Περί βλακείας - iefimerida.gr
ΠΟΛΙΤΙΚΗ 

Περί βλακείας

Πάλι βεγγαλικά χθες. Πάλι ο ουρανός άστραψε, η νύχτα έγινε μέρα και τα σκυλιά αλυχτούσαν τρομαγμένα. Ο υποψήφιος κύριος δήμαρχος της Άνω Ρεματιάς να σηκώνει τα χέρια του ψηλά, να δοξάζεται. Και οι πλατείες, το κέντρο κάθε ρεματιάς σε αυτή τη χώρα, να σφύζουν από φυλλάδια. «Να σας δώσουμε το πρόγραμμά μας;» σε ρωτούν και πριν προλάβεις να νεύσεις, συνειδητοποιείς ότι κρατάς την χαρτούρα. Τα βεγγαλικά δεν προσδίδουν παρά έναν τόνο λαϊκο-ποπ μεγαλοπρέπειας.

Κάθεσαι και σκέφτεσαι, Η Κοντσίτα μας μάρανε; Όλοι αυτοί οι άνθρωποι τριγύρω τι είναι; Τι κάνουν; Τόση φιλοδοξία, κρυμμένη πίσω από «καλοπροαίρετα» χαμόγελα, είναι καλύτερη αισθητικά από την φιλοδοξία μιας drug queen με μούσι; Όχι, όχι, εμένα με τρομάζει περισσότερο η καταπιεσμένη φιλοδοξία, η υποβόσκουσα, η καλά κρυμμένη. Κανείς δεν μιλάει για τις δύο Ελλάδες που δοκιμάζονται. Όλοι μιλούν για τον βαθμό ανάπτυξης με φόντο σπασμένα πεζοδρόμια που κρύβονται από βεγγαλικά. Και οι δύο Ελλάδες; Παραμένουν στο περιθώριο.
Κι όμως, από αυτές θα κριθούν τούτες οι εκλογές. Από τη μία είναι η Ελλάδα που τα έχει χάσει όλα. Οι άνεργοι που ζουν με δανεικά. Οι επαγγελματίες που μέχρι πρότινος τα είχαν όλα και τώρα δεν έχουν τίποτα. Ξέρω πολιτικούς μηχανικούς, δημοσιογράφους, πρώην στελέχη στον ιδιωτικό τομέα, μικρομεσαίους επιχειρηματίες, που ζουν χάρη στα πεθερικά τους. Για κάθε οικογένεια που έχει πληγεί άμεσα, αναλογεί άλλη μία οικογένεια που πλήττεται έμμεσα επειδή έχει επωμιστεί το πρόβλημα της οικογένειας που έχει πληγεί άμεσα. Αρκετά μεγάλος αριθμός, αγγίζει εκατομμύρια πολίτες. Αυτοί δεν έχουν λόγο να ψηφίσουν κατά της όποιας σταθερότητας, επειδή δε τους νοιάζει, τα έχουν χάσει όλα και θέλουν να δουν και τους υπόλοιπους να τα χάνουν όλα. Είναι ένα είδος δικαιοσύνης που από την πλευρά τους μοιάζει λογικό και δεν μπορείς παρά να το σεβαστείς. Γιατί αυτοί και όχι οι άλλοι; Γιατί αυτοί και όχι ΟΛΟΙ; Στον αντίποδα, υπάρχει η Ελλάδα που παλεύει ακόμη, που κάτι της έχει μείνει και θέλει να το διατηρήσει μακριά από νέες απρόσμενες εκπλήξεις. Είναι πολύ απλό το δίλλημα. Και η ρητορική αυτών των εκλογών θα έπρεπε να αγγίξει τους μεν και τους δε επί της ουσίας και όχι εν μέσω επικοινωνιακών τρικ, ακατάσχετης θεωρητικολογίας και λαϊκισμών. Αυτές οι εκλογές θα έπρεπε να είναι οι πρώτες στην ιστορία όπου ο διάλογος ανάμεσα στον πολίτη και τον υποψήφιο της κάθε ραγούλας θα επικρατούσε ριζικά, έτσι ώστε ο κοινωνικός διχασμός που έχει προκαλέσει η κρίση όχι να εκλείψει φυσικά, αλλά τουλάχιστον να δώσει σε μένα, σε σένα, στον συνταξιούχο, στον άνεργο, στον βιοπαλαιστή μια σαφέστατη εικόνα για την κάθε Ελλάδα που δοκιμάζεται. Αντ’ αυτού παίρνουμε βεγγαλικά και ένα freak show πολύ πιο αντιαισθητικό από διαγωνισμούς με γενειοφόρες τρανσέξουαλ. Παίρνουμε αυτό το ηλίθιο χαμόγελο που συνοδεύεται από παρωχημένες υποσχέσεις. Δηλαδή δεν παίρνουμε τίποτα.

