Η κίνηση του «εθνικού μας» σκηνοθέτη Γιάννη Σμαραγδή να θελήσει να απαγγείλει στον Πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά, κατά τη διάρκεια εκδήλωσης στην Πύλο, αυτοσχέδια μαντινάδα υπέρ το δέον τιμητική – σχεδόν λατρευτική – προς το πρόσωπό του, προκάλεσε πλήθος έντονων αντιδράσεων τόσο στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο όσο και στις σελίδες κοινωνικής δικτύωσης, όπου χρήστες ανταπάντησαν με ειρωνικά σχόλια και σαρκαστικές αντιμαντινάδες, κάνοντας λόγο για «κρατικοδίαιτο σκηνοθέτη» και «απροκάλυπτο γλείψιμο με στόχο κάποια επιχορήγηση» εν όψει του επόμενου σκηνοθετικού έπους του με θέμα ετούτη τη φορά τον Νίκο Καζαντζάκη.
Το κατά πόσο ισχύει ο χαρακτηρισμός «κρατικοδίαιτος», αυτό είναι σίγουρα κάτι που ελέγχεται: ελλείψει στοιχείων κανείς δεν μπορεί να είναι απολύτως βέβαιος για την ορθότητα του επιθετικού προσδιορισμού, όσο ευρέως κι αν «κυκλοφορεί» η φήμη που θέλει τον Γιάννη Σμαραγδή να απολαμβάνει την οικονομική υποστήριξη κρατικών θεσμών και προσώπων της εξουσίας. Σε αυτή την περίπτωση δεν μένει παρά η έρευνα και η απόδειξη του ορθού ή εσφαλμένου χαρακτήρα του χαρακτηρισμού.
Ωστόσο, πέρα από τα οικονομικά ζητήματα (χρηματοδοτήσεις, επιχορηγήσεις, κρατική «ασυλία») που άπτονται του προσώπου «Γιάννης Σμαραγδής», υπάρχει και μία άλλη σειρά ζητημάτων που έχουν να κάνουν αμιγώς με την τέχνη την οποία επαγγέλλεται και υπηρετεί ο εν λόγω σκηνοθέτης, η οποία φέρει όλα τα χαρακτηριστικά της εύκολης εθνοκεντρικής εικονογραφίας: κοινώς, μίας τέχνης που «παίρνει σβάρνα» μεγάλες προσωπικότητες της ελληνικής ιστορίας και τις μετουσιώνει σε εντυπωσιοθηρικές αγιογραφίες: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Κωνσταντίνος Καβάφης, Ελ Γκρέκο, Ιωάννης Βαρβάκης και έπεται συνέχεια...
Δεν είναι η πρώτη φορά που εκφράζονται τέτοιες απόψεις για τα κινηματογραφικά έπη του σκηνοθέτη: έχουν ειπωθεί και ξαναειπωθεί, με τον ίδιο να κάνει πάντοτε λόγο για «χυδαία υποδοχή από τους κριτικούς». Και πράγματι, οι ανθρωποφαγικές διαθέσεις των ΜΜΕ είναι γνωστές και υπαρκτές, όχι όμως σε απόλυτο βαθμό. Με λίγα λόγια, σε αυτές τις κριτικές υπάρχουν και κάποιες δόσεις αλήθειας, κάποιες φωνές τις οποίες ο σκηνοθέτης δεν θέλει καν να ακούσει, πόσο μάλλον να δεχτεί.
Δεν είναι καθόλου κακό να αποτυπώνεις στο φιλμ το εκτόπισμα οικουμενικών προσωπικοτήτων σαν τις προαναφερθείσες, είναι όμως αντιαισθητικό όταν αυτή η αποτύπωση γίνεται με ένα συγκεκριμένο τρόπο, μετασχηματιζόμενη μάλιστα σε σκηνοθετική μανιέρα η οποία προσλαμβάνει απροκάλυπτα διαστάσεις εθνικής προβολής προς τα έξω ενός λαού, της παράδοσης και της κουλτούρας του.
