«Έκλαιγα επειδή μου έλειπε ένα παπούτσι, έως ότου είδα κάποιον που του έλειπε ένα πόδι», διατείνεται μια κινέζικη παροιμία. Ας παρηγορηθεί λοιπόν ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου. Ναι, είναι ανθρωπίνως κατανοητό, άρα απολύτως σεβαστό, το προσωπικό πρόβλημα που διεκτραγώδησε ο ίδιος στον «ΣΚΑΪ»: Δεν τολμά να βγει για καφέ με την γυναίκα του, επειδή τον αποδοκιμάζει ο κόσμος. Ας προσμετρήσει όμως τη βαρύτητα του προβλήματός του στην Ελλάδα των πετσοκομμένων ελπίδων και της καλπάζουσας ανέχειας κι ας εξοπλιστεί με τη δέουσα στωικότητα. Εκείνη που θα του επιτρέψει να απολαμβάνει έναν καφέ της παρηγοριάς, έστω και κατ' οίκον.
Κατά τα άλλα, με μεγάλη καρτερικότητα και ψυχραιμία έπρεπε να έχουν εξοπλιστεί οι τηλεθεατές για να ακούσουν την επιδερμική «απολογία» του υπουργού Οικονομικών μιας τόσο κρίσιμης και ... αξέχαστης περιόδου. Η άμυνα του τύπου «οι αποφάσεις ήταν συλλογικές και λαμβάνονταν στα υπουργικά συμβούλια» είναι καλή, μόνο όταν θέλεις να καλέσεις κι άλλους για να σου κρατήσουν παρέα στο άτυπο εδώλιο της κοινωνίας και της κοινής γνώμης – ΟΚ, η Ιστορία περιμένει να παρέλθει περισσότερος χρόνος, έως ότου κρίνει. Η άμυνα αυτή όμως δεν μπορεί να εξαλείφει τις αυξημένες ευθύνες που βαρύνουν τους εκάστοτε «καθ' ύλην αρμόδιους» , εκτός εάν καταργήσουμε την ίδια την έννοια «πολιτικές αρμοδιότητες». Φανταζόμαστε όμως ότι ακόμη και τα ... αλλόκοτα ήθη της κυβέρνησης του ΓΑΠ δύσκολα θα δέχονταν πχ πως ο Παύλος Γερουλάνος είχε για το ελληνικό ποδόσφαιρο την ίδια ευθύνη με τον Γιώργο Παπακωνσταντίνου, καθώς κι ότι οι δύο μοιράζονταν στο πάγιο «50-50» το βάρος της αντιμετώπισης της οικονομικής – δημοσιονομικής κρίσης.
Αφήστε το άλλο: Όσο περισσότερο – και δυνατότερα- φωνάζεις «δεν τα αποφάσιζα μόνος μου», τόσο αποτελεσματικότερα ναρκοθετείς την «πεποίθησή» σου πως έπραξες τα «σωστά», τα «αναγκαία», τα «αναπόφευκτα». Τι ήταν τελικά «αναπόφευκτο»; Εδώ είναι το μεγάλο θέμα... Για να πάρεις δε στα σοβαρά όσα είπε στον «ΣΚΑΪ» ο κ. Παπακωνσταντίνου, χρειάζεσαι κάτι απείρως χειρότερο από την καρτερικότητα, η οποία σε τελική ανάλυση είναι – υπό προϋποθέσεις- αρετή. Χρειάζεσαι ... αμνησία.
Να πάρει η ευχή, δεν πέρασαν δα και πολλά χρόνια ... Ήταν 25 Ιανουαρίου του 2010, όταν βγήκε στις αγορές η πρώτη – επί κρίσης- σειρά ελληνικών ομολόγων. «Ουρές» σχημάτισαν οι επίδοξοι δανειστές για να αγοράσουν – γεγονός που πιστοποιεί, εκτός των άλλων, ότι την εποχή εκείνη ουδείς περίμενε χρεοκοπία της Ελλάδας (το καλό επιτόκιο δεν σε κάνει να αγοράζεις κάτι, αν πιστεύεις ότι αυτό θα «σκάσει»). Αποτέλεσμα: Τα ελληνικά ομόλογα «χτύπησαν» 25 δισ. ευρώ, αλλά οι φωστήρες του οικονομικού επιτελείου του ΓΑΠ ... καταδέχθηκαν να εισπράξουν μόνο τα 8 εξ αυτών, λες κι ο κατοπινός δρόμος που θα επέλεγαν θα εξασφάλιζε καλύτερους όρους δανεισμού!