Παρακολουθώντας την ατελείωτη αυτή παρέλαση υποψηφίων στους δήμους και τις κοινότητες, φλερτάρω έντονα με την ιδέα ότι πάρα πολύ λίγοι, ελάχιστοι, αξίζουν πραγματικά. Κάθε φορά, σε μια κλίμακα δέκα ατόμων, βρίσκω έναν που μπορεί να με πείσει ότι θέλει πραγματικά να δώσει κάτι στον τόπο του, το πολύ δύο. Οι υπόλοιποι ανήκουν σε αυτό που ο Σεφέρης είχε κάποτε αποκαλέσει «γενική αναπηρία της ηγετικής τάξης στην Ελλάδα». Πρώην βουλευτές που χαμήλωσαν τον πήχη των φιλοδοξιών τους και τρώγονται από το σαράκι της εξουσίας. Wannabe βουλευτές, που θα σκότωναν τον καλύτερο τους φίλο για μια βουλευτική υποψηφιότητα.Δημοσιοσχετίστες. Ψωροφαντασμένοι. Άτομα που κοιτάζονται στον καθρέφτη και φαντασιώνονται κάτι που δεν είναι. Και έπειτα υπάρχουν κι εκείνοι που ίσως αξίζουν κάτι, αλλά απέχουν. Γιατί; απορείς. Γιατί απέχει ο τάδε που κάθε απλή συζήτηση μαζί του σε εμπνέει; Γιατί απέχει ο δείνα που ξέρει να ακούει και όχι να μιλάει; Γιατί άραγε;

Ίσως η απάντηση βρίσκεται στο αιώνιο πρόβλημα αυτής της χώρας, σε αυτό που ώθησε πριν από εβδομήντα χρόνια τον Γιώργο Σεφέρη να αποτυπώσει στα προσωπικά του ημερολόγια. Ό,τι τον ταλάνιζε βέβαια, ήταν ο χωρισμός της Ελλάδας σε λαϊκό μέτωπο και σε εθνικιστική Δεξιά, αλλά πέραν τούτου διέκρινε μια ελίτ καταρρακωμένη, εκδικητική, με φιλοδοξίες που δεν είχαν καμία σχέση με τις συνθήκες του τόπου.

«Αποκαρδιωμένος όπως πάντα ύστερα από κάτι τέτοια», έγραφε ο ποιητής (ήταν Οκτώβριος του ’45), «μολονότι τα είδα τόσες και τόσες φορές, όπου η βλακεία, η εγωπάθεια, η μωρία και η γενική αναπηρία της ηγετικής τάξης στη σημερινή Ελλάδα, σε φέρνει στην ανάγκη να ξεράσεις. Γιατί; Γιατί είμαι δεμένος με αυτό τον τόπο και μολονότι δεν έχω καμιά απολύτως φιλοδοξία για πολιτική δράση, μου φαίνεται σαν ένα είδος ακρωτηριασμού να πω ξαφνικά να σας χέσω και να αποξενωθώ από όλα αυτά. Επειδή είμαι βέβαιος πως τούτοι οι ελεεινοί δεν αντιπροσωπεύουν τη ζωντανή Ελλάδα, δεν αντιπροσωπεύουν τίποτε και υπάρχουν άγνωστοι, πολλοί που δεν ξέρουμε καν, αλλά που αξίζουν, που σε φωνάζουν».

Εν ολίγοις, αυτό που ήθελα να πω είναι ότι πάλι άναψαν βεγγαλικά χθες το βράδυ. Αλλά μόλις έσβησαν, απλώθηκε ξανά το σκοτάδι και η μόνη διαφορά που είχε το σπασμένο πεζοδρόμιο με πριν ήταν ότι καλυπτόταν από ένα σωρό πεταμένα φυλλάδια.

Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο 
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ Στέφανος Δάνδολος
ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ
Tο iefimerida.gr δημοσιεύει άμεσα κάθε σχόλιο. Ωστόσο δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Σχόλια με ύβρεις διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