Η θέση φαίνεται προκλητική, αλλά σας καλώ να ακολουθήσετε τη συλλογιστική:
Το κράτος αυτό έχει χρεοκοπήσει. Όχι γιατί έχει πρωτογενή ελλείμματα ή δυσλειτουργίες αλλά γιατί στερείται νομιμοποίησης στο συλλογικό υποσυνείδητο των πολιτών. Οι πολίτες δεν εφαρμόζουν το νόμο και δεν σέβονται το δημόσιο χώρο. Δε θέλουν να πληρώνουν το κοινωνικό κράτος αλλά θέλουν να το ενισχύσουν, θέλουν αλλαγές, αξιοκρατία και ανάπτυξη αρκεί αυτές να μην αλλάξουν τον τρόπο με τον οποίο αυτοί λειτουργούν στον μικρόκοσμό τους.
Πριν τις εκλογές, θυμάμαι το προεκλογικό σύνθημα της ΔΗΣΥ που είχε τον τίτλο «Δεν φταις εσύ, αλλά το κράτος». Στην αρχή με είχε ενοχλήσει αυτή η προσέγγιση που προσπαθούσε να απαλλάξει από κάθε ευθύνη τον πολίτη και τα φόρτωνε όλα στο κράτος. Ωστόσο σε ένα δεύτερο επίπεδο ανάλυσης, η φράση αυτή αποτύπωνε με τον πιο γλαφυρό τρόπο την διχοτομία που υπάρχει στην Ελλάδα μεταξύ κράτους και πολιτών. Σαν το κράτος να είναι κάτι εξωκοσμικό, αποκεκομμένο από την κοινωνία. Κι αν όντως αυτό ισχύει;
Το ελλαδικό κράτος δομήθηκε ουσιαστικά από την Αντιβασιλεία που συνόδευσε τον νεαρό βασιλιά Όθωνα. Η διαδικασία αυτή έγινε από πάνω προς τα κάτω, χωρίς να εξετασθεί ποιες πραγματικά είναι οι ανάγκες και τα βιώματα του ελληνικού λαού. Γνώμονας της υπήρξε η ρομαντική εικόνα που είχαν για τη χώρα οι Βαυαροί και το πρόπλασμα της αστικής τάξης που είχε δημιουργηθεί. Η εικόνα αυτή είχε σαν μοναδικό ιδεολογικό άξονα το «πως θα γίνουμε Ευρώπη» και μάλιστα με κάθε κόστος. Σε αυτή τη λογική έγινε και η υιοθέτηση του αυταρχικού κεντρικού μοντέλου σε βάρος των προεπαναστατικών κοινοτήτων.
Ο τρόπος με τον οποίο έγινε αυτή η διαδικασία θυμίζει ιεραποστολή που θα ζήλευαν πολλές αποικιοκρατικές δυνάμεις. Φρακοφορεμένοι Ρωμιοί που γύρισαν από το εξωτερικό, μετέφεραν αυτούσια τα μοντέλα που είχαν δει χωρίς καμία κριτική επεξεργασία. Φύτευσαν θεσμούς σε χώματα που δεν είχαν αντίστοιχη εμπειρία. Είναι χαρακτηριστικό πως το Βασιλικό Τυπογραφείο στο Ναύπλιο είχε μετατραπεί στην ουσία σε μεταφραστικό κέντρο, αφού όλη η νομοθεσία ήταν βαυαρική.
Πάνω σ’ αυτή την εμμονή, το μικρό βασίλειο άρχισε να εφαρμόζει την ιδέα της κοραϊκής «μετακένωσης»: Η Ελλάδα, η χώρα των αρχαίων φιλοσόφων, της τέχνης και της δημοκρατίας έδωσε κατά την πτώση της τα φώτα αυτά στη Δύση. Συνεπώς όσο περισσότερο δυτικό γινόταν το κράτος και η κοινωνία, τόσο περισσότερο οι Ρωμιοί θα γίνονταν Έλληνες.
