Ο ζωγράφος ήταν ραμολιμέντο. Πενήντα βόρεια, πενήντα γεια. Βρισκόταν στην ώριμη φάση, και το παρουσιαστικό και η τέχνη του. Βέβαια, Κωνσταντάριζε, με μαλλί ανέμελο, βαμμένο χρώμα κομοδινί (ζωγράφος είναι, ξέρει από χρώμα), με ντεμί φαλάκρα και κοτσίδα. Και όπως οι περισσότεροι καλλιτέχνες της γενιάς του, στο ντύσιμό ήταν ταγάρι. Σαν τα Μάταλα να μην έσβησαν από πάνω του. Τα λουλούδια μαράθηκαν, τα παιδιά έγιναν γέροι, αλλά αυτός εκεί, πεισματικά επιμένει με σανδάλι και κάλτσα και όπου τον βγάλει.
Τον γνώρισα σε μια αναδρομική του έκθεση, ταλεντάρα βέβαια ο άνθρωπας, με εκθέσεις και περγαμηνές και βίο ζηλευτό∙ για τριάντα χρόνια μεγαλουργούσε στη Νέα Υόρκη. Σήκωνε ακουστικό, έπαιρνε Γουόρχολ, πήγαιναν για καφέ. Μεγάλη μούρη. Κάτι σαν τον Σαμαρά. Είναι από εκείνους τους καλλιτέχνες που αν έχεις έστω και μια ψείρα έργο του, την έχεις πιάσει την καλή. Σαν οικόπεδο στη Φιλοθέη. Είναι δυο μέτρα στο μπόι, άρα επιβλητικός. Νιώθεις ένα δέος με το που τον βλέπεις, κάτι σαν τον Κολοσσό της Ρόδου.
Δεν ξέρω πού βρήκα το θάρρος, μα του ζήτησα συνέντευξη, αν και ήξερα ότι δεν μιλάει ούτε στον θεό. «Δεν δίνω συνεντεύξεις, κούκλα, ποτέ των ποτών», έτσι το είπε, αλλά με κοίταξε με νόημα και ήθελε να με βγάλει έξω για φαγητό ή ποτό. Μου είπε ότι έχω ωραίες γωνίες στο πρόσωπο, και εγώ, που μόνο αγωνίες διακρίνω στο πρόσωπό μου, κολακεύτηκα. Δεν θα ‘ταν κι άσχημα να γίνω η μούσα του. Μούσα πολύτροπη ή αλλιώς μουρλοκακομοίρα στις όχθες του κουρασμένου ερωτισμού.
Η πρώτη μας συνάντηση δεν ήταν αυτό που λες «με τα μάτια στραμμένα στην τέχνη». Ο ζωγράφος «ξεματιάστηκε» μαζί μου και μου την έπεσε κανονικά. Δεν βαριέσαι, το «όλα για την τέχνη» θα έπιανε επιτέλους τόπο. Στο κάτω κάτω, θα με ζωγράφιζε, κι εμένα και τα οπίσθιά μου, και θα έφτιαχνα μόνη μου την προίκα μου, πριν δηλαδή περάσω στην αθανασία ως η ξανθή οπτασία στο έργο του. Στο φλερτ, ωστόσο, ήταν παλιακός. Το φλερτ μύριζε μπριγιαντίνη, και με «κόρταρε» με ατάκες του τύπου: «Σε είδαν τα αστέρια και ζήλεψαν», «σβήστηκε το φεγγάρι από τη λάμψη σου». Στην τρίτη ατάκα τού είπα «μη λες τέτοια, ταραχεύεται το μέσα μου». Και έτσι το γύρισε και μου έλεγε τα δικά του, τα τύπου προχώ, δηλαδή «είσαι πολύ κόμματος, είσαι γυναικάρα ατελείωτη» (είμαι 1,57) και άλλα τέτοια, που με το που τα εκστόμιζε μου ερχόταν γλυκός εμετούλης. Ας είναι, δεν ήθελα για ακόμα μια φορά να βγάλω συμπεράσματα πριν δω το έργο. Άλλωστε μαγείρευε καλά, και εκεί στο ατελιέ του, δείχνοντάς μου κάποια θεσπέσια έργα του ατέλειωτα, υποσχέθηκε να φτιάξει μια ολόκληρη συλλογή εμπνευσμένη από μένα. Θα με φωτογράφιζε και μετά θα έκανε τα αριστουργήματά του όλα να μου μοιάζουν. Τι λέει ο άνθρωπος για να γα..., σκεφτόμουν, αλλά χρειαζόταν και θυσίες από μεριάς μου για να αποκαταστήσω τους απογόνους μου. Το είχα δει ενζενύ. Κάτι σαν την Ιουλίτα του Ελύτη, που αγάπησε έτσι σφόδρα τον γέροντα ποιητή. Το κορίτσι με το σκουλαρίκι, το κορίτσι με τα οπίσθια∙ γενικά η τέχνη με είχε πάρει και με είχε σηκώσει και είχα πάθει μια θολούρα ανησυχητική και σχεδόν ένιωθα ότι είχα ερωτευτεί τον γέροντα. Τρομάρα μου.
