H γιορτή της Μεταμορφώσεως πάντα μου προκαλούσε ένα περίεργο συναίσθημα, αφού παρά το γεγονός ότι είναι δεσποτική, την θεωρούσα πάντα «αδικημένη» σε σχέση με τον Δεκαπενταύγουστο, που συγκεντρώνει όλο το ενδιαφέρον του καλοκαιριού.
Η ιστορία είναι λίγο-πολύ γνωστή, τόσο για τους πιστεύοντες όσο και για τους μη. Περίπου σαράντα ημέρες πριν το Πάσχα, ο Ιησούς παίρνει τον Ιωάννη, τον Ιάκωβο και τον Πέτρο και μαζί ανεβαίνουν στο όρος Θαβώρ, όπου και τους αποκαλύπτει την θεϊκή του φύση. Μάρτυρες του συμβάντος εκτός από τους μαθητές είναι δύο μεγάλοι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης- ο Μωϋσής, ως εκπρόσωπος των νεκρών και του Νόμου και ο Ηλίας, ο ορεσίβιος προφήτης που ανελήφθη ζωντανός με το πύρινο άρμα του στους ουρανούς. Τέλος, φωνή εξ' ουρανού επιβεβαιώνει ότι ο Ιησούς είναι Χριστός.
Ανεξάρτητα από το αν αποδέχεται τη διήγηση κανείς ως αληθή ή ψευδή, το γεγονός έχει ένα εξαιρετικά μεγάλο ενδιαφέρον. Πρόκειται για ένα περιστατικό θεοπτίας το οποίο επιβεβαιώνεται δια της κοινής εμπειρίας των προσώπων που το βίωσαν. Αληθινών ανθρώπων, με σάρκα και οστά. Ψαράδων.
Μια σχετικά εύκολη ερμηνεία του συμβάντος θα μπορούσε να αποδώσει το περιστατικό σε κατανάλωση ναρκωτικών και κάποιου είδους έκσταση. Ωστόσο, η άλλη πλευρά, αυτή της πίστης και της φιλοσοφικής θεώρησης έχει κάποια -επιτρέψτε μου να πω- συναρπαστικά στοιχεία.
Αρχικά, η διήγηση αναφέρει ότι οι μαθητές αποκοιμήθηκαν από την κούραση και μόλις ξύπνησαν αντίκρισαν τον μεταμορφωμένο Ιησού «εν τη δόξη αυτού». Η γλώσσα που χρησιμοποιείται για να περιγράψει αυτό που συντελείται είναι πραγματικά αποκαλυπτική: οι μαθητές αναφέρουν ότι ο Χριστός λάμπει και ο χιτώνας του είναι λευκός, πάλλευκος όσο το πιο φωτεινό λευκό στη γη. Η γλώσσα αδυνατεί να περιγράψει αυτό που βλέπει, το περιστατικό είναι υπερ-φυσικό, δικαιώνοντας τη ρήση του αγνωστικιστή Βιτγκενστάιν, δύο χιλιάδες χρόνια αργότερα: «Τα όρια της γλώσσας μου είναι τα όρια του κόσμου μου». Η γλώσσα υποκύπτει στους όρους της κτιστότητας, δεν είναι σε θέση να χωρέσει αυτή την εμπειρία. Ο μόνος τρόπος για τους μαθητές είναι να περιγράψουν τα συναισθήματα που το θέαμα τους προκαλεί. Αισθάνονται αγαλλίαση, χαρά, ζέστη. Θέλουν να παραμείνουν στο σημείο και ζητούν να στήσουν σκηνές.
Θα μπορούσε να είναι μια ομαδική ψευδαίσθηση; Πιθανόν. Όμως υπάρχει ένα κομμάτι που δημιουργεί πολλά ερωτηματικά. Οι τρεις ψαράδες επιβεβαιώνουν χωρίς αμφιβολία ότι τα πρόσωπα που βλέπουν είναι ο Μωϋσής και ο Ηλίας. Πώς όμως γίνεται αυτό από τη στιγμή που η εβραϊκή παράδοση δεν επιτρέπει την εξεικόνιση των Προφητών; Πώς μπορούν τρεις ψαράδες να αναγνωρίσουν «από όψεως» δύο ανθρώπους που έζησαν αιώνες πριν και τη μορφή τους δεν την έχουν δει ούτε ζωγραφιστή; Το επίσης ενδιαφέρον είναι ότι οι δύο Προφήτες είναι οι μόνοι εν ζωή θεόπτες σε ολόκληρη την Παλαιά Διαθήκη- ο μεν Μωϋσης με την φλεγόμενη βάτο και ο Ηλίας με τον «αέρα».
Εδώ ανοίγει το μεγάλο κεφάλαιο που λέγεται «πίστη», όχι όμως με τη μορφή μιας άλογης πίστης σε ένα δεκάλογο μιας θρησκείας, αλλά «πίστη» με την ετυμολογική της έννοια, αυτή της εμπιστοσύνης. Και εν προκειμένω, της εμπιστοσύνης μας στη διήγηση κάποιων που ισχυρίζονται ότι ήταν αυτήκοοι και αυτόπτες μάρτυρες θαυμαστών γεγονότων.
Πώς κρίνουμε λοιπόν την αξιοπιστία αυτών που διηγούνται μια ιστορία; Τι είναι αυτό που μπορεί να μας πείσει ότι αυτά που λένε δεν είναι αστεϊσμοί, ψεύδη ή τρέλες; Μια απάντηση βρίσκεται σε αυτό που θα λέγαμε «πεποίθηση δικαίου», δηλαδή ότι αυτός ο ισχυρισμός κάποιου επιβεβαιώνεται μέσα από τη στάση ζωής του.
Στην περίπτωση αυτή καλό είναι να θυμηθούμε τι απέγιναν εκείνοι οι πρώτοι ακόλουθοι του επαναστάτη ραβίνου από τη Γαλιλαία- έχασαν κάθε κοινωνική και οικονομική τους θέση χάριν της πίστης τους, κυνηγήθηκαν και θανατώθηκαν για αυτή στην προσπάθειά τους να αναγγείλουν «ένα χαρμόσυνο μήνυμα», ένα ευ-αγγέλιο.
«Ὃ ἦν ἀπ' ἀρχῆς, ὃ ἀκηκόαμεν, ὃ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὃ ἐθεασάμεθα καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν, περὶ τοῦ Λόγου τῆς ζωῆς· Όπως ακούσαμε, όπως είδαμε, όπως ψηλαφίσαμε.
Τι είδαν λοιπόν οι τρεις ψαράδες πάνω σε ένα βουνό ονόματι Θαβώρ; Πιθανόν δεν θα μάθουμε ποτέ. Αυτό είναι και το νόημα. Η ύπαρξη του Θεού όχι ως πληροφορία αλλά ως αναζήτηση σχέσης. Μιας σχέσης που είναι ικανή να νικήσει τους φυσικούς περιορισμούς και να ξεπεράσει τα όρια της κτιστότητας.
Το ζητούμενο είναι κατά πόσον είμαστε δεκτικοί σε όλα εκείνα που υπερβαίνουν και σκανδαλίζουν τη λογική μας. Άλλωστε η μέρα μας καλεί σε μια Μεταμόρφωση προσωπική τόσο για το υπερβατικό, όσο και για τη σχέση μας με τους ανθρώπους.