Πέντε βιβλία Ελλήνων συγγραφέων για τις αναγνώσεις κατά τις ημέρες των γιορτών προτείνει το ΑΠΕ-ΜΠΕ, επιλέγοντας ανάμεσα στα καλύτερα δείγματα και στους πιο συζητημένους τίτλους της χρονιάς.
Δεν μπορούμε παρά να ξεκινήσουμε με το εκδοτικό γεγονός του 2022, που δεν είναι άλλο από το αδημοσίευτο μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη «Ο ανήφορος». Το βιβλίο είναι το πρώτο από τα μεταπολεμικά μυθιστορήματα του Καζαντζάκη που κυκλοφορεί από τη Διόπτρα. Την εβδομάδα αυτή κυκλοφόρησαν επίσης ο «Καπετάν Μιχάλης», «Ο βραχόκηπος», «Οι αδερφοφάδες» και «Ο φτωχούλης του Θεού», ενώ σύντομα θα ακολουθήσουν τα υπόλοιπα έργα. Γραμμένο το 1946 (τη χρονιά που δημοσιεύτηκε το «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά») το ανέκδοτο μέχρι πρότινος μυθιστόρημα, έχει ως κεντρικό ήρωα έναν συγγραφέα, τον Κοσμά (πρόκειται για τον ίδιο τον Καζαντζάκη), που φτάνει μαζί με την εβραία γυναίκα του στην Κρήτη, λίγο μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Τα κατεστραμμένα από τις γερμανικές δυνάμεις κρητικά χωριά και το κατοπινό ταξίδι του Κοσμά στην Αγγλία συνοψίζουν το νόημα του «Ανήφορου»: από τη μια πλευρά ο αγώνας των Κρητικών για ελευθερία από τις επιβουλές του κατακτητή και από την άλλη ο αγώνας του καλλιτέχνη για έναν κόσμο, ο οποίος δεν θα έχει καμία σχέση με την απάνθρωπη εμπειρία του πολέμου. Ένας τέτοιος αγώνας, όμως, δεν είναι εύκολος. Είναι, αντίθετα, δύσκολος και κοπιαστικός, όπως παρατηρούν εύστοχα στο επίμετρό τους ο Νίκος Μαθιουδάκης και η Παρασκευή Βασιλειάδη. Και αυτόν ακριβώς τον ανήφορο δοκιμάζει να ανεβεί ο Καζαντζάκης.
Περνάμε στη σύγχρονη πεζογραφία. Η οικογένεια αποτελεί την πιο περίπλοκη σκαλωσιά της ζωής μας όχι με την έννοια των ιερών και των οσίων στα οποία έχουμε εξαρχής ορκιστεί αταλάντευτη πίστη, αλλά ως ζωτική βάση από την οποία εκκινούν και στην οποία καταλήγουν τα πάντα, περίπου ανεξάρτητα από την ατομική μας βούληση και κόντρα σε όσα πιθανόν σημάδεψαν τον νεανικό μας βίο, όταν φυσούσε ο άνεμος της αμφισβήτησης και της αποκαθήλωσης των ριζών. Αυτό είναι το στοχαστικό συμπέρασμα που προκύπτει από το καινούργιο μυθιστόρημα της Ρέας Γαλανάκη, το οποίο κυκλοφορεί με τίτλο «Εμμανουήλ και Αικατερίνη. Τα παραμύθια που δεν είναι παραμύθια» από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Η μυθιστοριογράφος μιλάει για τους άρρηκτους δεσμούς του παρελθόντος με το παρόν, κάνοντας λόγο για τους γονείς της, τον Εμμανουήλ και την Αικατερίνη, και για τη διαδρομή τους μέσα από τους ιστορικούς δαιδάλους της εποχής τους: από τον Εθνικό Διχασμό, τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι τον Εμφύλιο και τη χούντα του 1967.
Με το μυθιστόρημά της «Να είχα, λέει, μια τρομπέτα», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη, η Μάρω Δούκα δίνει τη φωνή της σε μια γυναίκα της ηλικίας και της γενιάς της, στην Κάκια. Η Κάκια δεν καταπιάνεται με την πολιτική, αναφέρεται, όμως, ακατάπαυστα στον ελληνικό δημόσιο βίο (από την Αθήνα μέχρι την Κέρκυρα και την Κρήτη), συμπεριλαμβάνοντας διακριτικά πολέμους, εμφύλιες συγκρούσεις και πολιτικές αναταραχές, χωρίς ποτέ να ξεχωρίσει τέτοιου τύπου μεγέθη από τα πάθη του ατομικού βίου. Τι ακριβώς μπορεί, εντούτοις, να σημαίνει το γεγονός πως η συγγραφέας προσφέρει τη φωνή της σε μια συνομήλικη ηρωίδα της; Μα, το ότι η Δούκα δεν θέλει να ξετυλίξει ένα καθαρώς αυτοβιογραφικό νήμα μολονότι αντλεί το μυθοπλαστικό της υλικό απευθείας από τις εφηβικές και τις παιδικές της αναμνήσεις. Η Κάκια, συνομιλεί, σε όλη τη διάρκεια της αφήγησης, με τις τρεις γιαγιάδες της: με την Εργινιά, τη γιαγιά από τη μεριά του πατέρα της, με την Αφροδίτη, τη γιαγιά από την πλευρά της μάνας της, και με τη Φιλαρέτη, την «εξ αγχιστείας» γιαγιά της- με άλλα λόγια την πεθερά της.
