Απλός και θεμελιώδης κανόνας κάθε διαπραγμάτευσης είναι η επιδίωξη της διεξαγωγής της σε χρόνο που να διευκολύνει την άσκηση πίεσης προς την άλλη πλευρά, το λεγόμενο timing. Αν χαθεί αυτό το πλεονέκτημα, βρίσκεσαι συνήθως από κάτω, χωρίς πολλές πιθανότητες να είσαι τελικά ο κερδισμένος.
Η ελληνική κυβέρνηση μετά το καλοκαίρι διαβουλεύονταν με την τρόϊκα για όλα τα προαπαιτούμενα μέτρα, έχοντας ως διαπραγματευτικό ελιγμό και, πάντως, ως δυνατότητα, ιδιαίτερα από τον Οκτώβρη, την προκήρυξη εκλογών για τον Νοέμβρη ή και για τις αρχές Δεκέμβρη στη συνέχεια, ανεξαρτήτως του αν αυτό διατυπώθηκε ρητά προς τους δανειστές ή απλώς υπονοούνταν. Φτάσαμε πια στον Δεκέμβρη και εκ των πραγμάτων, αυτό το χαρτί «κάηκε». Ούτε μέσα στις γιορτές ούτε στο ξεκίνημα της ελληνικής προεδρίας θα μπορούσε να προκηρύξει εύκολα εκλογές με δική της πρωτοβουλία και όχι μόνο αυτό, αλλά ακόμη και αν υπάρξει κοινοβουλευτικό «ατύχημα» στις κρίσιμες ψηφοφορίες των επόμενων εβδομάδων, το πλέον λογικό και πιθανό σενάριο ίσως να είναι ο σχηματισμός μιας νέας κυβέρνησης «εθνικής ανάγκης» από την παρούσα βουλή, παρά η προκήρυξη εκλογών.
Μη κατορθώνοντας ενωρίτερη περαίωση- επιτυχή ή μη- της διαπραγμάτευσης και ακολουθώντας τις μεθοδευμένες καθυστερήσεις της τρόϊκα, η κυβέρνηση όχι μόνο φαίνεται να έχασε το πλεονέκτημα της πίεσης για να πετύχει ένα καλύτερο αποτέλεσμα ή - σε περίπτωση ακαμψίας των δανειστών – για να προσφύγει σε εκλογές, αλλά αντιμετωπίζει πλέον τον κίνδυνο να αυτοϋπονομευτεί και να απολέσει τη δεδηλωμένη, χωρίς να έχει τη δυνατότητα επιλέγοντας τις εκλογές, να ανανεώσει την εντολή ή να πέσει «ηρωϊκά», υπερασπιζόμενη τις θέσεις της χώρας. Το αν είχε την αυτοπεποίθηση, παρά τις συνεχόμενες καθυστερήσεις της τρόϊκα, ότι θα πετύχει ένα καλό αποτέλεσμα, ή αν απλώς προέκρινε ως μείζον ζήτημα την παραμονή της στην εξουσία, αντί του ξεκαθαρίσματος μιας νοσηρής και επίπονης για τη χώρα διαδικασίας, αυτό δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε.
Από την άλλη πλευρά, η τρόϊκα φαίνεται να αξιοποιεί την ευνοϊκή πλέον για την ίδια συγκυρία και δείχνει ολοένα και πιο αμετάπειστη και αναβλητική, προφανώς προσδοκώντας να υποχωρήσει η κυβέρνηση σε όλα τα ανοικτά μέτωπα (πλειστηριασμοί, ομαδικές απολύσεις στο δημόσιο, κλείσιμο αμυντικών βιομηχανιών κ.α.).
Στο κρισιμότερο εκκρεμές θέμα, που είναι η άρση της αναστολής των πλειστηριασμών της πρώτης κατοικίας και από το οποίο θα μπορούσε να δοκιμασθεί περισσότερο η κυβερνητική πλειοψηφία, οι δανειστές φαίνεται μέχρι στιγμής να είναι απόλυτοι και ανυποχώρητοι και αξιώνουν την πλήρη απελευθέρωση της διαδικασίας. Επειδή δεν φαίνεται να αγνοούν τα εσωτερικά δεδομένα της χώρας, προκαλεί εντύπωση η διακινδύνευση που αναλαμβάνουν. Ακόμη και αν υποχωρούσε εν τέλει η κυβέρνηση στις απαιτήσεις τους, η εξέλιξη μιας ψηφοφορίας στη βουλή για ένα τόσο κρίσιμο θέμα, θα ήταν εξαιρετικά αμφίβολη. Υπάρχει βέβαια η δυνατότητα της έκδοσης πράξης νομοθετικού περιεχομένου (και η αναστολή των πλειστηριασμών είχε γίνει με πράξη νομοθετικού περιεχομένου), αλλά στην περίπτωση ενός τόσο επαχθούς μέτρου με σοβαρές κοινωνικές επιπτώσεις, πέραν των αμφισβητήσεων και των δυσμενών για την κυβέρνηση εντυπώσεων που θα προκαλούνταν, η όποια δυσαρέσκεια των διαφωνούντων βουλευτών για την παράκαμψη της βουλής, αλλά, κυρίως, για την ουσία της ρύθμισης, θα μπορούσε να εκφραστεί σε μια άλλη κρίσιμη ψηφοφορία, με τα ίδια δραματικά (ως προς τις εξελίξεις) αποτελέσματα.
Σε μια τέτοια περίπτωση, ένα κοινοβουλευτικό «ατύχημα» ή θα οδηγούσε σε διενέργεια εκλογών (με αμφίβολο αποτέλεσμα) ή θα άνοιγε πιθανότατα το δρόμο για τη συγκρότηση μιας άλλης κυβέρνησης από αυτή τη βουλή, η οποία όμως, ευνόητο είναι ότι δεν θα μπορούσε να είναι ούτε συντηρητικότερη ούτε πιο ευάλωτη στη διαπραγμάτευση με τους δανειστές. Προφανώς ο δικαιολογητικός λόγος της συγκρότησής της, πέραν της αποφυγής των εκλογών, θα ήταν η διεκδίκηση και η επίτευξη καλύτερων αποτελεσμάτων σε όλα τα εκκρεμή θέματα.
Είναι γι'αυτό παράδοξο το γεγονός ότι η τρόικα δίνει την εντύπωση είτε να αγνοεί είτε, ακόμη περισσότερο, να αποδέχεται αυτά τα ακραία αλλά όχι απίθανα ενδεχόμενα και να δείχνει ανυποχώρητη.
Σε κάθε περίπτωση, αν συνεχισθεί η σκληρή στάση των δανειστών, η κυβέρνηση φαίνεται να έχει χάσει το πλεονέκτημα όλων των πρωτοβουλιών που είχε μέχρι και ένα μήνα πριν. Η μόνη περίπτωση να βγεί αλώβητη από αυτή τη δύσκολη θέση, είναι να υποχωρήσει τελικά η τρόϊκα, διαβλέποντας τα αδιέξοδα και να υπάρξει κάποια συμβιβαστική λύση που να μπορούσε να γίνει αποδεκτή, πρωτίστως από τους βουλευτές της πλειοψηφίας. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δεν υποχωρήσει η τρόϊκα και αν γίνουν δεκτές οι υπερβολικές απαιτήσεις των δανειστών, η κυβερνητική πλειοψηφία θα έχει πληγεί από κάθε άποψη και η συνέχεια θα είναι περισσότερο δύσκολη, ακόμη και αν δεν κινδυνεύσει άμεσα στη βουλή η παράταση του βίου της.