Τα σαββατοκύριακα στο Λονδίνο δεν είναι ποτέ μια απλή υπόθεση για όποιον θέλει να μετακινηθεί. Ο λόγος βρίσκεται στα έργα αναβάθμισης του δικτύου τα οποία λαμβάνουν -παραδοσιακά πλέον -χώρα τα σαββατοκύριακα προκειμένου να επιφέρουν τη μικρότερη δυνατή όχληση στην πόλη.
Οι Βρετανοί έχοντας υπολογίσει τις μετακινήσεις του πληθυσμού στις διάφορες περιοχές του Λονδίνου με γνώμονα την επόμενη εικοσαετία, σχεδιάζουν και υλοποιούν την αναβάθμιση του αρχαιότερου υπόγειου σιδηροδρόμου, βασισμένοι στην εικόνα που θέλουν να έχει το μετρό το 2030.
Τα έργα υλοποιούνται στη βάση μιας μικρής λεξούλας που φαίνεται ελληνική αλλά ηχεί τόσο εξωτική στα αυτιά των Ελλήνων πολιτικών: προγραμματισμός.
Αν κάποιος επιχειρήσει να δει τη «μεγάλη εικόνα» αυτής της εκλογικής αντιπαράθεσης που συντελείται σε δύο πράξεις, μπορεί να διαπιστώσει πως ανεξάρτητα από τις πολιτικές, τα μέτρα, τα μνημόνια και τους κομματικούς σχεδιασμούς αυτό που πραγματικά λείπει από την Ελλάδα είναι ένας στόχος, μια στρατηγική επιλογή για το που θέλουμε να βρίσκεται η χώρα σε ένα ορίζοντα εικοσαετίας ή τριακονταετίας.
Ας κάνουμε ένα φλας-μπακ στο σωτήριο(;) έτος 1920. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος έχει πάρει την μοιραία απόφαση να διαλυθεί η νεκρανεστημένη «Βουλή των Λαζάρων» και να προκηρυχθούν εκλογές. Τη στιγμή εκείνη φαινόταν να τα έχει όλα με το μέρος του. Η Ελλάδα είχε βγει νικήτρια από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και ο ίδιος μόλις είχε δημιουργήσει την «Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών» με τη Συνθήκη των Σεβρών.
Πέρα από τις πολιτικές ερμηνείες σχετικά με τη στρατηγική των Βενιζελικών ή των Αντιβενιζελικών ας επιχειρήσουμε να δούμε πάλι τη «μεγάλη εικόνα». Στις μοιραίες εκλογές του 1920 συγκρούστηκαν δύο πόλοι, δύο ιδέες οι οποίες όμως βρίσκονταν πάνω στον ίδιο άξονα: την Μεγάλη Ιδέα. Από την εποχή του Κωλέττη, η ενσωμάτωση των αλύτρωτων πατρίδων υπήρξε ο θεμέλιος λίθος για την ελληνική πολιτική ζωή. Η υλοποίησή της και η εκφορά της με ιδεολογικούς όρους δεν υπήρξε ποτέ σταθερή. Μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, οι ελληνικές κυβερνήσεις στήριζαν τα αλυτρωτικά κινήματα σε Κρήτη και Μακεδονία με μια στάση μάλλον αινιγματική, αφού δεν ήξεραν πως να διαχειριστούν τις διεθνείς διαστάσεις του ζητήματος. Η καθοριστική συνεισφορά του βενιζελισμού υπήρξε ακριβώς αυτή: ότι με άκρως ρεαλιστικό τρόπο υλοποίησε ένα όραμα το οποίο μεταμόρφωσε ριζικά την ελληνική κοινωνία.
Αν έχετε αμφιβολίες προσπαθήστε να σκεφθείτε πόσες χώρες του κόσμου μετά από μια χρεοκοπία όπως αυτή του 1893 κατάφεραν να διπλασιάσουν την έκτασή τους και να υλοποιήσουν το μεγαλύτερο τμήμα του οράματός τους. Η υλοποίηση αυτή μεταμόρφωσε και την πολιτική σκηνή της χώρας αφού εναντίον των Φιλελευθέρων συνασπίστηκαν όλες οι άλλες αστικές πολιτικές δυνάμεις, στο όνομα του Αντιβενιζελισμού. Αυτό που τις ένωνε ήταν η αντιπάθεια σε ότι εκπροσωπούσε ο Βενιζελισμός. Έτσι προέταξαν την «μικράν αλλ' έντιμον Ελλάδα» έναντι της «Μεγάλης Ελλάδας των Σεβρών».
Οι Αντιβενιζελικοί δεν ήταν λιγότερο πιστοί στο όραμα της Μεγάλης Ιδέας. Άλλωστε είχαν προλάβει να βαφτίσουν τον Κωνσταντίνο ως «ΙΒ» δηλαδή αυτοκράτορα μετά τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο ΙΑ'. Αυτό που τους έλειπε ήταν το σχέδιο. Στις εκλογές του 1920 αντιλήφθηκαν τη λαϊκή δυσαρέσκεια (αφού οι Έλληνες φαντάροι πολεμούσαν συνεχώς εδώ και μια δεκαετία) για αυτό και υποσχέθηκαν παύση των επιχειρήσεων στη Μικρά Ασία. Αυτή η παντελής έλλειψη σχεδίου όμως έγινε εμφανής όταν η «Ηνωμένη Αντιπολίτευσις» των αντιβενιζελικών δυνάμεων κλήθηκε να κυβερνήσει. Όχι μόνο δεν σταμάτησε τον πόλεμο αλλά οδήγησε τη χώρα στο Σαγγάριο, με όλα τα γνωστά αποτελέσματα.
