Όταν τον γνώρισα τον Καούκη, δεν μπορούσα να φανταστώ ότι υπήρχαν άντρες που φοράνε περούκα και δεν τους λένε Μότσαρτ Αμαντέους. Εγώ τότε ήμουν είκοσι δύο Μαΐων, εκείνος σαράντα κάτι. Έδειχνε μάλιστα ότι είχε πυκνό μαύρο μαλλί σαν της Χιονάτης, που ήταν μαύρο το μαλλί της σαν από έβενο. Πού να φανταστώ -η ενζενί - ότι αυτό το μαλλί, το άφθονο το κόλλαγε πάνω στο κρανίο του με ειδικά κολλητικά, και ήταν από φυσική τρίχα ιερόδουλης; Είναι μεγάλο μανίκι να φοράς ένα τέτοιο πράγμα και να πρέπει, μάλιστα, να το κρύβεις. Αυτό μόνο μπορώ μόνο να πω, για να σκεπάσω και τη δική μου άγνοια, που μοιάζει ύποπτη. Πάντως, η εν λόγω άγνοια επικύρωσε το ρομάντζο μας. Στο πρώτο, μάλιστα, ραντεβού, εκεί πάνω στα ποίος είσαι, ποία είμαι, ο Καούκης μού το ξεκαθάρισε: «Έχω μια παραξενιά, δεν θέλω να μου ακουμπάς το μαλλί». «Να μην στο πιάνω δηλαδή καθόλου; Ούτε την κρίσιμη στιγμή;». «Όχι, έχω θέμα, δεν ξέρω, με εκνευρίζει».
Δεν μου κάθισε καλά η ξήγα, και το διαισθητικό μου σκάλωσε. Δεν έδωσα όμως βάση γιατί είχα ακούσει και χειρότερα. Μιας γνωστής μου το «αίσθημα» εκείνη την εποχή ήθελε πάνω στα προκατά να του στρίβει τόσο δυνατά τις ρώγες του μέχρι να ματώσουν (λέμε τώρα). Τι είναι λοιπόν ένα «μην μου πιάνεις το μαλλί», μπροστά στη ματωμένη ρώγα; Τώρα που το σκέφτομαι, καλύτερο το εφέ με τη ρώγα, αλλά εκεί στα είκοσι δυο έχεις μια άλλη αίσθηση για το τι είναι pervert. Mην το πολυκουράζω.
Τα ραντεβού περνούσαν, το ίδιο και οι μήνες, και το αίσθημα είχε ψηλώσει σαν τη μαγική φασολιά. Εγώ, βέβαια, στην κοσμάρα μου, ή σε αυτό που λένε ότι ο έρωτας είναι τυφλός. Ένας χρόνος είχε περάσει και όλα ήταν στη θέση τους. Η περούκα περήφανη στην κεφαλή, ανταγωνιζόταν τη δική μου πλούσια ξανθή κόμη. Τόσο δηλαδή είχαμε περάσει στην απέναντι του παραλόγου, που κάναμε και διάλογο. «Πάω στο κουρείο» μου έλεγε. Γυρνούσε από το -υποθετικό- κουρείο, εκεί δηλαδή που κουρευόταν και η φαλακρή του Ιονέσκο. Τον έβλεπα εγώ με άλλη κουπ (πού να σκεφτώ ότι είχε δυο τρεις περούκες και τις άλλαζε), έλεγα «με γεια το μαλλί». Και ακόμα και η ίδια η ειρωνεία γελούσε μαζί μας. Τι τα θες, δεν είχα εμπειρία στο όλο θέμα (ενώ τώρα την ξεχωρίζω την περούκα από χιλιόμετρα). Δεν ήταν να πεις ότι στο παρελθόν έβγαινα με τους αδερφούς Κατσάμπα ή τον Γουόρχολ. Πού να ‘ξερα από τέτοια κόλπα, το βυζανιάρικο. Στον τότε κόσμο μου ή είχες μαλλί ή ήσουν καραφλός. Όλοι με ρωτούν εκ των υστέρων «μα καλά, δεν λουζόταν;» ή «δεν κάνατε μαζί μπάνιο στη θάλασσα;» ή «δεν του το πήρε ο άνεμος εκεί στο δυνατό μελτέμι;». Μα όλα αυτά δεν τα πρόσεχα. Και γιατί να τα προσέξω; Αν έχεις μαλλιά και δη πυκνά, αυτά είναι ξένες σκοτούρες. Όσο για τη θάλασσα, απαντώ: Δεν ήθελε να βρέχει το μαλλί του, όπως έλεγε, γιατί είχε ωτίτιδα, δηλαδή καραφλίτιδα. Στο νησί, στον δυνατό αγέρα φορούσε πάντα το κασκετάκι του, που λειτουργούσε σαν ασπίδα, και συγκρατούσε το περουκίνι. Όταν φοράς πάντως τέτοια αξεσουάρ, στο κεφάλι έχεις πάντα το νου σου. Επειδή ήταν δικό του μέλημα, να φυλάει δηλαδή την περούκα και την υστεροφημία του, εγώ μπορούσα να είμαι όσο αφελής μου ταίριαζε.
