Από το Γενάρη και μετά η κυβέρνηση έχει μπει σε μια θανατηφόρα περιδίνηση. Από τη μια η πραγματική οικονομία δείχνει σημάδια διάλυσης (ανεργία 14,2 %, πληθωρισμός 3,9 %, ύφεση 4,8 %). Από την άλλη η Τρόικα σαν αποτέλεσμα της διάλυσης της οικονομίας μαζί με κάθε δόση αυξάνει τις απαιτήσεις έτσι ώστε να εξασφαλίσει ότι τα δάνεια θα αποπληρωθούν.
Μπροστά σε αυτή την κατάσταση η κυβέρνηση λειτουργώντας συχνά υπό πανικό έχει πρακτικά ναρκοθετήσει τη μόνη εντός πλαισίου εναπομένουσα επιλογή της, αυτή των ιδιωτικοποιήσεων. Επιλογή που, αφού τελικά επιβεβαιώθηκε μετά τις παλινωδίες του Φεβρουαρίου, έχει καταντήσει πρόπλασμα για την επιβολή Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου στην Ελλάδα. Μετά από πολύμηνες (σκοτεινές) διαπραγματεύσεις η λύση που επιζητούν οι πλούσιες Ευρωπαϊκές χώρες φαίνεται να είναι η σύσταση εταιρίας διαχείρισης της περιουσίας του δημοσίου χωρίς, όμως, τον έλεγχο του δημοσίου. Φυσικά μια τέτοια εξέλιξη παραβιάζει όχι μόνον την έννοια της εθνικής κυριαρχίας, αλλά και το ίδιο το σύνταγμα και τους νόμους.
Υπό αυτές τις συνθήκες το βασικό αίτημα που διαπραγματεύεται η ελληνική κυβέρνηση είναι η επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των δανείων με ταυτόχρονη μείωση του επιτοκίου. Επιλογή που ακυρώθηκε πρόσφατα από την ΕΚΤ, καθώς ταυτίζοντας μια τέτοια εξέλιξη με κατάσταση χρεοκοπίας δεν θα δέχεται ως ενέχυρο ελληνικούς τίτλους. Με άλλα λόγια η ΕΚΤ δήλωσε καθαρά ότι η κεντρική πολιτική στόχευση της Ελληνικής κυβέρνησης δεν υφίσταται καθώς θα οδηγούσε τις ελληνικές τράπεζες στην κατάρρευση.
Δεν χρειάζονται ειδικές γνώσεις για να γίνει αντιληπτό ότι η κυβέρνηση έχει επιλέξει ένα δρόμο καταστροφικό για την χώρα. Ένα δρόμο που εξασφαλίζει μονόπλευρα τα συμφέροντα των δανειστών - τραπεζών (ντόπιων και ξένων) σε βάρος του ελληνικού λαού και της πραγματικής οικονομίας. Το δημοκρατικό έλλειμμα, τόσο στους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσο και εντός του Ελληνικού κράτους δεν είναι πλέον ένα απλά πολιτικό φαινόμενο αλλά έχει αναδειχθεί σε κεντρικό οικονομικό πρόβλημα. Το κακό είναι ότι η επίσημη οικονομική θεωρία δεν κατανοεί τη διάκριση μεταξύ ελευθερίας των αγορών και δημοκρατίας. Η πόλωση αυτής της αντίθεσης δεν αποκλείεται να αποτελέσει τον καθοριστικό παράγοντα για μια ανεξέλεγκτη κατάρρευση.