Αυτές οι εκλογές κατά μια διαβολική σύμπτωση θυμίζουν πολύ το κλίμα που επικρατούσε εκείνη την εποχή. Μια κοινωνία διχασμένη, κουρασμένη που βρίθει αντιφάσεων και έχει να επιλέξει ανάμεσα σε μια συνταγή που μοιάζει καταδικασμένη και μια ρητορική που αγγίζει μόνο το θυμικό της. Η ελληνική κοινωνία επιλέγει το δεύτερο και παρά τις καλές προθέσεις των αντιβενιζελικών το «Όνειρον» γίνεται «Εφιάλτης».
Ωστόσο το 1920 με το 2012 έχουν μια ριζική διαφορά: στην πολιτική ατζέντα υπήρχε ένα πεπρωμένο. Θα μου πείτε και σήμερα στη θέση του βρίσκεται η ευρωπαϊκή προοπτική της Ελλάδας. Αυτό όμως πρέπει να θεωρείται δεδομένο και όχι κάτι υπό αίρεση αλλά ακόμη κι αν είναι έτσι πρέπει να δούμε τι αντιπρόταση υπάρχει.
Όταν στη Λωζάννη υπογράψαμε το «πιστοποιητικό θανάτου» της Μεγάλης Ιδέας, δεν βρήκαμε τίποτα για να την αντικαταστήσουμε, πέρα από αόριστα δόγματα του τύπου «δεν διεκδικούμε τίποτα, δεν παραχωρούμε τίποτα». Μόνο προσωρινά υπήρξε η ενσωμάτωση στην ΕΟΚ και το ευρώ που όμως δεν αγκαλιάστηκε από τις μάζες και ίσως πιο ψευδεπίγραφα το όραμα των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας και η ανάγκη μας να δείξουμε ότι είμαστε έτοιμοι και σοβαροί για τη διαχείριση της διοργάνωσης. Ακόμα και έτσι όμως υπήρξε ένας στοιχειώδης προγραμματισμός, μια ημερομηνία ορόσημο, ένα deadline. Αυτό είναι που μας λείπει - η εκφορά μιας πολιτικής πρότασης για το πως θέλουμε να δούμε την Ελλάδα της επόμενης εικοσαετίας και μαζί ένα σχέδιο για το πως θα γίνει αυτό.
Πως θα μοιάζει άραγε η Ελλάδα του 2030; Θα εξάγει πρότυπα αγροτικά προϊόντα, θα έχει τουρισμό υψηλής ποιότητας, θα είναι έδρα ξένων ερευνητικών κέντρων; Πιθανόν. Όμως το μέλλον και η πολιτική δεν γίνεται με τη θεωρία των πιθανοτήτων. Αυτό που χρειάζεται είναι μια μίνιμουμ συμφωνία των πολιτικών δυνάμεων σε σχέση με τους στόχους της επόμενης εικοσαετίας. Μόνο τότε θα μπορούν να υπάρχουν αξιόπιστα σχέδια υλοποίησης. Μόνο τότε οι κούφιες λέξεις «ανάπτυξη» και «απασχόληση» θα έχουν νόημα και ουσία.
«Το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον» λέει ο λαός μας. Η γνωστή αυτή φράση εκ πρώτης όψεως κρύβει μια μοιρολατρία την οποία οι περισσότεροι θα ήθελαν να αποφύγουν. Όμως επειδή τα ελληνικά γνωμικά βασίζονται σε μια ιδιότυπη τραγικότητα, υπάρχει και μια άλλη ανάγνωση, πιο αποφατική. Όντως το πεπρωμένο δεν μπορεί να αποφευχθεί, αλλά δεν αναφέρεται πουθενά στη φράση ποιος ορίζει και ποιος διαμορφώνει το «πεπρωμένο». Αυτή η ερμηνεία έχει μια δυναμική αυτονόμευση που οδηγεί στη χειραφέτηση του υποκειμένου και τη συνδιαμόρφωση της μοίρας του. Είμαστε κυρίαρχοι του μέλλοντός μας, αρκεί να το σχεδιάσουμε εμείς.
Στην Αλσατία, την επαρχία της Γαλλίας με την γλωσσική διάλεκτο που θυμίζει γερμανικά έχει αναπτυχθεί ένα ιδιότυπο είδος θεάτρου, το οποίο έχει δύο σκηνές. Από τη μια πλευρά οι ηθοποιοί παίζουν το έργο στα γαλλικά και από την άλλη ακριβώς το ίδιο στα αλσατικά. Με τις σκηνές να εναλλάσονται, οι ηθοποιοί μετακινούνται από τη μια σκηνή στην άλλη και στο τέλος συναντιούνται όλοι μαζί για το φινάλε. Κάπως έτσι πολιτεύονται και οι πολιτικές δυνάμεις: δεν παίζουν απλά σε άλλη γλώσσα στους ψηφοφόρους και σε άλλη στο εσωτερικό των κομμάτων τους. Παίζουν δύο διαφορετικά έργα και όχι το ίδιο. Είναι καιρός να έρθουν όλοι μαζί σε μια σκηνή και να μιλήσουν μια γλώσσα.