Αυτή η χώρα πάσχει από διπολική διαταραχή. Ο ένας πόλος είναι η μανία. Δηλαδή η υπεραισιοδοξία, ο υπερενθουσιασμός, η υπερεκτίμηση των δυνατοτήτων. Στο άλλο άκρο είναι η κατάθλιψη, η μελαγχολία. Οι δύο πόλοι συνδέονται από μια λεπτή κλωστή, πάνω στην οποία χτίζονται όνειρα, άλλοτε έντιμα και άλλοτε υπερφίαλα, ουτοπικά. Στην ουσία όμως τίποτα δεν μπορεί να χτιστεί πάνω σε μια λεπτή κλωστή. Τα όνειρα έχουν ημερομηνία λήξεως. Σήμερα θριαμβολογείς, αύριο θρηνείς. Αυτή είναι η στόφα του νεοέλληνα. Να κουρνιάζει στα άκρα. Με την πρώτη ευκαιρία να φτιάχνει ήρωες και με την πρώτη ευκαιρία να παίρνει αυτούς τους ήρωες και να τους διαπομπεύει, να τους βυθίζει στα τάρταρα.
Κάθεσαι και σκέφτεσαι, ήμασταν πάντα έτσι; Και η απάντηση είναι πως όχι, δεν ήμασταν. Για πολλά χρόνια μοιάζαμε συμβιβασμένοι με τις δυνατότητές μας. Γνωρίζαμε τα όρια. Την πρώτη περίοδο της μεταπολίτευσης η έννοια της ελευθερίας και το όραμα του μέλλοντος είχαν δώσει στην πολιτική ζωή του τόπου μια ζωτική ενέργεια όπου ακόμη και η αντιπαλότητα είχε τους κανόνες της. Όλα έμοιαζαν να έχουν κανόνες. Η αγορά είχε κανόνες, ο αθλητισμός είχε κανόνες, ο προγραμματισμός των οικογενειών, εύκολος ή δύσκολος, είχε κανόνες. Μέχρι που η δεκαετία του ογδόντα ήρθε να φανερώσει σε αυτόν τον τόπο ότι όλα είναι πιθανά, ακόμη και το να κατακτήσει το φεγγάρι. Ήταν μια θεωρητική φυσικά διαπίστωση, η οποία όμως με την βοήθεια των συνθηκών και των συγκυριών μας έκανε για κάμποσο να πιστέψουμε ότι όντως μπορούσαμε να κατακτήσουμε το φεγγάρι. Άνθρωποι πλούτιζαν πανεύκολα, υπάλληλοι τραπέζης γίνονταν πρόεδροι μεγάλων ομάδων και χρημάτιζαν το σύμπαν, η πολιτική ζωή του τόπου άρχισε σιγά-σιγά να καταρρίπτει τους κανόνες και σταδιακά η μόλυνση εξαπλώθηκε ραγδαία, στο φάσμα της κοινωνίας, του αθλητισμού, του συνδικαλισμού, παντού. Ασφαλώς δεν κατακτήσαμε το φεγγάρι, κάποιες άλλες κατακτήσεις όμως μας έκαναν να πιστέψουμε ότι όντως η επιτυχία ήταν γραμμένη στο ριζικό μας και ότι το συμβόλαιο με αυτήν ήταν διαχρονικό, ακόμη κι αν τα θεμέλια ήταν στην πραγματικότητα σαθρά. Το ξέραμε ότι ήταν σαθρά, αλλά το προσπερνούσαμε μαγεμένοι, ήμασταν αυτό που έγραψε κάποτε ο Τόμας Μαν για τους Γερμανούς, «μια χώρα απασχολημένη με το να θαυμάζει τον εαυτό της».
