Κατά τη συζήτηση στη βουλή για τον προϋπολογισμό 2015, ο πρωθυπουργός, σε δύο σημεία της ομιλίας του, είπε απευθυνόμενος προς τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης: «είστε με το κόμμα και όχι με τη χώρα».
Λίγες μόνο μέρες μετά, ήρθε τόσο ο ίδιος όσο και ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ να επιβεβαιώσουν ότι και εκείνοι μάλλον με το κόμμα (τους) είναι περισσότερο και όχι με τη χώρα.
Η επιλογή να ανοίξουν την προεδρική εκλογή δύο μήνες νωρίτερα από την ημερομηνία που οι ίδιοι είχαν προαναγγείλει, με όλα τα θέματα με την τρόϊκα ανοικτά, δεν είναι απλά μία αιφνιδιαστική κίνηση τακτικισμού και υψηλού ρίσκου. Είναι επιλογή διακινδύνευσης, αν όχι θυσίας, του συμφέροντος της χώρας μπροστά στην επιδίωξή τους να πιέσουν τα πράγματα, για να πετύχουν το επιδιωκόμενο, που είναι η εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, αλλά ακόμη περισσότερο, να προκαλέσουν, αν δεν εκλεγεί πρόεδρος, συνθήκες κρίσης και αστάθειας, που θα αυξήσουν τις πιθανότητες επικράτησής τους στις πρόωρες εκλογές. Προχωρώντας παραπέρα, θα μπορούσε να πει κανείς, με δεδομένη τη δυσκολία επικράτησης των κομμάτων της συγκυβέρνησης στις εκλογές, ότι προέκταση ή αναπόφευκτη συνέπεια της παραπάνω τακτικής τους είναι να δυσκολέψουν την επόμενη κυβέρνηση, δηλαδή, προφανέστατα, την ίδια τη χώρα, ακόμη και αν αυτό δεν είναι η επιδίωξή τους.
Διότι είναι βέβαιο, ότι την όποια διαπραγμάτευση, θα μπορούσαν να την τελειώσουν τις επόμενες εβδομάδες, ολοκληρώνοντας τη συμφωνία στην οποία, αν υποτεθεί ότι εκλέγεται ΠτΔ, θα καταλήξουν ούτως ή άλλως με βάση τα περιθώρια που υπάρχουν και τα οποία ασφαλώς γνωρίζουν ήδη και στη συνέχεια να ξεκινούσε κανονικά η διαδικασία προεδρικής εκλογής σε πιο εύλογο χρόνο, ένα μήνα από τώρα, δηλαδή δύο μήνες πριν από τη λήξη της θητείας του νυν προέδρου, με κλεισμένες τις εκκρεμότητες με την τρόϊκα και διασφαλισμένη τη συμφωνία για την εκταμίευση του υπόλοιπου ποσού των δανειακών συμβάσεων που έχει ανάγκη η χώρα για το 2015, αλλά και για την υλοποίηση της προληπτικής πιστωτικής γραμμής. Και από μία άποψη μάλιστα, η τυχόν εκλογή ΠτΔ, θα δυσκολέψει στη συνέχεια το έργο της διαπραγμάτευσης της παρούσας κυβέρνησης με την τρόϊκα, εφόσον δεν θα μπορεί να γίνει επίκληση πλέον της πολιτικής εκκρεμότητας και του κινδύνου των πρόωρων εκλογών.