Δεν θα το καταλάβαινα ποτέ. Και ίσως καλύτερα. Όμως είδαμε έναν φίλο στο δρόμο. Μεγάλη γάτα αυτός, από τις παλιές τις καραβάνες, που δεν τους ξεφεύγει τίποτα. Σωστό λαγωνικό. Τον κοίταξε από την κορυφή μέχρι τα νύχια και του έραψε αμέσως κοστουμάκι. Μετά τις συστάσεις και τα τυπικά, σκύβει στο αυτί μου και μου αποκαλύπτει: «Μωρή τρελή, τι κάνεις εσύ το λουλούδι με τον Καούκα;». «Με ποιον;» λέω εγώ, που δεν έπιασα τα γαλλικά. «Με τον περουκάκια» ξαναλέει εκείνος, σαν χορός από αρχαία τραγωδία. «Όχι μόνο φοράει περούκα, τη βάφει και μπλε νουί, έτσι λέγεται η βαφή. Μπλε της νύχτας». Αυτά είπε. Άναψε τη φωτιά και αποχώρησε.
Ήταν πολλές οι πληροφορίες. Και περούκα, και βαφή και μπλε της νύχτας. Ο ενδιαφερόμενος το μαθαίνει, λένε, πάντα τελευταίος. Μα, όταν το καταλάβει, όλη η αλήθεια είναι εκεί, πάντα ήταν εκεί. Μετά από την αποκάλυψη-σοκ, όλα φώναζαν περούκα.
Αυτό που με θύμωνε περισσότερο ήταν ότι είχαμε πει όλα μας τα σώψυχα και τα τυραννισμένα, γιατί όχι αυτό; Εντάξει, θες να φοράς περούκα, φόρα την, αλλά δεν τη δέχομαι σαν φερετζέ, μόνο σαν άποψη. Το πράγμα πήρε παράξενη τροπή. Τον σκεφτόμουν δίπλα μου, στο μαξιλάρι, τα κεφάλια μας δίπλα δίπλα και τα μαλλιά μου να αγγίζουν το καούκι και με πιάνανε ρίγη, σχεδόν μου έβγαινε σιχαμάρα, όχι για εκείνον αλλά για αυτό που φορούσε. Ας το ξυρίσει έλεγα, ας φορέσει ένα καπέλο, ας φορέσει μπαντάνα, ας κάνει κάτι, έστω να βάλει μια μοβ περούκα, αλλά όχι αυτό το ψέμα που τελικά βγάζει μάτι. Χρειαζόμουν ψυχολόγο, γιατί μου είχε βγει και μια πελώρια ανάγκη να το αγγίξω το εν λόγω έκθεμα, ή, ακόμα καλύτερα, να το ξεριζώσω από το κεφάλι να δω γυμνή την αλήθεια, ή εκείνον, χωρίς τα περιττά. Σιγά σιγά, μου έγινε εμμονή. Μόνο αυτό σκεφτόμουν. Ήθελα να γίνουν τα αποκαλυπτήρια. «Θες να μου πεις κάτι που δεν μου έχεις πει;» τον ρωτούσα. «Ένα μεγάλο σου μυστικό; Κάτι που δεν μου το έχεις πει; Κάτι που βαραίνει την ψυχή σου και είναι κουκουλωμένο;». Απ’ όπου και να το πήγαινα, δεν συναντιόμαστε. Είχε αποφασίσει να πάρει το μυστικό (καούκα ) στον τάφο.
Ώσπου μια αποφράδα νύχτα, εκεί πάνω στο πάθος, στα αεροπλανικά και στα Κάμα Σούτρα, είχα πιει η madame και τα σφηνάκια μου, βουτάω αποφασιστικά το καούκι και του το βγάζω χωρίς δισταγμό. Άουτς. Αυτό πρέπει να πόνεσε. Έμεινα με το καούκι στο χέρι. Που να φανταστώ; Λίγος πόνος μαζί με ηδονή νόμιζα πως ταιριάζει. Σκέφτηκα «ή τώρα ή ποτέ». Στον έρωτα, λένε, και στον πόλεμο όλα επιτρέπονται. Του κάκου. Σωστή πανωλεθρία. Ερωτισμός και σχέση πνίγηκαν στη στιγμή, εκεί, στα θολά νερά της ταραχής και της αλήθειας. Τι να πρωτοθυμηθώ; Αυτός να με χαστουκίζει, να παίρνει πίσω το καούκι, να τρέχει στο μπάνιο γυμνός για να το ξανακολλήσει. Και τι δεν άκουσα. Είχα ανοίξει το κουτί της Πανδώρας. Του έλεγα και του έλεγα ότι τον αγαπούσα και γλόμπο και ήθελα να με συγχωρέσει. Εκείνος όμως δεν μπορούσε να δεχτεί ότι τον είχα δει γλόμπο. Δεν με αθώωσε ποτέ. Τι να λέμε. Αυτή η νύχτα μένει.
Η τελευταία πράξη, ακόμα πιο της ντροπής. Εκεί, πάνω στον χωρισμό, την ώρα που πήγα να πάρω τα πράγματά μου και εκείνος δεν ήταν σπίτι, ανακάλυψα το μυστικό ντουλάπι με τις εφεδρικές περούκες. Με την τότε Polaroid μου (που, ναι, ακόμα είχε φιλμ)τράβηξα μερικές αναμνηστικές φωτογραφίες με τις περούκες του την μια μετά την άλλη πάνω στα μακριά μου μαλλιά σε διάφορες πόζες που έβγαζα τη γλώσσα και έκανα διάφορες αηδίες. Του τις έβαλα με μαγνητάκια στο ψυγείο. Ο έρωτας μπορεί να σε βάλει να κάνεις τα πιο χαμηλά. Τα πιο ευτελή. Ντρέπομαι, χρόνια μετά, γι’ αυτό, αλλά και για το βίαιο ξεπερούκωμα. Έχω επίσης να εξομολογηθώ ότι βάφτισα εκείνα τα χρόνια και έναν γάτο μου «καούκι». Επίσης, σε κάθε επόμενη σχέση μου, για καλό και για κακό, πάντα ρωτάω: «Είναι δικό σου το μαλλί;»