Το target group των ταινιών του Γιάννη Σμαραγδή είναι (θέλει δεν θέλει) του ίδιου επιπέδου με το αναγνωστικό κοινό ελαφρών καλοκαιρινών αναγνωσμάτων, κατά προτίμηση βιογραφιών, αγορασμένων από τα stands των σούπερ-μάρκετ. Ταινίες που προκαλούν την εύκολη ταύτιση με τις αγιογραφούμενες προσωπικότητες, ταινίες που προσδίδουν στα θέματά τους μεταφυσικές διαστάσεις, απευθυνόμενες σε ένα κοινό που δεν έχει τις προσλαμβάνουσες για κάτι πιο περίπλοκο, λιγότερο εύπεπτο και περισσότερο ραφιναρισμένο. Μα υπάρχει και αυτό το κοινό θα πει κανείς. Ναι, υπάρχει και αυτό το κοινό, το οποίο όμως δεν μπορεί να είναι ο οδηγός της καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Δεν έχει κανείς την απαίτηση από το Γιάννη Σμαραγδή να γίνει Ντέρεκ Τζάρμαν. Δεν έχει κανείς την απαίτηση από τον Έλληνα σκηνοθέτη να διαθέτει τη βαθιά ποιητική σκηνοθετική ματιά που διαθέτουν βιογραφικές ταινίες όπως η περίφημη ταινία του Τζάρμαν με τίτλο «Βίτγκενσταϊν», όπου απεικονίζεται με έναν εκπληκτικά πρωτότυπο τρόπο η ζωή και το έργο του μεγάλου αυστριακού φιλοσόφου Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν, ή η άλλη του ταινία με τίτλο «Καραβάτζιο». Δεν έχει κανείς την απαίτηση από τον Γιάννη Σμαραγδή να προσεγγίζει τα ιστορικά θέματα όπως ένας Λουκίνο Βισκόντι. Δεν διαθέτει ούτε την εικαστική ματιά των τελευταίων – αυτό αποδεικνύουν οι παραπλανητικά ατμοσφαιρικές ταινίες του – ούτε τη ριζοσπαστικότητα και την υψηλή αισθητική τους.
Αυτό, όμως, που θα μπορούσε να του καταλογίσει κανείς καλοπροαίρετα είναι πως «τέχνη και εθνοκεντρισμός» δεν πάνε μαζί. Κι όταν πάνε οι ισορροπίες είναι λεπτές, απαιτούν ιδιαίτερους χειρισμούς, ειδάλλως τα αποτελέσματα είναι αν όχι καταστροφικά για την τέχνη του κινηματογράφου, τουλάχιστον ήσσονος ενδιαφέροντος.
Υπάρχουν κι άλλοι τρόποι να αποτυπώσει κανείς την ιστορική συνείδηση, την παράδοση και τον πολιτισμό ενός έθνους. Υπάρχουν κι άλλοι τρόποι για να τα εμφυσήσει κανείς στο κοινό. Τρόποι έμμεσοι, πιο επεξεργασμένοι, εμπλουτισμένοι με κριτική διάθεση, λιγότερο ατυχείς, περισσότερο ουσιώδεις.
Η αχρείαστη μαντινάδα που απήγγειλε ο σκηνοθέτης ενώπιον του Πρωθυπουργού απηχεί απόλυτα το πνεύμα των ταινιών του: μεγαλόστομες, αγιογραφικές, δίχως τη διακριτικότητα και την αποστασιοποίηση που μαρτυρούν έναν καλλιτέχνη που δεν «δίνει μία» για την άποψη που έχουν οι βαθμίδες της εξουσίας για το έργο του.
Ως προς αυτό, θα έπρεπε ίσως να παραδειγματιστεί περισσότερο από τις προσωπικότητες που αναλαμβάνει κάθε φορά να αγιογραφήσει...