, μέσα από ένα κοινά αποδεκτό πρόγραμμα, στην κατεύθυνση της διαπραγμάτευσης και αλλαγής των επαχθών όρων των δανειακών συμβάσεων.
Η πραγματικότητα της προεκλογικής περιόδου του 2015 είναι βέβαια αρκετά διαφορετική. Σήμερα πια για τα δύο κόμματα της συγκυβέρνησης ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, υπάρχουν τα πεπραγμένα της διακυβέρνησης δυόμιση ετών, που μόνο αντιμνημονιακά δεν ήταν, που τα ακολουθούν ως σκιά και που με αυτά (τα πεπραγμένα) κατεβαίνουν στις εκλογές, επικαλύπτοντας τις όποιες εξαγγελίες τους για το μέλλον. Και η κυβερνητική θητεία τους είναι σαφές ότι δεν αφήνει κανένα περιθώριο για αντιμνημονιακές θέσεις, παρόμοιες με αυτές του 2012.
Ακούγεται γι’ αυτό λίγο διαφορετικά σε σχέση με το 2012, το γεγονός ότι υπάρχουν και σήμερα κόμματα όπως το Ποτάμι, που δηλώνουν πρόθυμα να συνεργαστούν με όποιον είναι πρώτος, χωρίς καμία διάκριση ή προτίμηση, προκειμένου «να μη μείνει η χώρα ακυβέρνητη». Ακόμη πιο παράδοξο όμως, είναι να δηλώνει το ίδιο ακριβώς πράγμα το ΠΑΣΟΚ, που με τη συμμετοχή του στην απερχόμενη συγκυβέρνηση ταυτίσθηκε σχεδόν με τη ΝΔ, το ένα από τα δύο κόμματα που διεκδικούν και πάλι την πρωτιά. Για τον λόγο αυτό μάλιστα επιδιώκει να αναδειχθεί σε τρίτο κόμμα για να λάβει τη διερευνητική εντολή.
Και ως προς μεν το Ποτάμι, που έχει το πλεονέκτημα του πρωτοεμφανιζόμενου σε βουλευτικές εκλογές, η διαθεσιμότητά του και προς τις δύο κατευθύνσεις μπορεί να φαίνεται μετριοπαθής επιδίωξη, εφόσον έχει αυτοπροσδιορισθεί από την ιδρυτική του διακήρυξη ότι ανήκει στο κέντρο, για κάποιους άλλους όμως αυτό ίσως και να φαίνεται ανακόλουθη στάση, με δεδομένο ότι έχει πάρει θέσεις μέχρι τώρα που ταυτίζονται με την πολιτική της συγκυβέρνησης και κατά βάση με αμιγώς φιλελεύθερες απόψεις. Επιπλέον, συμμετέχουν στο νεότευκτο κόμμα, τα πρώην στελέχη της ΔΗΜΑΡ που διαφώνησαν με την αποχώρησή της από την συγκυβέρνηση (στην οποία ήθελαν και επεδίωκαν να επιστρέψει η ΔΗΜΑΡ) και ήταν κάθετα αντίθετοι με οποιαδήποτε σύγκλιση με τον ΣΥΡΙΖΑ. Ηδη βέβαια και με δεδομένο το σημαντικό προβάδισμα του ΣΥΡΙΖΑ σε όλες τις μετρήσεις προετοιμάζουν το έδαφος για τη στροφή, θυσιαζόμενοι «για να μην αφήσουν τη χώρα ακυβέρνητη».
Ως προς το ΠΑΣΟΚ τώρα, η αντίστοιχη θέση του για συνεργασία με το πρώτο κόμμα, είναι παράδοξη αν όχι εξωφρενική, για κάποιους μάλιστα οπορτουνιστική και ταυτιζόμενη με τον εξ επαγγέλματος κυβερνητισμό. Διότι είναι σαφής η εξαγγελία και το πολιτικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ για επαναδιαπραγμάτευση όλων των δανειακών συμβάσεων, τις οποίες το ίδιο το ΠΑΣΟΚ ψήφισε και υπέγραψε! Και αν πράγματι το δεύτερο κόμμα της συγκυβέρνησης ήταν αποφασισμένο να κάνει κυβερνητική συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ, λογικό θα ήταν, για να είναι πολιτικά πειστικό, να κάνει πρώτα αυτοκριτική και να αποκηρύξει την πολιτική που ακολούθησε τα τελευταία χρόνια ως κυβερνητικός εταίρος, αντιπαρατιθέμενο αναπόφευκτα με τη ΝΔ. Αλλά αυτό ασφαλώς δεν συμβαίνει, από τη στιγμή μάλιστα που είναι εξίσου πρόθυμο να συνεργασθεί ξανά με τη ΝΔ αν αυτή αναδειχθεί πρώτο κόμμα, προκειμένου, όπως είπαμε, να μη μείνει η χώρα ακυβέρνητη. Και από τη στιγμή βέβαια που το ΠΑΣΟΚ αποδέχεται να συνεργασθεί ξανά με τη ΝΔ, σημαίνει ότι αποδέχεται τη συνέχιση της ίδιας πολιτικής και την ολοκλήρωση (ή μάλλον επικύρωση) της διαπραγμάτευσης με την τρόϊκα, σύμφωνα με όλες τις δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί από τη συγκυβέρνηση (μεϊλ Χαρδούβελη).
Μήπως τελικά η διακήρυξη για την ανάγκη να μη μείνει η χώρα ακυβέρνητη, είναι επιδίωξη να μη μείνουν αυτοί που το ευαγγελίζονται χωρίς κυβερνητικές θέσεις; Διότι επί της ουσίας έχουν αναγάγει σε ιδεολόγημα τη συμμετοχή τους σε κυβερνήσεις συνεργασίας, ως αυτόκλητοι παράγοντες «σταθερότητας» και ως εάν η σταθερότητα να είναι ιδεολογία και αυτοσκοπός, χωρίς καμία αναφορά και αντιστοίχησή της με πολιτικές θέσεις και με συγκεκριμένα κυβερνητικά προγράμματα. Και αναρωτιέται κανείς, πως μπορεί να είναι πολιτικά και ηθικά αποδεκτό για κόμματα που θέλουν να έχουν σαφείς ιδεολογικές και πολιτικές θέσεις, να είναι ταυτόχρονα το ίδιο πρόθυμα να συμμετέχουν σε συγκυβέρνηση εναλλακτικά με κόμματα που έχουν μεταξύ τους εκ διαμέτρου αντίθετες ιδεολογικές θέσεις και κυβερνητικά προγράμματα;