Κατά τη διάρκεια τηλεοπτικής εκπομπής, ο Δημήτρης Μαύρος, διευθύνων σύμβουλος της MRB παρουσίασε ένα πίνακα απαντήσεων σχετικά με τις προτεραιότητες των Ελλήνων. Έτσι σύμφωνα με τα δημοσκοπικά στοιχεία, ο ελληνικός λαός με ένα ποσοστό που ξεπερνά το 70% αναγάγει την πνευματικότητα σε ύψιστη προτεραιότητα.
Το στοιχείο αυτό είναι πραγματικά εξαιρετικά ενδιαφέρον καθώς έρχεται σε μια πλήρη αντίθεση με την εικόνα της υλιστικής κοινωνίας των τελευταίων δεκαετιών. Ωστόσο μια πιο προσεκτική ματιά στα δεδομένα δικαιολογεί μια τέτοια εξέλιξη. Σύμφωνα με τα στοιχεία της MRB πολύ μεγάλο ποσοστό αυτών που ανήγαγαν την πνευματικότητα σε ύψιστη προτεραιότητα έχουν στραφεί προς την Εκκλησία ενώ αυξητικό είναι και το ποσοστό εκείνων που στρέφονται σε άλλου είδους πνευματικές ασχολίες (φιλοσοφία, γιόγκα κτλ.).
Η εξέλιξη αυτή κάθε άλλο παρά αναπάντεχη μπορεί να θεωρηθεί. Είναι συνηθισμένο φαινόμενο οι κοινωνίες σε περιόδους κρίσεις να στρέφονται προς τους θεσμούς και τις αξίες εκείνες που βρίσκονται στο «εθνικό πάνθεον». Η πρόσφατη Ιστορία βρίθει παραδειγμάτων που κοινωνίες στράφηκαν στο Στέμμα, τον Στρατό ή την Εκκλησία προκειμένου να εναποθέσουν τις ελπίδες τους για μια πολιτική και κοινωνική αναγέννηση. Ιδιαίτερα την δεκαετία του '20 και σε όλο τον Μεσοπόλεμο μια τέτοια στροφή έγινε προς τις νέες τότε και άκρως ελκυστικές ιδεολογίες του Φασισμού και του Κομμουνισμού.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι οι περισσότεροι αντι-μνημονιακοί πολιτικοί σχηματισμοί που γεννιούνται αυτή την περίοδο δεν προτάσσουν το ιδεολογικό τους στίγμα (φιλελεύθεροι, σοσιαλιστές κτλ) αλλά τις γενικές ιδέες περί «Ελλήνων», «ανεξάρτητων πολιτών» ή «πατριωτών».
Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο- τυπικό γέννημα των κοινωνιών που το πολιτικό σύστημα είναι απονομιμοποιημένο, είναι η αναζήτηση ενός χαρισματικού ηγέτη. Όταν λέμε όμως «χαρισματικό» δεν εννοούμε κάποιον ηγέτη με ρητορική δεινότητα ή πολιτικό ταλέντο. Η έννοια του «χαρισματικού ηγέτη» όπως εκφράστηκε ιδεοτυπικά από τον κοινωνιολόγο Μαξ Βέμπερ προτάσσει ένα βασικό στοιχείο το οποίο έχει τις ρίζες του στους προφήτες και τους ιδρυτές των θρησκειών. Το στοιχείο αυτό είναι η σχεδόν μεταφυσική πεποίθηση των οπαδών τους ότι αυτοί οι ηγέτες έχουν υπεράνθρωπες δυνάμεις, τόσο που να είναι σε θέση να οδηγήσουν την ομάδα προς ένα πεπρωμένο.
Τέτοιος ηγέτης στην Ελλάδα υπήρξε ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Πέρα από τις επιτυχίες του και τα επιτεύγματά του στο διπλωματικό πεδίο, ο Κρητικός πολιτικός ήρθε στο προσκήνιο σε μια εποχή που έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τη σημερινή: οι θεσμοί είχαν χάσει κάθε έρεισμα νομιμοποίησης και η χώρα βρισκόταν σε δεινή οικονομική θέση αισθανώμενη εθνικά ταπεινωμένη. Η παρουσία του όχι μόνο ανέταξε το πολιτικό σκηνικό αλλά πόλωσε τόσο τον ελληνικό λαό που οδήγησε στα γεγονότα εκείνα που αργότερα ονομάστηκαν Εθνικός Διχασμός.
Ήταν τέτοια η ακτινοβολία του που ακόμα και ο Γεώργιος Βλάχος της «Καθημερινής» έγραψε για τον θάνατό του ότι «άνθρωπος όπως όλοι, κοινός οργανισμός, μικρός ή μέγας,... δεν υπήρξεν ο Ελευθέριος Βενιζέλος». Αυτό είναι και το ειδοποιό στοιχείο που ξεχωρίζει τον χαρισματικό ηγέτη και δεν είναι άλλο παρά η αναγνώριση της αξίας και του ταλέντου, πρωτίστως από τους πολιτικούς του αντιπάλους.
Τι σχέση έχει όμως ο χαρισματικός ηγέτης με την πνευματικότητα; Στην ουσία αυτό που επιχειρείται είναι μια ασυνείδητη μετάθεση του τραύματος στο πεδίο του μεταφυσικού: αναζητείται διακαώς ο ηγέτης εκείνος που θα «τρίξει τα δόντια στις Βρυξέλλες», που θα αλλάξει τους θεσμούς και όλα τα κακώς κείμενα. Βεβαίως η διατύπωση αυτή κάθε άλλο παρά κακή είναι όταν φυσικά γίνεται σε επίπεδο διακηρύξεων. Γιατί ακόμα και αν προέκυπτε μια τέτοια εξαιρετική περίπτωση ηγέτη ή κόμματος που θα εμφανιζόταν στο προσκήνιο, η υλοποίηση αυτού του οράματος θα περνούσε πάλι από τον ίδιο επώδυνο δρόμο των μεταρρυθμίσεων.
Αυτός ο δρόμος περιλαμβάνει θυσίες, συγκρούσεις με κοινωνικές ομάδες και ανατροπές σε όλο το μεταπολιτευτικό κράτος και τις αξίες που το γαλούχησαν. Με δυο λόγια προϋποθέτει μια γυμνή θέαση του εαυτού μας ως κοινωνία, ως συλλογικότητα.
Αντ' αυτού εμείς δεν αναλαμβάνουμε καν την ευθύνη της ύπαρξής μας: δεν φταίξαμε ποτέ, δεν είχαμε ιδέα τι συνέβη, όλο αυτό το κράτος στήθηκε εν μια νυκτί από «προδότες» και «δοσίλογους» και εμείς είμασταν τουρίστες. «Ανεπαισθήτως μας έκλεισαν στα τείχη μέσα».. Και τι κάνουμε; Αναζητούμε τον Μεσσία. Είναι δε τέτοια η πνευματική αλλοτρίωση που αγνοείται ακόμη και το θεμελιώδες της όποιας μεταφυσικής ελληνικής πρότασης: ότι δηλαδή δεν υπάρχει θέωση και σωτηρία χωρίς προσπάθεια του υποκειμένου να ξεπεράσει τον εαυτό και τα όρια της κτιστότητάς του.
Επιτέλους ας δούμε το διακύβευμα. Αντί να μεταθέτουμε τις ευθύνες μας και να ψάχνουμε εκείνον που θα σηκώσει στις πλάτες του τον συλλογικό μας σταυρό ας δούμε τον Γολγοθά που ούτως η άλλως πρέπει να διανύσουμε και τον οποίο εδώ και χρόνια επιμελώς αγνοούμε.