Ανεξαιρέτως. Ολοι. Μέχρι τελευταίου. Επειδή ζούμε ως φορολογούμενοι πολίτες ενός Ναζιστικού καθεστώτος. Ακόμα και αν δεν φορολογείται κάποιος, για οποιονδήποτε λόγο, πάλι πληρώνει το 23% οποιασδήποτε δαπάνης του ως ΦΠΑ, υποστηρίζοντας έτσι έμπρακτα τον Ναζισμό που επικρατεί, απροκάλυπτα πλέον, στην Ελλάδα. Σε μια κοινωνική πραγματικότητα όπου το χρήμα είναι η κυρίαρχη ιδεολογία αυτό σημαίνει ότι είμαστε όλοι Ναζιστές.
Η διαπίστωση πως το τρέχον καθεστώς στην Ελλάδα είναι Ναζιστικό, τόσο όσον αφορά στην ιδεολογία του όσο και την πρακτική του εφαρμογή, δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση και επιχειρήματα. Εδώ και καιρό είναι ορατή δια γυμνού οφθαλμού η προϊούσα, συνειδητή και σχεδιασμένη διολίσθηση προς την βαρβαρότητα.
Τα συμπτώματα είναι άπειρα. Ναζιστικής έμπνευσης αισθητική και προπαγάνδα μας κατακλύζουν από παντού. Άλλες φορές απλοϊκά, όπως οι στολές και τα αξεσουάρ από την μπουτίκ της Χρυσής Αυγής. Άλλες χαβαλεδιάρικα, όπως οι γλοιώδεις τηλε-συναγελασμοί έκφυλων ψευδο-δημοσιογράφων. Οι τελευταίοι, πρόθυμοι να κάνουν μισθοφορική πλακίτσα με τα μέλη της Ναζιστικής οργάνωσης, την βοηθούν συνειδητά ώστε να παριστάνει επιτυχώς το πολιτικό κόμμα προς τους ψηφοφόρους της, που είναι τόσο απελπισμένοι ή αφελείς ώστε να την νομιμοποιούν με την ψήφο τους.
Άλλες φορές όμως, η διαστρέβλωση προωθείται πιο μελετημένα, όπως σε εξώφυλλα κρατικοδίαιτων free press λαϊκής κατανάλωσης. Εκεί, εικονογραφήθηκε πρόσφατα η μουχλιασμένη εδώ και δεκαετίες, συκοφαντική και άκυρη θεωρία των «δύο άκρων», που είναι και ένα από τα πιο τετριμμένα λογικά άλματα της Ναζιστικής προπαγάνδας. Μάλιστα, ο πολιτικός εκμαυλισμός του νεανικού και άρα εύπλαστου συνειδησιακά αναγνωστικού κοινού που είναι ο στόχος τέτοιων εντύπων, παρουσιάζεται με σύγχρονη αισθητική, ώστε να είναι ελκυστική η δηλητηριώδης στρεψοδικία που θέλει εκείνους που αμύνονται υπέρ της ελευθερίας να ταυτίζονται με εκείνους που επιτίθενται εναντίον της.
Από αυτές τις καθόλου ασήμαντες, ούτε τυχαίες, προπαγανδιστικές εκδηλώσεις του Ναζιστικού καθεστώτος, είναι αναπόφευκτη η ακολουθία μέχρι τον παροξυσμό ρατσιστικής βίας και της οργανωμένης κακοποίησης εις βάρος μειονοτήτων, όπως οι μετανάστες. Οι δύστυχοι αυτοί συνάνθρωποι μας στοιβάζονται για μήνες σε άθλια, ανήλιαγα μπουντρούμια, όπως του Α.Τ. της Δραπετσώνας και του Μοσχάτου, χωρίς να τους έχει απαγγελθεί καμία κατηγορία και χωρίς να τους δίνεται η δυνατότητα εξόδου από την χώρα.
Ακόμα χειρότερα, πέρα από τις συνοικιακές παράγκες της φρίκης, έχει επέλθει η βιομηχανική φάση του Ναζισμού εν Ελλάδι, καθώς σε όλη τη χώρα στήνονται στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπως στην Αμυγδαλέζα και στην Κόρινθο. Ταυτόχρονα, όλη η Ελληνική αγροτική παραγωγή στηρίζεται στην δουλεία και στην τρομοκρατία των ανυπεράσπιστων μεταναστών. Από την Μανωλάδα μέχρι την Κρήτη, και ακόμα παραπέρα το Ναζιστικό καθεστώς καταπατεί κάθε έννοια ανθρώπινου δικαιώματος. Η επικίνδυνη συγκυβέρνηση δεν διστάζει να βαφτίζει την πολιτική αυτή, λίγο-πολύ, ως Τελική Λύση, αναβιώνοντας κυριολεκτικά πλέον την γλώσσα του Γκέμπελς. 'Ολα αυτά γίνονται με επιδοτήσεις από την Ε.Ε., η οποία, ως γνωστόν, βρίσκεται υπό την κηδεμονία της Γερμανίας. Αυτή τη φορά, οι βρομοδουλειές που είναι απαραίτητες για την ανόρθωση του 4ου Ράϊχ φαίνεται πως έχουν ανατεθεί σε τρίτες χώρες, όπως η Ελλάδα και η Ισπανία, των οποίων οι αντιστάσεις είναι ελάχιστες λόγω του οικονομικού εκβιασμού που τους ασκείται, αλλά και της εξωφρενικά διεφθαρμένης πολιτικής τους ηγεσίας.