Αναμφίβολα, η ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης με την τρόϊκα πριν από την εκλογή ΠτΔ, θα είχε ως συνέπεια να καταστεί η θέση των κομμάτων της συγκυβέρνησης δεινότερη, όχι μόνο ως προς τις πιθανότητες εκλογής προέδρου, αλλά και ως προς τη δυνατότητα επικράτησής τους σε περίπτωση πρόωρων εκλογών, πλην όμως, είναι βέβαιο ότι θα καθιστούσε πιο ομαλή και σταθερή την πορεία της χώρας για την επόμενη περίοδο είτε εκλέγονταν πρόεδρος είτε οδηγούμασταν σε εκλογές. Και επιπλέον, σε αυτή την περίπτωση, με κλεισμένη τη συμφωνία με την τρόικα και διασφαλισμένη την εκταμίευση του υπόλοιπου ποσού των δανειακών συμβάσεων, θα ήταν δύσκολο για μία επόμενη κυβέρνηση να αμφισβητήσει τη νέα συμφωνία και να ματαιώσει την εκταμίευση των υπόλοιπων ποσών της δανειακής σύμβασης ή την ενεργοποίηση της προληπτικής πιστωτικής γραμμής.
Η συγκυβέρνηση όμως, προτίμησε να παίξει το χαρτί της διακινδύνευσης, το οποίο, για να είναι αποτελεσματικότερο, το οξύμωρο είναι ότι θα πρέπει και τα πράγματα στο επόμενο διάστημα να γίνονται ολοένα και πιο δύσκολα για τη χώρα!
Και αν μεν πετύχει το ρίσκο και εκλεγεί τελικά πρόεδρος, η επιδείνωση της κατάστασης θα διαρκέσει για δύο έως τρεις εβδομάδες, αν όμως πάμε σε εκλογές με τα θέματα ανοικτά, τι άραγε θα έχουν καταφέρει τα κόμματα της συγκυβέρνησης; Ακόμη και αν πετύχει ο εκβιασμός τους σύμφωνα με την επιδίωξή τους και επικρατήσουν στις εκλογές, το πιθανότερο είναι ότι η χώρα θα έχει βρεθεί μετά από δύο μήνες από τώρα, στο σημείο που ήταν δύο χρόνια πριν, αν όχι σε χειρότερο.
Η μόνη λογική εξήγηση της αιφνιδιαστικής κίνησης της κυβέρνησης, θα ήταν η βεβαιότητα, ότι θα εκλεγεί ΠτΔ από την παρούσα βουλή. Είναι σημαντική ως προς αυτό η πρόσφατη δήλωση του επιτρόπου οικονομικών Πιερ Μοσκοβισί, η οποία μπορεί να εκληφθεί και ως αιχμή: « αν ο κ. Σαμαράς επέλεξε αυτόν τον τρόπο, είναι επειδή είναι σίγουρος (!) για την ικανότητά του να έχουν μία επιτυχημένη εκλογή προέδρου τις επόμενες δύο εβδομάδες». Και αυτή θα ήταν πράγματι η μόνη λογική εξήγηση για αυτή την παράτολμη και πέρα από κάθε άλλη λογική, κίνηση. Πλην όμως, όλοι γνωρίζουν και ασφαλώς και η κυβέρνηση όταν οδηγήθηκε σε αυτή την απόφαση, ότι τα δεδομένα όχι μόνο δεν δημιουργούν βεβαιότητα για την εκλογή προέδρου (πως θα μπορούσε άλλωστε), αλλά ίσως, ούτε καν πιθανολόγηση και αυτό ανεξάρτητα από το πρόσωπο του υποψήφιου.
Στην πιο κρίσιμη στιγμή λοιπόν, τα δύο κόμματα της συγκυβέρνησης επέλεξαν τελικά να είναι μάλλον με το κόμμα και όχι με τη χώρα.
Η ειρωνεία όμως είναι ότι η κυβέρνηση έκανε ακριβώς αυτό που ζητούσε ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ εδώ και καιρό: να μην κλείσει κανένα θέμα, να μην υπογραφεί νέα συμφωνία, να γίνουν εκλογές και να κάνει τη διαπραγμάτευση η κυβέρνηση που θα προκύψει από αυτές. Οπότε, το τραγελαφικό είναι πως ούτε καν αντιπολίτευση δεν μπορεί να κάνει στην παράτολμη κίνηση της κυβέρνησης, αφού, εκ των πραγμάτων, έχει αυτοπαγιδευθεί, ως προς αυτό.