Με την ολοκλήρωση, επιτυχώς κατά την κυβέρνηση, και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 25ης Μαρτίου, είναι η ώρα των θεσμικών αλλαγών για την κυβέρνηση. Ο πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου θα κληθεί να αποδείξει αυτά που υποστήριζε πριν από την ανάληψη της εξουσίας.
Υπάρχουν πολίτες που παρακολουθούσαν με μεγάλο ενδιαφέρον ρηξικέλευθες κινήσεις του. Όπως π.χ, προ επταετίας, όταν καλούσε τα μέλη και φίλους του ΠΑΣΟΚ να τοποθετηθούν εγγράφως αν συμφωνούν ή όχι με τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων ή ένα χρόνο αργότερα όταν έδειχνε να προσεγγίζει θετικά το θέμα της σύστασης στη χώρα μας μη κρατικών Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων.
Από τότε βεβαίως κύλησε πολύ...νερό σε όλα και κυρίως μια μεγάλη ήττα (2007) και μία αντίστοιχου μεγέθους εκλογική νίκη (2009) του κόμματός του και του ιδίου προσωπικά. Μα, πάνω από όλα μεσολάβησε η βαρύτατη απειλή του οικονομικού αφανισμού της χώρας, την οποία κλήθηκε ως πρωθυπουργός να αντιμετωπίσει. Από τις 7 Οκτωβρίου 2009 κυβερνά στη βάση ενός προγράμματος που δεν είχε καταρτίσει ο ίδιος. Θέλοντας και μη ενδύθηκε το μανδύα ενός ικανού και πολιτικά ευέλικτου διαχειριστή στην προσπάθεια για την αποφυγή του κρυμνού. Όμως, αυτή δεν είναι πολιτική Γιώργου Παπανδρέου. Ούτε τους προβληματισμούς που ο ίδιος έθετε δημόσια πλησιάζει, ούτε δείχνει την εικόνα ενός νεαρού υφυπουργού που το 1984 εμφανιζόταν με laptop σε σύνοδο της Κεντρικής Επιτροπής του ΠΑΣΟΚ ή τρία χρόνια αργότερα τασσόταν (μόνος στο κόμμα του) υπέρ της ελεύθερης ραδιοφωνίας.
Σε αυτό το ωχρό οικονομικά τοπίο που όλοι βιώνουμε, είναι η ώρα της επιστροφής στον πολιτικό διάλογο, ώστε να σταματήσει και η πλήρης (δικαιολογημένη ή αδικαιολόγητη) απαξίωση της πολιτικής και των πολιτικών.
Κι ίσως μια πρωτοβουλία για αναθεώρηση του Καταστατικού Χάρτη της χώρας να συμβάλλει προς αυτή την κατεύθυνση. Και τέτοιου είδους πρωτοβουλίες μόνο πρωθυπουργοί είθισται να αναλαμβάνουν και να προωθούν.