Πριν μερικές ημέρες είχα την τύχη παρακολουθώντας το συνέδριο των Δημοκρατικών να ακούσω την ομιλία του Μπιλ Κλίντον, με την οποία έδινε την ψήφο εμπιστοσύνης του στον Ομπάμα.
Πρόκειται για μια ομιλία 45 περίπου λεπτών η οποία κατά την ταπεινή μου γνώμη θα έπρεπε να διδάσκεται ως υποχρεωτικό μάθημα σε κάθε σχολή πολιτικής επιστήμης.
Με το κύρος ενός πρώην προέδρου αλλά όχι και την έπαρσή του, ο Μπιλ Κλίντον κατάφερε κάτι που λίγοι μάστορες της πολιτικής επικοινωνίας είναι ικανοί – να κερδίσει το κοινό του, να περάσει με σαφήνεια το μήνυμά του και παράλληλα να δώσει ένα λόγο ενωτικό που θύμιζε περισσότερο τους λόγους State of the Union των Αμερικανών προέδρων παρά μια δήλωση στήριξης για έναν υποψήφιο πρόεδρο.
Σε μία πρόχειρη απόπειρα ανάλυσης του λόγου του, νομίζω εύκολα παρατηρεί κανείς τον χαλαρό αλλά και ταυτόχρονα σαφή και μεστό τρόπο εκφοράς του. Μικρές περίοδοι, εξαιρετική χρήση των οικονομικών στοιχείων και αγγλικά πλήρως κατανοητά με ελάχιστη επιτήδευση.
Το πρώτο και βασικό στοιχείο είχε να κάνει με το ενωτικό πνεύμα που απέπνεε η ομιλία. Έχοντας το προνόμιο να μιλά ως πρώην πρόεδρος, ο Κλίντον επιχείρησε να δώσει το στίγμα μιας κουλτούρας συνεργασίας μεταξύ Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων. Ο ίδιος άλλωστε έχει δημοσίως δηλώσει θαυμαστής πολλών Ρεπουμπλικανών προκατόχων του, όπως τον Αϊζενχάουερ, τον οποίο και μνημόνευσε για την απόφασή του το 1957 να στείλει τον ομοσπονδιακό στρατό στο Little Rock Central High για να συνοδεύσει τους εννέα έγχρωμους μαθητές.
Μιλώντας επαινετικά για του Ρεπουμπλικάνους ο Κλίντον κατάφερε ένα διπλό χτύπημα – αφενός να απαντήσει με «αγάπη» στις επιθέσεις τους και αφετέρου να υπενθυμίσει ένα σημείο υπεροχής του Ομπάμα- το γεγονός ότι τοποθέτησε σε υπουργεία-κλειδιά τους πολιτικούς του αντιπάλους, πολλώ δε μάλλον την ίδια τη σύζυγο του Κλίντον, τη Χίλαρι.
Από εκείνο το σημείο ο Κλίντον πετυχαίνει να μεταθέσει την πολιτική αντιπαράθεση σε ένα επίσης ευνοϊκό για του Δημοκρατικούς τερέν – αυτό της αντιπαράθεσης ιδεών. Μπροστά στο «you are on your own» των Ρεπουμπλικάνων, το στρατόπεδο του Ομπάμα έχει να αντιτείνει τη συνεργασία και την προστασία της μεσαίας τάξης. Μάλιστα για να τους χτυπήσει ως προς την πολιτική τους φιλοσοφία κάνει το τέχνασμα να παραθέσει τη φράση του (ρεπουμπλικάνου) Ρήγκαν «there they go again» χωρίς να τον κατονομάσει.
Αυτή η κουλτούρα της συνεργασίας δεν στάθηκε όμως μόνη της σαν κενή ρητορική- συνοδεύθηκε από μια εξαιρετική παράθεση των οικονομικών στοιχείων. Η χρήση των αριθμών για την ανάπτυξη, το Obamacare, αλλά και το χρέος έγινε με τρόπο που ανεξάρτητα αν συμφωνούσες ή όχι με τον Κλίντον αναγνώριζες ότι ξέρει να πείθει το ακροατήριό του. Και όταν λέμε ακροατήριο δεν εννοούμε τους μετέχοντες στο Συνέδριο των Δημοκρατικών που έμοιαζαν να έχουν θρησκευτική προσύλωση όμοια με αυτή των... Μορμόνων, ομοδόξων του Ρόμνεϊ. Αντίθετα, παρουσιάζοντας τον Ομπάμα ως άνθρωπο των λύσεων και της συνεργασίας «έκλεινε το μάτι» τους ανεξάρτητους που δεν είναι ικανοποιημένοι και από τα δύο κόμματα, αλλά και τους μετριοπαθείς Δημοκρατικούς στους οποίους παραδοσιακά είναι πιο δημοφιλής.
Πέραν όμως της τέχνης της ρητορικής, ο Κλίντον πέτυχε κάτι πολύ πιο βασικό- κατέστησε σαφές γιατί πρέπει οι ψηφοφόροι να στηρίξουν τον Ομπάμα – μια θέση που ακόμη και οι πιο στενοί υποστηρικτές του αδυνατούσαν να εκθέσουν πειστικά. Με εξαιρετική χρήση των στοιχείων, την προσωπική του δημοφιλία στο 65% και ύφος ενωτικό κατάφερε να είναι απλός και να μην υπερφαλαγγίσει τον υποψήφιο πρόεδρο.
Έχοντας την «αβάντα» μιας προεδρίας που για τις ΗΠΑ ήταν ειρηνική αλλά και αναπτυξιακή ο Κλίντον έμοιαζε να απολαμβάνει τον ρόλο του ως εθνικό κεφάλαιο. Ακόμα και τη στιγμή που έπρεπε να εξηγήσει πως επί των ημερών του οι προϋπολογισμοί ήταν θετικοί ο ίδιος απάντησε απλώς με μια λέξη: αριθμητική.
Σε εκείνο λοιπόν το σημείο αναλογίζεσαι το πόσο κάτω του μετρίου είναι το επίπεδο του πολιτικού λόγου στην Ελλάδα: ατελείωτοι μονόλογοι, ίχνος ενδιαφέροντος, ένα ατελείωτο μπλα μπλα που το μόνο που κάνει είναι να κουράζει και να μας υπενθυμίζει πως στον ελληνικό δημόσιο βίο δεν γίνεται διάλογος – απλή αντιπαραβολή της αλήθειας του καθενός χωρίς σκοπό.
Όταν έβλεπα τον Κλίντον να μιλάει σκεφτόμουν τι συμβουλές θα έδινε στους Έλληνες πολιτικούς αν τον ρωτούσαν τι να κάνουν. Στοιχηματίζω ότι θα τους έλεγε την αθάνατη αγγλοσαξωνική φράση.
Κeep it simple, stupid.