Τώρα γίνονται ... μινιατούρες μισθοί και συντάξεις για την εξοικονόμηση λίγων δισεκατομμυρίων. Τότε η κυβέρνηση του ΓΑΠ άφηνε ελαφρά τη καρδία ανείσπρακτα 17 δισεκατομμύρια ευρώ, δηλαδή το 1/3 του ποσού που χρειαζόταν η χώρα για να ξεμπερδέψει με τα χρεολύσια του έτους και να κερδίσει -αν μη τι άλλο- πολύτιμο χρόνο. Γιατί άραγε; «Για να μην καταλάβουν οι ξένοι ότι αντιμετωπίζαμε σημαντικό πρόβλημα», είναι η «εξήγηση» που δόθηκε εκ των υστέρων. Έξοχη «λογική»: Βουτάς στην ... κινούμενη άμμο, «μπλοφάροντας»! Αλλά για ποια ... μπλόφα πρόκειται; Στον απόηχο του περήφανου ... «ευχαριστούμε, δεν θα πάρουμε τα 17 δισ. ευρώ», άρχισαν να ακούγονται τα σπαραξικάρδια «βοήθεια, Τιτανικός είμαστε». Ομολογουμένως, πολύ παράξενος τρόπος να ... κρύβεις από τους ξένους τη σοβαρότητα της κατάστασης...
Γιατί άραγε ο κ. Παπακωνσταντίνου δεν κατέφυγε στον εσωτερικό δανεισμό, δηλαδή στην έκδοση ενός ομολόγου για το εγχώριο αποταμιευτικό κοινό με επιτόκιο (ας πούμε) 3%- 4%; Απάντηση, επισήμως, δεν δόθηκε ποτέ. Διοχετεύτηκε όμως ... κάτι σαν απάντηση: «Η κυβέρνηση δεν μπορεί να μαζέψει χρήματα κατ' αυτόν τον τρόπο, διότι θα καταστραφούν οι Τράπεζες».
Μάλιστα... Τον Μάιο του 2010 μάθαμε λοιπόν ότι κι ο Τρισέ, το αφεντικό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ήθελε να δει ... κατεστραμμένα τα ελληνικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, αν όχι και τα ξένα! Γιατί; Διότι, έστω και με βαριά καρδιά, ο Τρισέ πρότεινε στις χώρες που γίνονταν τότε στόχοι κερδοσκοπικών επιθέσεων να εφαρμόσουν το προαναφερθέν μέτρο του εσωτερικού δανεισμού, το οποίο εδώ στην Ελλάδα οι «παντογνώστες» του ΓΑΠ και του κ. Παπακωνσταντίνου απέρριπταν ασυζητητί ως «καταστρεπτικό». Ας πούμε του στραβού το δίκιο: Oι τραπεζίτες τους «έτριξαν τα δόντια» για να μην καταφύγουν στον εσωτερικό δανεισμό. Ας πούμε όμως και δύο άδικα του ... στραβού, ή μάλλον το κοντόφθαλμου «γκουβέρνου» της εποχής εκείνης.
Το πρώτο: Στη συνέχεια οι ελληνικές Τράπεζες υπέστησαν απείρως μεγαλύτερη αφαίμαξη, εξ αιτίας της παρατεταμένης αβεβαιότητας που επικράτησε στην ελληνική κοινωνία και – κατ' επέκταση- στις τάξεις των καταθετών. Το δεύτερο: Εάν οι τραπεζίτες ξέρουν πως θα λάβουν «πακέτα» σε κάθε περίπτωση, δεν έχουν κανένα λόγο να θυσιάσουν τα λίγα για να διατηρήσουν τα πολλά. Αυτό ακριβώς έδειξαν τα αποτελέσματα του «χειρισμού» που έκανε τότε ο κ. Παπακωνσταντίνου.