Και έτσι η δεκαετία του ενενήντα –τότε που ολοκληρώθηκε το έγκλημα– ήρθε για να μας αποτελειώσει. Η αστική ευμάρεια έγινε αυτοσκοπός, η επίδειξη του πλούτου έγινε το μέτρο σύγκρισης για κάθε πετυχημένο νεοέλληνα, όλοι μπορούσαν να κάνουν τα πάντα μέσα σε μια νύχτα, από το να γίνουν εκδότες εφημερίδων μέχρι να αγοράσουν μια ανεμόδαρτη βραχονησίδα για να την κάνουν δώρο στην απατημένο σύζυγό τους. Ώσπου η τριετία 1998-2000, η εποχή των «επενδυτών», όπου ο καθένας «έπαιζε» (όχι επένδυε) στο Χρηματιστήριο, δημιούργησε την πρώτη μεγάλη έκρηξη της μέθης από την οποία προσπαθούμε ακόμη να συνέλθουμε. Ακολούθησε το δραματικό 2004, η χρονιά της ηδονής, το καλοκαίρι των τρελών ονείρων, που σήμερα φαντάζει τόσο μακρινό. Βασιλιάδες του κόσμου, να σηκώνουμε τα τιμημένα, χωρίς να ξέρουμε ότι η επόμενη μέρα θέλει ακόμη περισσότερη δουλειά και όχι αναπόληση των κεκτημένων σου. Τα στάδια ήταν γεμάτα, τα νησιά μας ήταν γεμάτα, οι τσέπες μας ήταν γεμάτες, και αν οι καρδιές μας δεν ήταν γεμάτες δεν είχε καμία σημασία, γιατί όλα πήγαιναν θαυμάσια. Ξαφνικά ήμασταν το κέντρο του κόσμου, και ο πρωθυπουργός συνιστούσε δημοσίως στους υπουργούς του σεμνότητα και ταπεινότητα επειδή τα είχαμε όλα εκτός από σεμνότητα και ταπεινότητα. Ήμασταν μια χώρα που όδευε στο παγόβουνο, απλά κανείς δεν μπορούσε να πιστέψει ότι θα πέσουμε πάνω του. Μέχρι που πέσαμε.
Κι έτσι τώρα πια ακροβατούμε στους πόλους. Η Αριστερά και η Δεξιά. Το Πάνω και το Κάτω. Το ντελίριο και η οδύνη. Μας φτάνει μισό στραβοπάτημα κάποιου για να τον στήσουμε στον τοίχο, όπως μας φτάνει και μια μέτρια επιτυχία του για να τον αποθεώσουμε. Κόμματα ανεβοκατεβαίνουν, άλλα χάνονται, χθες ήταν που φτιάχνονταν και σήμερα μοιάζουν για πάντα αιχμάλωτα στο χθες. Παράγοντες ποδοσφαίρου βγαίνουν από την φυλακή και εκλέγονται δήμαρχοι, πρώην υπουργοί αλλάζουν κελί και μοιράζονται την μοναξιά της φυλακής με ποινικούς εγκληματίες, κροίσοι της προηγούμενης δεκαετίας είναι εξοβελισμένοι στο σύμπαν της ανυποληψίας. Την παραμονή ενός ματς της Εθνικής μας ο ενθουσιασμός αγγίζει το κόκκινο, κάποιοι νομίζουν ακόμη ότι ζούμε το άστρο του 2004 – λίγες ώρες και τρία γκολ αργότερα, η ήττα λαμβάνει διαστάσεις τραγωδίας, οι ήρωες γίνονται αποδιοπομπαίοι τράγοι. Όχι, δεν είναι τυχαία όλα αυτά. Κακομάθαμε, αγαπητέ νεοέλληνα. Κακομάθαμε και τώρα το ζόρι μας φαίνεται πιο βαρύ απ’ ό,τι είναι ίσως στην πραγματικότητα. Δεν είμαστε ο πιο κομπλεξικός λαός του κόσμου, όπως δήλωσε προχθές πρώην ποδοσφαιριστής της Εθνικής μας. Είμαστε ο πιο κουρασμένος. Κουραστήκαμε από τον ίδιο μας τον εαυτό. Και ξεσπούμε. Στον ίδιο μας τον εαυτό.