Το φιλί ήταν παπουδέ, μην κάνετε ακόμα μπλιαξ, έρχονται και χειρότερα. Το φιλί ήταν παπουδέ, μύριζε δηλαδή ταμπάκο, γιατί κάπνιζε πίπα ο ζωγράφος, και ήταν απ’ αυτά που αφήνεις τη γλώσσα ελεύθερη και βαριά μέσα στο στόμα χωρίς να την κάνεις τίποτα. Έλεος, ήταν το διαρκέστερο φιλί που γνώρισε ποτέ η ιστορία. Σαν να είχε ο paintre να φιλήσει από την εφηβεία του. Και μ’ αυτά τα φιλιά, με τούτα και μ’ εκείνα, έκανε βουτιά σε έναν ανοιξιάτικο ερωτισμό που τον άφησε ελεύθερο. Δηλαδή contre-temps. Δεν συγχρονιστήκαμε∙ εγώ είχα βάλει όπισθεν κι εκείνος μου έλεγε ότι ένιωθε πάλι νέος και χαρούμενος, και επειδή δεν είχε παιδιά στα πενήντα οκτώ του, την είχε δει Πικάσο και ήθελε να κάνει μ’ εμένα, την τότε 27χρονη, μια ντουζίνα. Δηλαδή όλα λάθος. Στην επόμενη συνάντησή μας και στο επαναληπτικό αηδιαστικό φιλί, που ανατριχιάζεις όχι από τον πόθο αλλά από την ξέφρενη αηδία, σκέφτηκα ότι δεν είμαι τελικά ο τύπος του άνθρωπου που θα γίνει θυσία για την τέχνη, και ότι καλύτερα πτωχή αλλά τίμια και με το κούτελο καθαρό. Αυτό βέβαια με το καθαρό κούτελο ποτέ δεν το κατάλαβα σαν έκφραση, γιατί δεν έχω δει και κανέναν με βρόμικο κούτελο, εκτός κι αν δουλεύει σε ορυχείο. Τέλος πάντων, η Ιουλίτα μπόρεσε, αγάπησε, εγώ δεν τα κατάφερα. Δεν έβγαινε, μα τις τριάντα χιλιάδες ευρώ ο πίνακας.
Τον απέφευγα με στυλ. Τι να του έλεγα; «Δεν μπορώ τα φιλιά σου, μου μυρίζεις γεροντίλα, και η κάλτσα-σανδάλι μου έχει καψαλίσει τα εγκεφαλικά κύτταρα»; Ή να του έλεγα «η αισθητική μου έπαθε εγκεφαλικό, ξεκουράζεται στη Λάρισα, που της φαίνεται Παρίσι»; Τι ακριβώς να έλεγα στον σεβάσμιο, που σήκωνε ακουστικό και έπαιρνε Γουόρχολ; Δεν καταλάβαινε, δεν ήθελε, δηλαδή, να καταλάβει. Ωστόσο, τον απέφευγα συστηματικά, μα εκείνος τον χαβά του∙ μου έλεγε «μωράκι μου, σε σκέφτομαι όλη μέρα και η τέχνη μου πήρε τα πάνω της». Ένιωθα μεν μια ευθύνη για το μέλλον της τέχνης, αλλά είχα γυρίσει και στον πρώην μου που ήταν παίδαρος, με το π κεφαλαίο, και δεν με σκότιζαν όλα αυτά. Ας πήγαινε η τέχνη όπου ήθελε, έτσι κι αλλιώς ο δρόμος που είχε διαλέξει είχε πολλά παράδοξα.