Πολλά θα μπορούσαμε ακόμη να θυμηθούμε. Φερ' ειπείν, προ Μνημονίου, την παραμονή των πρώτων περικοπών στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων, η κινεζική Τράπεζα Εισαγωγών- Εξαγωγών δάνειζε στη Σερβία με επιτόκιο 3,5% και περίοδο αποπληρωμής 15 ετών. Ουδέποτε ο κ. Παπακωνσταντίνου εξήγησε γιατί δεν έκανε τον κόπο να διαπραγματευτεί με φορείς χωρών που διέθεταν τεράστια αδρανή κεφάλαια. Έστω, να διαπραγματευτεί. Έτσι, βρε, αδελφέ, για να δείξει στους εταίρους πως η χώρα της φαιδρής πορτοκαλέας κοιτάζει γύρω- γύρω για να δει αν «υπάρχουν κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια». Έτσι, βρε, αδελφέ, για να μειώσει λίγο τη «φούρια» της «Deutsche Bank», που τότε πρωτοστατούσε σε κερδοσκοπικά κολπάκια σε βάρος μας. Έτσι, βρε, αδελφέ, για να αποδειχθεί ότι ελεύθερη οικονομία σημαίνει πως έχεις το «ελεύθερο» να δανείζεται όσα, όπως και από όποιον ανά πάσα στιγμή σε συμφέρει.
«Αυτό που έκανε η Ελλάδα είναι σαν να καταφεύγει κάποιος σε έναν τοκογλύφο της Μαφίας, για αποπληρώσει ένα φιλικό δάνειο που πήρε από τη γιαγιά του». Το έγραψε πέρσι την άνοιξη ένας αρθρογράφος των «Financial Times». Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας. Ο άνθρωπος είχε δίκιο.
Φυσικά, αν θέλουμε να αθωώσουμε τον κ. Παπακωνσταντίνου έχουμε αρκετούς τρόπους – απέραντη είναι η άμμος, χωράει αναρίθμητα κεφάλια στρουθοκαμήλων. Ο ένας τρόπος είναι να προσδώσουμε απαλλακτική ιδιότητα στη έννοια της «συλλογικής ευθύνης», αναγορεύοντας έτσι τον κ. Παπακωνσταντίνου σε ... Ανδρέα Παπανδρέου του 21ου αιώνα: «Εγώ απλώς προήδρευα» είπε κάποτε ο Αντρέας. «Εγώ απλώς συμμετείχα στα υπουργικά συμβούλια» λέει με τον τρόπο του ο κ. Παπακωνσταντίνου, στον οποίο πάντως οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ένα ελαφρυντικό: όταν έχεις προϊστάμενο έναν ... ογκόλιθο της οικονομικής σκέψης όπως ο ΓΑΠ, μοιραία περνάς σε δεύτερη μοίρα....
Ο άλλος τρόπος είναι να εξαφανίσουμε το ειδικό, δραματικό βάρος της τελευταίας διετίας, μέσα σε ένα γενικό ... χυλό- ρετρό που θα αποδίδει τα πάντα σε οτιδήποτε τραβάει η ψυχή του καθενός: Στην (ένοχη για όλα) Μεταπολίτευση, στον Καποδίστρια (που δεν πρόλαβε να μας κάνει ανθρώπους), στους δημοσίους υπαλλήλους (που είναι 700.000 κι όχι ένα ή 1,5 εκατομμύριο), στα κακά γονίδιά μας.
Λυπάμαι, αλλά δεν μπορεί η ... λαμπρή περίοδος του κ. Παπακωνσταντίνου να κρυφτεί μέσα σε έναν τέτοιο παρελθοντολογικό χυλό, ούτε φυσικά να εξαφανιστεί, όπως νουθετούν οι οπαδοί του αξιώματος «σημασία δεν έχει πώς φθάσαμε μέχρι εδώ, αλλά πώς θα σωθούμε». Το πώς φθάσαμε δείχνει πολλά – και χρήσιμα για το μέλλον. «Εάν μπεις σε λάθος τρένο, κάθε σταθμός είναι λάθος σταθμός » είπε κάποτε ο συγγραφέας Μπέρναρντ Μάλαμουντ. Στις αρχές του 2010 ο κ. Παπανωσταντίνου μας έβαλε στις ράγες που οδηγούν στο γκρεμό και τώρα κλαψουρίζει επειδή δεν τολμά να βγει για καφέ. Βουλευτής πάντως φιλοδοξεί να βγει! Απτόητος...