Οι Βαυαροί μπορεί να έφυγαν, ωστόσο η αντίληψη αυτή έγινε σημαία όλων εκείνων των δυνάμεων που ήθελαν να φανούν «προοδευτικές» (άλλωστε ακόμα και ο όρος είναι βαθιά ταυτισμένος με μια γραμμική αντίληψη της Ιστορίας μπολιασμένη στις ιδέες του Διαφωτισμού).
Το πρόβλημα έιναι η προσπάθεια να συγκεράσουμε αυτά τα μοντέλα με τις ανάγκες μας, οδηγώντας σε ένα τρομακτικό υβρίδιο που ούτε το παραδοσιακό μοντέλο της κατακερματισμένης κοινωνίας λειτουργεί, αλλά ούτε και το σύστημα της νεωτερικής κοινωνίας των πολιτών.
Γιατί αποτύχαμε; Γιατί απλά πήγαμε να γίνουμε κάτι άλλο από αυτό που είμαστε, προκειμένου να ανταποκριθούμε σε μια στρεβλή εικόνα του εαυτού μας που κάποιοι άλλοι μας κληροδότησαν.
To να προσπαθούμε να δημιουργήσουμε ένα ορθολογικό δυτικού τύπου κράτος είναι εξαρχής μια χαμένη υπόθεση αφού πρώτα και πάνω απ' όλα εμείς οι ίδιοι δεν είμαστε ούτε δυτικοί, ούτε ορθολογικοί, με την έννοια ότι δεν έχουμε τις ίδιες εμπειρίες. Θα αποτύχουμε για δεύτερη φορά. Τα ιστορικά μας βιώματα μας έχουν οδηγήσει στο να βλέπουμε το κράτος με καχυποψία, να αναγάγουμε το «αίμα της οικογένειας» και της προσωπικής σχέσης πάνω από την ανωνυμία μιας τυπικής κοινωνικής σχέσης μεταξύ μιας υπηρεσίας και ενός πολίτη. Καλώς ή κακώς φαίνεται ότι αυτά δεν μπορέσαμε να τα αλλάξουμε. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε όμως είναι να τοποθετήσουμε αυτά τα ιδιότυπα(;) χαρακτηριστικά μας σε ένα σύστημα που θα τα χρησιμοποιεί μέσα σε ένα λειτουργικό μοντέλο προς όφελος του κοινωνικού συνόλου.
Τι λοιπόν μπορεί να γίνει; Μια πρόταση θα ήταν να δημιουργήσουμε ένα κράτος το οποίο θα ανταποκρίνεται -επί τέλους- στις δικές μας ανάγκες και τις δικές μας προτεραιότητες. Το ζητούμενο δεν είναι να μετατρέψουμε τη χώρα σε άλλη μια Ελβετία ή Δανία. Το ζήτημα είναι «να φκιάσωμε την Ελλάδα» που θα έλεγε και ο Μακρυγιάννης.
Πως μπορεί να γίνει αυτό; Πολλοί έχουν προτείνει να πιάσουμε το νήμα από εκεί που το αφήσαμε το 1833, στις κοινότητες. Προφανώς από μόνη της η ιδέα φαντάζει κενό γράμμα όταν πάνω από το 50% του πληθυσμού της χώρας βρίσκεται σε δύο αστικά κέντρα. Ωστόσο, αυτό που μπορεί να γίνει είναι μια τέτοια διοικητική μεταρρύθμιση που θα συνοδευθεί από ένα δεκαετές ή εικοσαετές πλάνο συστηματικής αποκέντρωσης, προκειμένου να δοθούν τα κίνητρα τόσο σε πολίτες όσο και επιχειρήσεις να μεταφέρουν τις δραστηριότητές τους στα νησιά και τα χωριά.