Όλα θα είχαν τελειώσει ομαλά και αυτή η ιστορία δεν θα είχε λόγο να γραφτεί. Μια αποφράδα όμως μέρα, και μετά από πολλά «όχι», ο ζωγράφος επέμενε υπερβολικά να με συναντήσει∙ μου είπε ότι του το χρωστούσα. Δίχως λόγο, ένιωσα, είναι η αλήθεια, μια υποχρέωση και ήθελα να βάλω τελεία σ’ όλο αυτό και λένε ότι είναι πιο έντιμο να κοιτάς τον άλλο στα μάτια όταν τερματίζεις κάτι. Το τέλος, βέβαια, είναι τέλος, είτε κοιτάς τον άλλο στα μάτια είτε δεν τον κοιτάς, αλλά μην ανοίξουμε τώρα αυτό το debate. Του ζήτησα να έρθει σπίτι μου για να είμαι εντός έδρας και να το ελέγχω καλύτερα το όλο θέμα. Ήρθε και έφερε μαζί του και ένα βαλιτσάκι σαν του Sport Billy, που είναι ήρωας απ’ άλλον πλανήτη. Ήρθε και αυτός και τα αηδιαστικά του φιλιά του, και μου φερόταν σαν να ‘μασταν ζευγαράκι από πάντα, και είχαμε απλά καιρό να βρεθούμε. Ήταν όλο γλύκες, όλο οικειότητα και αγκαλίτσες. «Ξέρεις», πήγα να πω, αλλά μου έκλεισε το στόμα με χίλια φιλιά. «Ξέρω, ξέρω», είπε, «φοβάσαι τα συναισθήματά σου, μα εγώ δεν φοβάμαι, και είμαι εδώ και είμαι μαζί σου. Άφησε τα πράγματα να συμβούν. Το σεξ θα μας δέσει». Εκεί πάνω στο σεξ που θα μας έδενε, μα που ακουγόταν σαν κακόγουστο αστείο, έβγαλε από το βαλιτσάκι που είχε μαζί του κάτι σιδερένια πράγματα. Τα σιδερένια αξεσουάρ που είχε φέρει μαζί του ήταν η ακριβή του συλλογή. Έτσι την είπε, ακριβή συλλογή. Αρχικά νόμιζα ότι ήταν έργα τέχνης, αλλά στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά ιατρικά εργαλεία του μεσοπόλεμου, για κολπική ή πρωκτική χρήση. Τα μάζευε ευλαβικά από διάφορες αγορές του κόσμου και αυτά τα σκουριασμένα εργαλεία ήταν, άκουσον άκουσον, εργαλεία κολποσκόπησης και κολονοσκόπησης, με κάτι βίδες που έστριβαν και άνοιγαν τα εν λόγω σημεία. O Μαρκήσιος Ντε Σαντ ξαναχτυπά, λίγο πριν τον μαντρώσουν και τον πάνε στο τρελάδικο.
Μου είπε ότι η μεγαλύτερή του ηδονή ήταν όταν τα εφαρμόζει αυτά τα εργαλεία στις γυναίκες με τις οποίες είχε ερωτικές σχέσεις. Ήταν η απόλυτη μορφή παράδοσης και εξουσίας στο σώμα τους. Εδώ κάντε το άουτς και το μπλιαξ. Ήθελε ο άρρωστος, δηλαδή, να κάνει τον γιατρό. Είχα μείνει παγωτό. Εκεί στον καναπέ μου πάνω, μού είχε αραδιάσει πέντε έξι σιχαμένα τέτοια εργαλεία και με κοίταγε λάγνα. «Ούτε να το σκέφτεσαι», του είπα και πρέπει να το είπα με τρόπο απόλυτο και εκνευρισμένο. «Δεν πίεσα ποτέ καμιά γυναίκα, απλά στα δείχνω να εξοικειωθείς μαζί τους, μόνη σου θα τα θέλεις μετά». Είχα πάθει λοβοτομή. «Εσείς οι καλλιτέχνες είστε τρελοί» του είπα, γιατί το «ανωμαλάρα» σκέφτηκα ότι θα ακουγόταν προσβλητικό, μα αυτή ήταν η λέξη που του άρμοζε. Μάζεψε τα εργαλεία και τα έβαλε πάλι στην τσάντα. «Στο σπίτι μου έχω ένα δωμάτιο με τέτοια», είπε υπερήφανα, «τα έχω βρει σε αγορές με παλιά αντικείμενα σ’ όλο τον κόσμο, αλλά τα πιο πολλά τα βρήκα στο Μοναστηράκι». Μπόινγκ. Δεν ήξερα τι να πω για τα ερωτικά εργαλεία, για τις αγορές του κόσμου και το Μοναστηράκι. Το μόνο που ρώτησα ήταν: «Υπήρξε έστω και μία γυναίκα που δέχτηκε να της βάλει αυτά τα εργαλεία;».
«Μια;», ο ζωγράφος γέλασε, «δεν υπήρξε ούτε μία που να μην τα χρησιμοποίησε. Ούτε μια, ούτε ένας. Είναι, μικρούλα, η απόλυτη ηδονή». Και έκλεισε το μάτι. «Τα απολυμαίνω και έτσι ξέρεις ότι δεν κινδυνεύεις από μόλυνση». Ας έρθει ο μπόγιας να μαζέψει την αδέσποτη ανωμαλία.
Η ιστορία μαζί του δεν έλεγε να τελειώσει. Δεν τον ξαναείδα, βέβαια, μα με όποιον τρόπο και αν του είπα ότι «δεν», εκείνος έδειχνε να μην καταλαβαίνει. Σαν κακό αστείο. Μια παράξενη εμμονή. Το κούρασε για καιρό, και μια μέρα έμαθα ότι ξαφνικά πέθανε. Κρίμα ο άνθρωπος. Κρίμα και για την τέχνη. Όμως, το ομολογώ, καμιά φορά σκέφτομαι τι θα έκαναν οι συγγενείς του σαν θα αντίκρισαν αυτό το δωμάτιο με τα ερωτικά-ιατρικά εργαλεία. Έτσι που η τέχνη έχει γίνει «ό,τι να ‘ναι» είμαι σίγουρη ότι θα τα μοσχοπουλήσουν, μια περιουσία. Έπρεπε να είχα κρατήσει κι εγώ ένα. Σουβενίρ, δηλαδή, από την κόλαση. Το έζησα κι αυτό. Το άκουσα κι αυτό. Το είδα κι αυτό.