Δεν είναι όμως μόνο οι μετανάστες ο στόχος. Οι ομοφυλόφιλοι ήδη διώκονται από την Χρυσή Αυγή – πρόσφατο θύμα ο πρώην βουλευτής Σουηδίας Τάσσος Σταφυλίδης, που δέχτηκε δολοφονική επίθεση στο κέντρο της Αθήνας. Πολλά είναι τα θύματα αντίστοιχων επιθέσεων σε περιοχές όπου συχνάζουν gays. Τα ομοφοβικά εγκλήματα δεν καταγγέλονται συνήθως στις αρχές επειδή οι παθόντες φοβούνται την αποκάλυψη της σεξουαλικής τους ταυτότητας σε μια ήδη εχθρική κοινωνία. Έτσι η βαναυσότητα θεριεύει, με την ενθάρρυνση της σιωπής. Αντίστοιχα, Ναζιστικά μέτωπα ανοίγονται εναντίον των τσιγγάνων αλλά και των ΑΜΕΑ.
Υπάρχουν βέβαια διαφορές μεταξύ της Γερμανίας του Χίτλερ και της Ελλάδας της Μέρκελ και των ντόπιων συνεργών της – και πως θα μπορούσε να είναι αλλιώς, αφού ο Ναζισμός, όπως κάθε τι άλλο, εξελίσσεται και προσαρμόζεται στις συνθήκες της εποχής. Στη ναζιστική Γερμανία του '40, το κράτος κυριαρχούσε επί των οικονομικών παραγόντων. Σήμερα, έχουν αντιστραφεί οι όροι, αλλά όχι η αντι-δημοκρατική λογική. Με λάβαρο την ανάπτυξη και τις επενδύσεις, κυριαρχούν επί του κράτους οι μεγαλο-εργολάβοι, οι πολυεθνικές εταιρίες και τα συμφέροντα τους, με αποτέλεσμα το κράτος να ενεργεί ως υπηρέτης τους. Αυτό θεωρείται «φυσιολογικό» ενώ πρόκειται περί ιδρυματοποιημένης διαφθοράς.
Ακόμα, ενώ το αυθεντικό Ναζιστικό καθεστώς είχε ως στόχο τη συνεχή πολιτική κινητοποίηση του πληθυσμού, με τα συλλαλητήρια της Νυρεμβέργης, την νεολαία του Χίτλερ, και ούτω καθεξής, σήμερα, ο Ναζισμός έχει ως στόχο να βρίσκεται η μάζα σε μια διαρκή κατάσταση πολιτικής απάθειας. Το μόνο είδος πολιτικής δραστηριότητας που αναμένεται ή είναι επιθυμητό από το σύνολο των πολιτών είναι το να ψηφίζουν προκειμένου να συντηρείται η απαραίτητη ψευδαίσθηση της δημοκρατίας.
Οι εκλογές όμως, όπως και το αποτέλεσμα τους, είναι εύκολα διαχειρίσιμες διαδικασίες, εφ' όσον οι προεκλογικές εκστρατείες διεξάγονται μέσα από τα απολύτως ελεγχόμενα Μ.Μ.Ε. Σε αυτά, ενώ η πολιτική ως θέμα βρίσκεται διαρκώς στο προσκήνιο, ο τρόπος που παρουσιάζεται είναι μια ανούσια εκδοχή της, αφού ο πολιτικός λόγος περιορίζεται σε εικονικές αψιμαχίες ανάμεσα σε κομματικά στελέχη που είναι ήδη προ-εγκεκριμένα από το σύστημα και άρα ασφαλή γι'αυτό. Εν τέλει, η χαμηλή προσέλευση στις κάλπες γίνεται ευνοϊκά δεκτή από το Ναζιστικό καθεστώς ως ένδειξη ότι το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού έχει εγκαταλείψει την ελπίδα πως το κράτος μπορεί ποτέ να ενδιαφερθεί γι'αυτούς. Ο οξύμωρος στόχος έχει επιτευχθεί – η απαξίωση των δημοκρατικών διαδικασιών επί της ουσίας είναι πλήρης, ενώ η συμβολική τους ισχύ παραμένει αλώβητη.
Έτσι, ακριβώς όπως οι πολίτες της Γερμανίας του Χίτλερ, όποια δικαιολογία, όποια ιδεολογία, όποιο άλλοθι και αν είχαν, και εμείς θα φέρουμε για πάντα το στίγμα ότι ζήσαμε, και συνεργαστήκαμε, εκούσια ή ακούσια, με το πιο αποτρόπαιο πολίτευμα που γνώρισε ποτέ αυτή η χώρα, την νέα, βελτιωμένη εκδοχή του Ναζισμού, εκείνην που στην θέση της φυλετικής υπεροχής βάζει την υπεροχή της αγοράς. Η διαφορά μας με εκείνους τους φονιάδες, που είναι και αυτή εις βάρος μας, είναι ότι τώρα, στην εποχή της υπερπληροφόρησης, δεν έχουμε κανένα δικαίωμα πλέον να επικαλούμαστε το περίφημο «μα δεν γνωρίζαμε τίποτε».