Η Κική Δημουλά -δυστυχώς για την ίδια, και κατ΄ επέκταση για τους οικείους της- δεν απέφυγε ποτέ, ούτε φοβήθηκε την άμεση επαφή με τον πολύ κόσμο. Κυκλοφορεί πεζή στο κέντρο της Αθήνας και απλώνει το χέρι σε όποιον την σταματήσει για να της μιλήσει. Αν συνυπολογίσει κανείς τα 82 χρόνια της, τότε θα πρέπει μάλλον να της βγάλει το καπέλο που αγνοεί το βάρος της βιολογικής της ηλικίας.
Η Κική Δημουλά δεν έχει συμβουλάτορες. Απαντάει η ίδια το τηλέφωνό της, και το κουδούνι του σπιτιού της χτυπάει ακόμη και τις πιο ακατάλληλες ώρες από χέρια ανυπόμονα, που αφήνουν στην πόρτα της μικρά δωράκια ή φρεσκοτυπωμένες ποιητικές συλλογές σε ένα είδος ιδιότυπου προσκυνήματος. Απευθύνεται με τον ίδιο σεβασμό σε κάθε συνομιλητή της, είτε πρόκειται για τον Πρόεδρο της Ακαδημίας, είτε για κάποιον που την αναγνώρισε στο δρόμο. Ο σεβασμός της για τον άνθρωπο δεν πηγάζει από τα τυπικά προσόντα του καθενός, αλλά κυρίως από το εσωτερικό αξιακό της σύστημα.
Η ποίησή της -άσχετα με το αν αρέσει ή όχι σε κάποιους- είναι ειλικρινής και έντιμη και μόνος της στόχος «είναι να προσθέσει το λιθαράκι της σε ό,τι κληρονόμησε φτιάχνοντας το ιδιωτικό μητρώο της εποχής της και συμπληρώνοντας το γενεαλογικό δέντρο των ονείρων που τη γεννούν και την υποστηρίζουν». Η ίδια επιλέγει συνειδητά να κρατά τη θέση εκείνη που της επιτρέπει να κινείται αθόρυβα ανάμεσα στην καθημερινότητά μας, να καταγράφει μικρές στιγμές και να καταργεί την προσωρινή τους διάσταση.
Η υπέρβαση που συντελείται στην ποίηση της Κικής Δημουλά δεν είναι θεωρητική. Είναι στάση ζωής.
Αυτό ακριβώς είπε και πριν λίγες μέρες στην Κυψέλη. Ότι ο φόβος της που απορρέει από όλα όσα συμβαίνουν γύρω της -όχι μόνο γενικά, αλλά και στο άμεσο οικογενειακό της περιβάλλον- δεν υπήρξε τόσο ισχυρός ώστε να την αναγκάσει να εγκαταλείψει την γειτονιά αυτή που τόσο αγαπά. Όπως κατ' αντιστοιχία η απώλεια του αγαπημένου προσώπου, δεν έγινε δύναμη κατασταλτική αλλά πηγή δημιουργίας, όπως η επιβάρυνση του χρόνου δεν έγινε βάρος αλλά βάθος.
Βεβαίως και η Κική Δημουλά δεν είναι αριστερή αλλά ούτε και δεξιά. Δεν χρειάζεται άλλωστε να είναι. Δεν αναζήτησε ποτέ στέγη. Δεν ένιωσε ποτέ την ανάγκη να ανήκει κάπου. Είναι η Κική που στάθηκε δίπλα στο σύζυγό που αγάπησε, που μεγάλωσε παιδιά και φρόντισε εγγόνια. Είναι η γυναίκα που αντί να κεντά για τον τοίχο της, κεντά όπως φαίνεται καλύτερα στο χαρτί. Το γεγονός ότι η ποίησή της δεν αρέσει σε κάποιους δεν στάθηκε δυνατό να την αποτρέψει από την συνεχή προσπάθεια. Κι αυτό λέγεται προσωπική συνέπεια.
Τα εξαιρετικά ελληνικά της τής επιτρέπουν να είναι τόσο ευγενής ώστε όλοι αυτοί που επί μέρες κόπτονται για την κυριολεκτική μετάφραση των όσων είπε να μην παρατηρήσουν καν ότι δεν χρησιμοποίησε ούτε μία φορά τη λέξη «μετανάστης» αλλά «ξένος», (που σημαίνει εκείνος που προέρχεται ή κατάγεται από άλλο τόπο), και να συνεχίζουν να ωρύονται πιστεύοντας ότι έτσι θα ακουστούν περισσότερο από τον ήπιο τόνο της φωνής της ίδιας. Επίσης, αν δεν απατώμαι, όσο και να ψάξει κανείς, δεν θα βρει καλύτερο συνώνυμο για την ανθρωπιά από το ρήμα «μοιράζομαι».
Ας μην κρυβόμαστε λοιπόν. Γιατί τελικά το θέμα δεν είναι «το παγκάκι που της Κυψέλης που δεν έχει χώρο». Είναι ο κόσμος που δεν χωράει πια όλους αυτούς που κάνουν φασαρία χωρίς λόγο. Όλους αυτούς που δικαιώνουν την ύπαρξή τους όταν η εκκωφαντική τους ανυπαρξία προσκρούει σε κάτι τόσο συμπαγές όσο η αλήθεια και η αφοπλιστική ειλικρίνεια της Κικής Δημουλά. Γιατί πώς αλλιώς να εξηγήσει κανείς αυτή τη ετεροχρονισμένη δημοσιογραφική βουτιά που άναψε φωτιές στο διαδίκτυο, πέρα από τις υψηλές για την εποχή θερμοκρασίες;