Επιπλέον, οι νέες τεχνολογίες δίνουν τη δυνατότητα για τη δημιουργία σχημάτων συμμετοχικής διακυβέρνησης (λ.χ. τοπικά δημοψηφίσματα) καταργώντας έτσι τις πρακτικές δυσκολίες που μπορεί να έχει κάποιος που ζει στην επαρχία. Πόλεις όπως τα Τρίκαλα εφαρμόζουν πιλοτικά συστήματα τηλεϊατρικής τα οποία αν επεκταθούν μπορούν να καλύψουν σταδιακά τα προβλήματα υποδομών που αντιμετωπίζουν πολλές ακριτικές περιοχές της χώρας.
Παράλληλα, τα νέα μέσα επιτρέπουν στις νέες καινοτόμες επιχειρήσεις να πωλούν και να διακινούν τα προϊόντα τους χωρίς τις εξαρτήσεις και τα εμπόδια που συναντούσαν στο παρελθόν. Έτσι, μια δυναμική επαναφορά στην περιφέρεια μπορεί να συνοδευθεί με την ανάπτυξη νέων καινοτόμων επιχειρήσεων που θα είναι σε θέση να προωθούν αγροτικά προϊόντα υψηλής ποιότητας.
Προφανώς οι ιδέες αυτές δεν υπάρχουν ως ελληνικές πατέντες ούτε ευαγγελίζονται επίλυση όλων των ζητημάτων που μας απασχολούν. Μπορούν όμως να δράσουν καταλυτικά σε μία συνολική διαδικασία δημιουργίας ενός ελληνικού (και όχι ελλαδικού) κράτους. Πριν και πάνω απ' όλα αυτές οι διεργασίες περιλαμβάνουν διάλογο και πρόσληψη πολλών στοιχείων από διαφορετικά μοντέλα άλλων λαών. Και προφανώς μια διαδικασία αυτοσυνειδησίας και ανάταξης περιλαμβάνει δομικές αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο παρέχεται η εκπαίδευση και τους στόχους που αυτή υπηρετεί.
Δυστυχώς (και) αυτές τις ημέρες βλέπουμε να εκτυλίσσεται μπροστά μας μια άκαρπη μάχη μεταξύ των «φιλοευρωπαϊκών» και των «αντιμνημονιακών» δυνάμεων που για άλλη μια φορά μας αποπροσανατολίζει. Οι μεν θα ήθελαν την Ελλάδα να είναι σαν τη Σουηδία, οι δε αρνούνται να αναλάβουν την ευθύνη της πολιτικής τους ύπαρξης. Το μόνο που έχουν κοινό είναι ότι ως κλασσικοί Νεοέλληνες αρνούνται να κάνουν κάτι, να συγκρουστούν με κατεστημένα, με τους ίδιους τους τους εαυτούς. Τώρα προσβλέπουν στον «από μηχανής θεό» που θα στείλει το Παρίσι ή ΕΚΤ. Γιατί φυσικά η κρίση είναι μόνο ευρωπαϊκή- εμείς είμαστε ωραίοι ως Έλληνες.
άποτε που έμεινε μέρες χωρίς να καπνίσει έσκισε το τσιμπούκι του, έξισε τη νικοτίνη από μέσα κι έφτιαξε μ’ αυτή τσιγάρο. Μόλις το κάπνισε, το αηδίασε λέγοντας:Πέταξε το τσιμπούκι και το τσιγάρο στη θάλασσα κι από τότε δεν ξανακάπνισε.Το μόνο που μπορεί κανείς να κάνει είναι να τους θυμίσει την ιστορία του Μακρυγιάννη, εκείνου του κουρελή αγράμματου αγωνιστή. Αυτός λοιπόν ο Άγιος του Νέου Ελληνισμού κ
«Όρσε μωρέ άνθρωπος, που θέλει να λευτερώσει τον τόπο του και δεν μπορεί να λευτερωθει ο ίδιος από ένα συνήθιο. Θεέ μου συγχώραμε.»