Σαν σκέψη ακούγεται απλή και αποτελεσματική. Οι πελάτες σε εστιατόρια, μπαρ , καφετέριες και όπου αλλού σερβίρεται ποτό ή φαγητό θα μπορούν να αρνηθούν να πληρώσουν τον λογαριασμό αν πρώτα δεν τους κόψουν θεωρημένη απόδειξη.
Αν δηλαδή αντί για την απόδειξη από την ταμειακή μηχανή εμφανιστεί μπροστά μας ένα λαδωμένο χαρτάκι με το ποσό που οφείλουμε ή ο σερβιτόρος μας ψιθυρίζει στο αφτί πόσα ευρώ χρωστάμε, εμείς θα μπορούμε να φύγουμε χωρίς να δώσουμε μία.
Ασφαλώς το μέτρο θα έχει αρκετές πρακτικές δυσκολίες στην εφαρμογή του αν και στην σύλληψη του δείχνει λογικό. Για παράδειγμα, πρέπει το κράτος να είναι σε θέση να δίνει το παρόν και να υπερασπίζεται τον πολίτη που ζητά απόδειξη και ο μαγαζάτορας την αρνείται.
Πόσο ρεαλιστικό όμως είναι να εμφανίζονται οι αρμόδιες αρχές σε μαγαζιά τα οποία λειτουργούν μεταμεσονύχτιες ώρες , και στα οποία η απόδειξη είναι... άγνωστη λέξη; Και πόσο εύκολο είναι για τον πελάτη-ειδικά σε αυτά τα μαγαζιά-να φύγει χωρίς να πληρώσει;
Καλό λοιπόν το μέτρο και μακάρι να μπορέσει να λειτουργήσει όχι μόνο σε ταβέρνες και μπαρ αλλά οπουδήποτε προσφέρονται προϊόντα ή υπηρεσίες. Με δεδομένες όμως τις δυσκολίες που θα υπάρχουν στην εφαρμογή του, το πιο σημαντικό είναι να βρεθεί ο τρόπος με τον οποίο οι αγοραπωλησίες κάθε μορφής θα μπορούν να ελέγχονται κεντρικά και οι καταναλωτές θα έχουν κάποιο άμεσο όφελος απαιτώντας απόδειξη.
Τι έγινε, για παράδειγμα, με αυτή την περίφημη φοροκάρτα η οποία υποτίθεται ότι θα έδινε λύση στο ζήτημα; Γιατί δεν λειτούργησε ποτέ ως τώρα; Για ποιο λόγο καταργούνται όλες οι φοροαπαλλαγές δαπανών που μοιραία οδηγούν στην αύξηση της διακίνησης «μαύρου» χρήματος;
Αν λοιπόν το υπουργείο Ανάπτυξης δεν θέλει να πάει... άκλαυτο κι αυτό το μέτρο, θα πρέπει πρώτα να έχει εξασφαλίσει την πρακτική εφαρμογή του. Και ταυτόχρονα , σε συνεργασία με το υπουργείο Οικονομικών που έχει τη βασική ευθύνη, οφείλουν να οργανώσουν ένα συνολικό πλαίσιο αντιμετώπισης του προβλήματος. Όχι με επικοινωνιακές φωτοβολίδες αλλά με σχέδιο, με κοινωνική δικαιοσύνη και –κυρίως- με ρεαλισμό.