Διαβρωτικά απομυθοποιητικός και σαρκαστικός πλην με άπειρη κατανόηση για τα ζητήματα της ανθρώπινης μοίρας αποδεικνύεται ο Βαγγέλης Σιαφάκας στον μεταθανάτιο τόμο των διηγημάτων του «Εξοδόχαρτο– Το Μοναστηράκι», εκδόσεις Πόλις. Ο εγκλεισμός επί πανδημίας, η πολιτική θητεία του συγγραφέα στον Ρήγα Φεραίο και στο ΚΚΕ Εσωτερικού σε σχέση με την παραμονή του στη Φλωρεντία, η δημοσιογραφική εμπειρία από τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης στα οποία εργάστηκε (εφημερίδες και τηλεόραση- η τελευταία του δουλειά ήταν στο ΑΠΕ- ΜΠΕ), οι μνήμες από τον γενέθλιο τόπο, τα Γιάννενα και την Κράψη, τα καλοκαίρια και οι έρωτες ή η περιπλάνηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, καταλήγουν πηγές ενός ανεξάντλητου χιούμορ στο «Εξοδόχαρτο». Τα διηγήματα που εντάσσονται στο «Μοναστηράκι» είναι μεγαλύτερα και επικεντρωμένα σε μια ομάδα συνδαιτημόνων που συναντιούνται στο Μοναστηράκι. Εκείνα που επικρατούν εδώ είναι η συγκρατημένη θλίψη για την αποτυχία, για την κακή τύχη και για τη διάψευση ή το πένθος για την απώλεια ανθρώπων οι οποίοι θα μπορούσε να τα καταφέρουν διαφορετικά στον βίο τους. Και όλα αυτά, χωρίς την παραμικρή διαστολή συναισθημάτων, κοιταγμένα κάποτε με τον τρόπο που αντιμετώπισε τον θάνατο ο Ιωάννης Κονδυλάκης στο «Όταν ήμουν δάσκαλος».
«Εγώ είμαι οι άλλοι» είναι ο τίτλος του καινούργιου, καθαρά αυτοβιογραφικού μυθιστορήματος του Μίμη Ανδρουλάκη, το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη. Πώς, όμως, αναπτύσσεται ο αυτοβιογραφικός λόγος σε έναν μυθιστορηματικό περίγυρο; Μα, ξεκινώντας από μικρά, ελάχιστα γεγονότα, ο συγγραφέας προχωρεί προς την ανακίνηση του παρελθόντος, και ανακινώντας το παρελθόν κατανοεί καλύτερα και την ιστορία του εαυτού του. Και η εποχή η οποία προκύπτει από τη σύνθεση και την ανασύνθεση του παρελθόντος και της ιστορίας του εαυτού είναι, όπως το λέει ο συγγραφέας, «πορτρέτα, εικόνες, σκηνές, χρώματα, δράματα κι ευτράπελα». Επιφανείς της πολιτικής, των τεχνών, των επιστημών και της οικονομικής ισχύος γίνονται ένα, χωρίς να καταλήγουν ταυτόσημες, με τις «χαμηλές» ιστορίες της καθημερινότητας. Η έκδοση συμπίπτει με τη συμπλήρωση 49 χρόνων από την εξέγερση του Πολυτεχνείου και αποτελεί έναν φόρο τιμής στην Ελλάδα, τον τόπο στον οποίο ο Ανδρουλάκης μεγάλωσε, σταδιοδρόμησε και διέγραψε την πολιτική και συγγραφική του τροχιά μέχρι να φτάσουμε στο σήμερα και στον καιρό των απολογισμών. Και τώρα, όμως, στον καιρό των απολογισμών, ο λόγος του δεν είναι ποτέ άκαιρος και άστοχος ή πικρός και απορριπτικός, αλλά, εξ αντιθέτου, λόγος ο οποίος επιδιώκει να φτάσει στο βάθος των πραγμάτων, βρίσκοντας τις ανομολόγητες εσωτερικές αλληλουχίες τους.