Στις πρόσφατες εκλογές, μια φίλη ψήφισε μικρό κόμμα, που σήμερα πλέον συγκαταλέγεται στα μεγάλα, αναπτύσσοντας συγκεκριμένη επιχειρηματολογία για τους λόγους που την ώθησαν να φύγει από το κόμμα που ψήφιζε όσα χρόνια ασκεί το εκλογικό της δικαίωμα.
Κάπου ανάμεσα στην οργή, το θυμό, την επιθυμία για τιμωρία αλλά και την προσδοκία ότι κάτι καλύτερο θα έρθει, μπήκε και η ανάγκη να «ξεκολλήσει». Να κάνει κάτι αλλιώτικο από αυτό που ήξερε και αυτό που «κληρονόμησε» από τις οικογενειακές καταβολές της.
Να ψηφίσει κάτι διαφορετικό από αυτό που έκανε σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις. «Απελευθερώθηκα», μου είπε και το εννοούσε.
Όσο απλό και αν φαίνεται είναι μεγάλο βήμα το να ξεφύγει κάποιος από την πεπατημένη, από αυτό που ξέρει, έστω και αν θεωρεί ότι δεν είναι αποτελεσματικό ή δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες.
Επί 37 και πλέον χρόνια, στη μεταπολιτευτική Ελλάδα, κυριαρχούν δύο κόμματα (για να μην πούμε δύο οικογένειες) από τα οποία, μάλιστα, όσοι επιχείρησαν να φύγουν τους. έφαγε ο λύκος. ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία, κέντρο- κεντροαριστερά και δεξιά. Παραδοσιακοί χώροι με σαφή ιδεολογικά σύνορα μέχρι πρόσφατα, που ισοπεδώθηκαν όμως, όταν εξομοιώθηκαν οι πολιτικές πρακτικές.
Και πολλοί από τους πολίτες, έστω και από αγανάκτηση, οργή και απογοήτευση, αποτοξινώνονται από τη συνήθεια, της πεπατημένης στην κάλπη. Τα αποτελέσματα των πράξεων θα κριθούν στη συνέχεια, αν καταφέρουμε σύντομα να αποκτήσουμε κυβέρνηση.
Κατά την ταπεινή μου άποψη ο δικομματισμός θα συνεχίσει ίσως μέσα από αλλαγές συσχετισμών. Και προσωπικά για να φύγω από αυτό που ξέρω ή θα πρέπει να πειστώ ότι το καινούργιο είναι γνήσιο και όχι ψηφοθηρικό ή να ενταχθώ σε κάποιο πρόγραμμα ανωνύμων ψηφοφόρων.