Μετρώντας τις ημέρες με το βάρος των απωλειών που ολοένα πληθαίνουν – όχι, πληγώνουν. Ίσως διότι αυτές οι εκθετικές απουσίες είναι το μέτρο της δική σου πορείας στο χρόνο. Η ταύτιση δεν χρειάζεται απαραίτητα συγχρωτισμό. Μεγαλώνεις με κάποιους ανθρώπους, δίχως απαραίτητα να τους έχεις γνωρίσει. Ή, μάλλον, έτσι τους γνωρίζεις καλύτερα.
Ο Σοφιανός Χρυσοστομίδης ήταν ταυτισμένος με την αδημονία της επόμενης έκδοσης του ιστορικού περιοδικού «Αντί». Η αγωνία μέχρι να φτάσεις στο περίπτερο και πάντα να κάνεις λάθος την ημέρα και να γυρνάς στο σπίτι συννεφιασμένος. Τα άρθρα του δεν ήταν τυπωμένες λέξεις στο χαρτί, αλλά μια σκέψη γεμάτη καρδιά. Ένας άλλος τρόπος να διαβάσεις την ιστορική συνθήκη των ημερών. Ο «Αντήνωρ», το ψευδώνυμο που είχε επιλέξει στη στήλη του, ήταν ένα έμβλημα και μια διαδρομή μέσα στην Ελλάδα των παθών και των λαθών. Μα, πάνω από όλα ήταν μια ευκταία σειρά άρθρων ύψιστου ανθρωπισμού και δημοσιογραφικής βάθυνσης.
Ακούς τον πρώτο χτύπο της απώλειας και πριν προλάβεις να τον αφομοιώσεις και να σκεφτείς πως πέραν της φυσικής απουσίας, μέσα σου μια άλλης τάξης αφαίρεση συντελείται, αίφνης έρχεται ο δεύτερος χτύπος, ο πιο πληγωτικός: η δολοφονία του Μένη Κουμανταρέα.
Η «Κυρία Κούλα» ήταν η αιτία των πρώιμων εφηβικών φαντασιώσεων. Μια άγνωστη γυναίκα, μεγαλύτερης ηλικίας, που στέργει πάνω σε μια παλλόμενη καρδιά παιδιού που ξεκινάει το ταξίδι της ενηλικίωσης. Τα «Μηχανάκια» ήταν ο λόγος που μια ημέρα πήγα αδιάβαστος στο σχολείο. Όχι, διαβασμένος πήγα, αλλά μέσα μου· πολύ κρυφά μέσα μου. Για να μην μου φύγει ένα «και» από τα «Καημένα» ξέχασα φαγητό, ραντεβού και αθλητικές ενασχολήσεις. Μέσα στο τρόλεϊ της εποχής, όρθιος και ευθυτενής, γνώρισα τον Μπιλ Σερέτη· από τότε μου έμεινε το… κουσούρι να κατεβαίνω σε λάθος στάση, ολότελα αποτραβηγμένος στη βολική πραγματικότητα του βιβλίου. Ο Μένης Κουμανταρέας ήταν ο άνθρωπος που με εισήγαγε στην Αθήνα των γονιών μου, έτσι που να καταλάβω αυτό που οι ίδιοι δεν τολμούσαν να εξηγήσουν. Ήταν, όμως, και η δική μου Αθήνα –πρωινή και νυχτερινή- όπως δειλά δειλά προσπαθούσα να ανακαλύψω μεγαλώνοντας. Πριν καν περπατήσω τα στενά της –τα φωτεινά και τα κρυμμένα-, ο Κουμανταρέας με είχε πάρει από το χέρι και με οδηγούσε. Αυτός και ο Ιωάννου και ο Ταχτσής και ο Δημητρίου και κάμποσοι άλλοι. Γιατί η λογοτεχνία είναι ένας άλλος τόπος μέσα στον τόπο που κατοικείς. Είναι το δέρμα που αφουγκράζεσαι πριν το αγγίξεις, είναι η ανάσα που νιώθεις πριν σκαρφαλώσει στο σβέρκο σου και, τελικά, το φοβερό βήμα του ανθρώπου: εκεί που γυμνός στέκεται και αντικρίζει το ρημαγμένο είδωλό του. Και όλα αυτά δεν επιστρέψουν· χάνονται· ολισθαίνουν· εξαϋλώνονται. Γίνονται ένας διαρκής νόστος για έναν τόπο που δεν έχει γεωγραφικό πλάτος και μήκος, αλλά μόνο εσωτερική δόμηση. Φτιάχνεις μέσα σου ένα οίκημα και μετά το βλέπεις λίγο λίγο να γκρεμίζεται: μαζί του κι εσύ.
Ο Χρυσοστομίδης και ο Κουμανταρέας ήταν δύο από τους «χτίστες» αυτού του εφηβικού κόσμου και τώρα δεν είναι εδώ. Ούτε αυτοί, ούτε και ο παλιός κόσμος. Ξέρω, οι άνθρωποι φεύγουν, αλλά οι λέξεις τους μένουν. Δεν είμαι σίγουρος αν αυτό με ησυχάζει ή με τρομάζει περισσότερο.